Μαριλίτα Λαμπροπούλου: Πιόνι σε μία αλληγορική σκακιέρα [συνέντευξη]

01.12.2015
Ένας μονόλογος που εξερευνά τα όρια του ανθρώπινου μυαλού, την ελευθερία έξω και μέσα μας. Η «Σκακιστική Νουβέλα», η γοητευτική κλασική νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, διασκευασμένη για το θέατρο, παρουσιάζεται υπό τα σκηνοθετικά ηνία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου στο Θέατρο Πορεία με ερμηνευτή τον Γιάννη Νταλιάνη.

Εμείς μιλήσαμε με τη γνωστή ηθοποιό και σκηνοθέτιδα στην προσπάθειά μας να μάθουμε όσο το δυνατό περισσότερα για την ενδιαφέρουσα αυτή παράσταση.

Πείτε μας λίγα λόγια για τη Σκακιστική αυτή Νουβέλα

Η Σκακιστική Νουβέλα είναι ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα του Στέφαν Τσβάιχ, κάτι σαν πνευματική διαθήκη του, αφού γράφτηκε λίγο πριν την αυτοκτονία του στην εξορία το 1941. Μιλάει με έναν μοναδικό τρόπο για τα όρια του ανθρώπινου μυαλού, τη φύση της λογικής και την έννοια του πολιτισμού, σε μια στιγμή οριακή για την Ευρώπη και τον κόσμο, στις απαρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αντίστοιχα οριακή με την σημερινή μας στιγμή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σ’ ένα πλοίο που ταξιδεύει προς το Μπουένος Άιρες, βρίσκονται πολλοί πρόσφυγες –σε μια φαινομενικά πολυτελή συνθήκη, που ωστόσο δεν είναι ικανή να αναιρέσει το ψυχικό τους βάσανο- που αναζητούν μια νέα ζωή μακριά από την πατρίδα τους. Ανάμεσά τους ο αφηγητής της ιστορίας, που θα συναντήσει αρχικά ένα… παράξενο πουλί, τον Τσέντοβιτς, έναν παγκόσμιο πρωταθλητή σκακιού, που όμως, σε οξεία αντίθεση με το πνευματικό αυτό παιχνίδι, είναι αναλφάβητος, φιλοχρήματος, πνευματικά οκνός και άξεστος. Η μονομέρειά του αυτή ξυπνά το ενδιαφέρον του αφηγητή και, με αρωγό ένα σκωτσέζο πετρελαιά που ξοδεύει ασύστολα, στήνουν στο πλοίο έναν σκακιστικό αγώνα, με συμμετέχοντες τους περισσότερους επιβάτες, εναντίον του Τσέντοβιτς, από τον οποίο χάνουν φυσικά, ξανά και ξανά.Τότε εμφανίζεται ένας άγνωστος (ο Δρ Μπι) που φαίνεται βαθύτατος γνωστης του σκακιού και τους δίνει τη λύση σε μια δύσκολη παρτίδα και αμέσως μετά εξαφανίζεται. Στη συνέχεια, ο αφηγητής αναζητά τον Μπι και μαθαίνει την παράξενη ιστορία του, τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες έμαθε σκάκι, φυλακισμένος σε πλήρη απομόνωση, από τους ναζί, και πώς αυτή του η ενασχόληση αρχικά τον γλίτωσε από την τρέλα αλλά στη συνέχεια τον οδήγησε στη νευρική κατάρρευση. Απελευθερωμένος τώρα–αλλά όχι εσωτερικά- ο Δρ Μπι ταξιδεύει, εξόριστος, προς τη νέα του πατρίδα, τη Βραζιλία. Ο αφηγητής τον πείθει να παίξει άλλη μία παρτίδα με τον Τσέντοβιτς, μια παρτίδα εκδίκησης εκ μέρους όλων των επιβατών. Εκείνος δέχεται και παρακολουθούμε πώς εξελίσσεται και πώς καταλήγει αυτή η παρτίδα, που συμβολίζει έναν ολόκληρο πόλεμο, έναν ευρωπαϊκό λαό αποκαμωμένο μα περήφανο που αγωνίζεται ενάντια σε μια αποκτηνωμένη μηχανή.

