Και μετά τις πανελλαδικές, τι;

09.07.2015
Αποτυχία ή δυσάρεστη… επιτυχία; Μήπως είναι μια καλή ευκαιρία να επανεξετάσουμε στόχους, επιθυμίες και πλαίσια, για να προχωρήσουμε με πιο σίγουρα βήματα;

Τα αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων συνήθως φέρνουν ανάμικτα συναισθήματα: απογοήτευση σε όσους απέτυχαν και αμηχανία στις οικογένειες που, αν και το παιδί «περνάει», ωστόσο η σχολή του δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον ή βρίσκεται σε κάποια μακρινή πόλη. Αν και οι δυο περιπτώσεις είναι διαφορετικές, ωστόσο τα συναισθήματα είναι παρόμοια και θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι ακριβώς περιμένουμε και επιθυμούμε, τόσο τα παιδιά όσο και οι γονείς.

Οι πόρτες του πανεπιστημίου έμειναν κλειστές

Εκτός από τις περιπτώσεις κατάρρευσης την ημέρα των εξετάσεων, που δηλώνουν με άμεσο τρόπο ότι το παιδί δεν μπόρεσε να αντέξει την πίεση, η αποτυχία συνήθως συνοψίζεται από τους γονείς στη φράση: «δεν είχε μελετήσει όσο θα έπρεπε». Φράση που όμως περικλείει κομμάτι μιας πιο σύνθετης αλήθειας. Οι έφηβοι, που καλούνται να αποδείξουν δεξιότητες και αντοχές, χρειάζονται ένα γερό και ασφαλές «οικογενειακό πλαίσιο» για να μπορέσουν να δουλέψουν σωστά. Ένα πλαίσιο που μπορεί να τους εμψυχώσει και να διαχειριστεί την πιθανή αποτυχία προς όφελός τους. Κι αυτό δεν στήνεται παραμονές της Γ̕ λυκείου, αλλά δουλεύεται και επαναπροσδιορίζεται σε όλη τη μακρά πορεία των οικογενειακών σχέσεων.

Είναι αποτυχία; Ποιος ευθύνεται;

Πολλοί γονείς αναρωτιούνται γιατί τα παιδιά τους δεν μελετούν αρκετά ενώ δηλώνουν ότι θέλουν να πετύχουν. Ή γιατί, αν και μελέτησαν πολύ, ωστόσο τελικά δεν τα κατάφεραν; Και η απογοήτευση μεγαλώνει, καθώς οι λόγοι της αποτυχίας είναι δυσδιάκριτοι. Τι μπορεί να ευθύνεται λοιπόν; Ας δούμε:

  • Πίεση: Πολύ συχνά, η εμμονή που έχουν οι γονείς για την επιτυχία στις εξετάσεις μπορεί να οφείλεται είτε σε προσωπικά τους αδιέξοδα και ελλείψεις είτε σε λόγους καθαρά πρακτικούς, όπως π.χ. για να συνεχιστεί η οικογενειακή παράδοση. Η εμμονή τους όμως αυτή δημιουργεί αφόρητη ψυχική πίεση στο παιδί. Μπορεί να το θέτουν με αρνητικό τρόπο, να λένε π.χ. «δεν με νοιάζει αν σπουδάσει», χωρίς πραγματικά να το εννοούν, και πίσω από τα λόγια τους να κρύβεται μια έμμεση, χειριστικού τύπου, διαπραγμάτευση: «εμένα δεν με νοιάζει, αλλά εσύ πρέπει να γίνεις επιστήμονας». Το παιδί, απέναντι σε όλες αυτές τις πιέσεις, ασυνείδητα θα αμυνθεί. Θα απομακρυνθεί από το συγκεκριμένο πεδίο, ιδιαίτερα αν δεν είναι πραγματική του επιθυμία οι σπουδές στις οποίες καλείται να αριστεύσει. Μπορεί να μεταφέρει τις δυνατότητές του κάπου αλλού ή να προσπαθεί αρχικά σκληρά, αλλά, επειδή οι νίκες κρίνονται στις λεπτομέρειες, να αφήνει ανοιχτές διόδους που θα ματαιώσουν την επιτυχία.
  • Υποτίμηση: Διαφορετική από την εμμονή είναι η υπογράμμιση των ελαττωμάτων του ως κυρίαρχου μοτίβου μέσα στην οικογένεια: το παιδί είναι «άχρηστο», «τεμπέλης/α», «δεν κάνει για τίποτα» κ.λπ. Βλέπουμε συχνά παιδιά από τέτοια οικογενειακή υποδομή, που αν και είναι έξυπνα, ικανά και προσπαθούν να χτίσουν κάτι καλύτερο, να μην τα καταφέρνουν! Εδώ η αποτυχία μοιάζει μάλλον σαν «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», αφού αυτός είναι ο ρόλος που τους έχει αποδοθεί, δεν θα φέρουν με μια θετική αλλαγή και τα πάνω κάτω στην οικογενειακή ισορροπία! Μην πετύχουν κιόλας!

