Ρετσίνα η Ελληνίδα

17.12.2013
Με ελληνικό διαβατήριο και καταγωγή, αποτελεί την ιδανική συνοδεία για τις δυνατές γεύσεις της ταβέρνας.

Με ελληνικό διαβατήριο και καταγωγή, αποτελεί την ιδανική συνοδεία για τις δυνατές γεύσεις της ταβέρνας. Με ρίζες στην αρχαία Ελλάδα και κυρίαρχη θέση στις ελληνικές προτιμήσεις τον προηγούμενο αιώνα, η ρετσίνα έχει αποτελέσει το «εισιτήριο» της μύησης στον κόσμο του κρασιού για πολλές γενιές Νεοελλήνων.
Εκεί όπου η παράδοσή μας αγγίζει το σύνθετο τοπίο του σύγχρονου ελληνικού οίνου, μπορείς να συναντήσεις έναν τύπο κρασιού με καθαρά ελληνική υπογραφή και που όμοιό του δεν θα βρεις σε καμία από τις χώρες του παλιού ή του νέου οινοπαραγωγικού κόσμου. Ο λόγος, βέβαια, για τον ρητινίτη οίνο, την πασίγνωστη ρετσίνα. Για αρκετούς, η ρετσίνα ίσως αποτελεί ακόμη και σήμερα την πρώτη επιλογή, αν και η σύγχρονη οινική γνώση (κτήμα πλέον ενός ευρύτερου κύκλου) «αποκαθήλωσε» την ποιότητα της χύμα ρετσίνας, εξηγώντας ότι η χρήση του ρετσινιού εξυπηρετούσε παλαιότερα στην κάλυψη των προβλημάτων της πρώτης ύλης.

Στο προσκήνιο...

Οι συνθήκες, όμως, έχουν αλλάξει. Αθόρυβα ίσως στην αρχή, αλλά με βήματα ολοένα και πιο αποφασιστικά, η ρετσίνα επιχειρεί εδώ και αρκετό καιρό την ολική επαναφορά της στο ελληνικό οινικό προσκήνιο. Η Ελένη Κεχρή, οινολόγος και οινοποιός δεύτερης γενιάς της φερώνυμης βορειοελλαδίτικης οινοποιίας, που υπηρέτησε και συνεχίζει να υπηρετεί πιστά αυτό το είδος κρασιού με κλασικές, αλλά και σύγχρονες οινοποιήσεις, μας εξηγεί: «Είναι γεγονός πως η καλή ρετσίνα αργά, αλλά σταθερά επανέρχεται στο προσκήνιο. Κάποιοι καταναλωτές είναι ακόμη διστακτικοί, αλλά τόσο η συστηματική προσπάθεια κάποιων οινοποιών όσο και οι διεθνείς πλέον αναγνωρίσεις τους κάνουν μια σημαντική μερίδα του κόσμου να ζητά επίμονα να δοκιμάσει αυτήν τη νέα εκδοχή ενός καθαρά ελληνικού κρασιού βασισμένου στην παράδοση, αλλά με μια σύγχρονη ματιά. Θα έλεγα πως αυτό εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της οινικής και γαστρονομικής εκπαίδευσης του καταναλωτή και της στροφής προς παραδοσιακά προϊόντα, σε συνδυασμό με το γεγονός πως σήμερα διατίθενται προς δοκιμή ρητινίτες οίνοι πραγματικά ποιοτικοί. Αυτό συνδυάζεται και με τη γενικότερη τάση προς την «gourmet» μεσογειακή διατροφή στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, με την οποία μια επίσης «gourmet» ρετσίνα συνδυάζεται πολύ καλά. Άρα, θα το χαρακτήριζα περισσότερο άποψη παρά οικονομική επιλογή, καθώς τα στοιχεία της αγοράς δείχνουν αυξητική τάση μόνο στην ποιοτική ρετσίνα (η οποία δεν είναι απαραίτητα οικονομικότερη), ενώ ο όγκος της κατανάλωσης πέφτει. Εξάλλου, ο καταναλωτής έχει και άλλες επιλογές σε οικονομικούς οίνους».

Ένα μοναδικό προϊόν


O Scott D’ Arcy, που κατάγεται από το Εδιμβούργο, είναι κατά το ήμισυ Ελληνας, από την πλευρά της μητέρας του. Θεωρεί την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα του και από το 1997 φτιάχνει με τη γυναίκα του το δικό του κρασί στην οικογενειακή Οινοποιία Κοντογιάννη, στο Μαρκόπουλο. Αντιμετωπίζει τη ρετσίνα με σεβασμό και προσπαθεί συνεχώς για την καλύτερη προώθησή της στην παγκόσμια αγορά.
Ο Scott D’ Arcy πιστεύει ότι έχουν γίνει καλά βήματα, όχι όμως όσα θα έπρεπε. «Προχωρούμε σε άλλο επίπεδο με την οινοποίηση της ρετσίνας, όμως πιστεύω ότι οι Έλληνες φοβούνται να γυρίσουν πίσω», λέει και προσθέτει: «Οι Έλληνες παραγωγοί –εκτός από λίγες εξαιρέσεις– δεν έχουν ασχοληθεί συστηματικά με τη ρετσίνα». Τέλος, παρατηρεί: «Το ότι στάθηκε η ρετσίνα δίπλα στην ελληνική κουζίνα όλα αυτά τα χρόνια δεν είναι τυχαίο. Γιατί το ρετσινόλαδο που ελευθερώνεται μέσα στο κρασί κατά τη διάρκεια της ζύμωσης βοηθά την πέψη γεύσεων όπως οι ελληνικές, που τείνουν να είναι βαριές».
Για το μέλλον της ρετσίνας, ο Ανδρέας Γκίκας, οινολόγος και οινοποιός της περιοχής των Μεσογείων, αναφέρει: «Είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι προοπτικές της ρετσίνας, όταν όμως αυτή προέρχεται από σταφύλια καλλιεργημένου αμπελώνα και είναι οινοποιημένη με σύγχρονη τεχνολογία και όχι με τρόπο που καλύπτει τις αδυναμίες της. Ρετσίνα στην οποία διακρίνεις το άρωμα της ποικιλίας να συνυπάρχει με το διακριτικό άρωμα του ρετσινιού, από πεύκα συγκεκριμένης περιοχής, δημιουργώντας ένα μοναδικό προϊόν».
Αναλύοντας τα χαρακτηριστικά της καλής ρετσίνας, η Ελένη Κεχρή σημειώνει: «Θεωρώ πως τα κριτήρια είναι αντίστοιχα με τα παραγωγικά και γευστικά κριτήρια που θα θέταμε σε όλους τους οίνους, καθώς εξ ορισμού η ρετσίνα είναι απλώς ένας τύπος κρασιού. Την αναγνωρίζουμε από το αχυρόξανθο χρώμα χωρίς σκούρους τόνους, που υποδηλώνουν κουρασμένο κρασί. Ψάχνουμε έναν αρωματικά φρουτώδη οίνο με κομψά αρώματα και γεύση. Στο φόντο, αναζητούμε καθαρές νότες φρέσκου ρετσινιού, που κάνουν το κρασί πιο πικάντικο και θυμίζουν μαστίχα, τζίντζερ, θυμάρι κι άλλα μυρωδικά».

Γευστική αρμονία


Η ρετσίνα ταιριάζει με τους έντονους ελληνικούς μεζέδες. Με τηγανητά ορεκτικά, μικρά ψάρια, λαδερά της κατσαρόλας, σαλτσάτα σουτζουκάκια, ακόμα και με φέτα ψητή. Ποιος άλλος οίνος μπορεί να σηκώσει τέτοιο βάρος... Η Ελένη Κεχρή προτείνει στους πιο τολμηρούς να τη δοκιμάσουν με sushi –όσο κι αν φαίνεται παράδοξο!».

«Πιστεύω πως όσο δύσκολο είναι να κάνεις ένα καλό chardonnay τόσο δύσκολο είναι να κάνεις και μια καλή ρετσίνα», λέει η οινολόγος Ελένη Κεχρή.

«Η ρετσίνα είναι ένα ελληνικό κρασί το οποίο δεν μπορούν να φτιάξουν πουθενά αλλού στον κόσμο», μας λέει ο Scott D’ Arcy της Οινοποιίας Κοντογιάννη.