Όταν οι σχολές είναι… φαντάσματα

Στην περίπτωση που το παιδί «πέρασε», αλλά όχι εκεί που επιθυμούσε, η αποτυχία σχετικοποιείται. Τότε όλη η οικογένεια μαζί προβληματίζεται. Ιδιαίτερα τώρα, που τα οικονομικά προβλήματα είναι διογκωμένα, το να στείλει το παιδί σε άλλη πόλη για να σπουδάσει κάτι που δεν είναι και η πρώτη επιλογή του γίνεται πραγματικά βασανιστήριο. Οι γονείς είναι θύματα της σκέψης παλαιότερων δομών, ότι όλα ξεκινούν από την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και νιώθουν παγιδευμένοι: «Αν δεν πάει το παιδί, θα χάσει τη χρονιά του, αν πάλι πάει, δεν θα βγαίνουμε οικονομικά. Τι θα σπουδάσει εκεί που θα πάει; Τι ορίζοντες του ανοίγονται μετά;».

Οι τελικές αποφάσεις ανήκουν πάντα στην οικογένεια. Κάποια παιδιά μπορεί τελικά να σπουδάσουν το αντικείμενο που τους έτυχε. Ένας μεγάλος αριθμός, πάντως, έχει αποδειχτεί ότι είτε θα τα παρατήσει είτε δεν θα ξεκινήσει καθόλου. Το σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις και οι νέοι άνθρωποι χρειάζονται το χρόνο τους για να αποφασίσουν πώς επιθυμούν να διαμορφώσουν το μέλλον τους. Γι’ αυτό και τα φώτα των ενηλίκων καλό είναι να μην τους τυφλώνουν, αλλά να τους δείχνουν το δρόμο.

Ναι, η αποτυχία μετατρέπεται σε επιτυχία

  • Αν το παιδί επιθυμεί να ξαναδώσει, ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι τις επόμενες εξετάσεις μπορεί να αξιοποιηθεί για να καλυφθούν κενά. Πριν απ’ όλα, όμως, οι γονείς θα πρέπει να βοηθήσουν το παιδί να βρει τι πραγματικά επιθυμεί, να εστιάσουν στις δικές του ανάγκες και να μην προβάλλουν πάνω του τις δικές τους ματαιώσεις και επιθυμίες. Να το υποστηρίξουν ψυχολογικά, ώστε να συνειδητοποιήσει πού έγινε το λάθος, να προετοιμαστεί σωστότερα, με περισσότερη ηρεμία και λιγότερο άγχος.
  • Η αποτυχία είναι μια ευκαιρία να καταλάβουμε τι μας συμβαίνει: τι συναισθήματα μας δημιουργεί, ποια κυριαρχούν, τι νέες επιθυμίες μάς γεννά. Αν δεν είναι τόσο σημαντική, μήπως να αναζητηθούν νέοι δρόμοι επαγγελματικής αποκατάστασης, που να είναι πιο κοντά στα ενδιαφέροντα, τις δεξιότητες, τις αντοχές του εφήβου που ενηλικιώνεται;

Εν κατακλείδι…

Η χώρα μας χρειάζεται εύρωστο και ορεξάτο δυναμικό, που δεν περιμένει από ένα πτυχίο, συχνά χωρίς αντίκρισμα, να δουλέψει και να δημιουργήσει. Εξάλλου, είναι πια πασιφανές ότι δεν μπορεί να απορροφήσει τόσους πτυχιούχους, που ταλαιπωρούνται με τα εύσημα των ΑΕΙ είτε άνεργοι είτε σε stage και ημιαπασχόληση, δέσμιοι του ίδιου τους του τίτλου. Μήπως είναι πια καιρός, οικογένειες και κοινωνία να πάψουν να κοιτούν αφ’ υψηλού τόσα και τόσα επαγγελματικά πεδία που δεν έχουν πτυχίο ΑΕΙ, αλλά είναι ζωντανά και δημιουργικά κύτταρα του κοινωνικού ιστού και της πολιτείας;

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΓΓΑΝΑ, συμβουλευτική ψυχολόγο - ψυχοθεραπεύτρια

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αρμονία, τεύχος 122
Επικαιροποίηση: Ιούλιος 2015.