Τι σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο έργο του Τσβάιχ;

Το πώς μέσα από μια απλή και ιδιοφυή ιδέα χώρεσε την ουσία μιας πολιτισμικής σύγκρουσης που συμβαίνει και σήμερα, το πώς θίγει θέματα που μας αφορούν άμεσα όπως η εξορία, ο πόλεμος, η πνευματική αποανάπτυξη, με έναν πρωτότυπο και αλληγορικό τρόπο. Το πώς χρησιμοποιεί τα λιτά και απλά μέσα για να μιλήσει για μεγάλα φιλοσοφικά ζητήματα και το πώς έξυπνα ξετυλίγει την ιστορία του κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Αλλά κυρίως το πώς τα καταφέρνει όλα αυτά εστιάζοντας στο μυαλό ενός ανθρώπου, ενός λογικού ανθρώπου, με αντίστοιχο τρόπο όπως το θέατρο εστιάζει στον ηθοποιό.

Πώς κινηθήκατε σκηνοθετικά; Τι θέλετε να πάρει ο θεατής μαζί του;

Σκηνοθετικά και δραματουργικά, γιατί φυσικά το αρχικό κείμενο είναι νουβέλα, όχι θεατρικό, δομήθηκε ένας πολυφωνικός μονόλογος και τρία θεατρικά μέρη. Ο ένας ηθοποιός υποδύεται τα 4 βασικά πρόσωπα του έργου. Ο αφηγητής και ο Δρ. Μπι είναι έντονα δραματικά πρόσωπα γιατί κάτι αναζητούν, η αγωνία του Μπι φτάνει στο τραγικό και εμείς τον παρακολουθούμε απόλυτα. Η εξέλιξη του κάθε προσώπου και η αλληλεπίδρασή τους δομήθηκε με λεπτομέρεια. Το να αποδοθεί η μάχη στο μυαλό του Δρ. Μπι ήταν ένα σκηνικό στοίχημα. Το ίδιο και η περιγραφή της απουσίας ερεθισμάτων στην απομόνωση του Δρ. Μπι. Πώς να παρουσιαστεί αυτό με ενδιαφέροντα τρόπο στο θέατρο. Η σκηνή γέμισε καρέκλες και ένα τραπέζι, από τη μια σαν ένα φυσικό σκηνικό πλοίου, από την άλλη σαν ένας χώρος όπου εκτυλίσσονται αγώνες σκακιού, αλλά και σαν ένα ανάλογο σκακιέρας με πιόνια. Τα πάντα κατοικούνται. Και αλλάζουν μορφές και ποιότητες. Λειτουργούν άλλοτε νατουραλιστικά και άλλοτε συμβολικά. Με τα υλικά αυτά, δημιουργούνται οι διαφορετικοί χώροι, με απλά υλικά και με τη χρήση τους, το μυαλό ταξιδεύει μακριά, όπως με απλά υλικά το σκάκι κατορθώνει τη μέγιστη πολυπλοκότητα. Το φως δουλεύτηκε πάρα πολύ (Σάκης Μπιρμπίλης) όπως και ο ήχος (Σταύρος Γασπαράτος) για να υπάρξει μια τελική σύνθεση ουσίας. Υπήρξα τυχερή, έχοντας το Γιάννη Νταλιάνη ως ερμηνευτή.

Τι συμβολίζει η σκακιέρα στο έργο;

Το έργο είναι μια αλληγορία για τον πόλεμο και την εξορία, αλλά και τις αντίρροπες δυνάμεις του ανθρώπου, την πνευματικότητα και την υλικότητα. Ο τρόπος που είναι φτιαγμένο βρίθει αναλογιών και συμμετριών, όπου τα αντίθετα κινούν τον κόσμο, αλλά και τον διαλύουν.

Δεν σας βλέπουμε πια στην τηλεόραση, έχετε επιλέξει έναν πιο διακριτικό και σιωπηρό δρόμο. Γιατί; Το έχετε ανάγκη;

Έχω κι εγώ πολλές αντίρροπες δυνάμεις μέσα μου. Η τηλεόραση δεν είναι κάτι που αποφεύγω, αλλά είναι αλήθεια πως βρισκόμαστε πια σε μια δύσκολη εποχή ουσίας και ενδοσκόπησης και έχουμε περισσότερο ανάγκη την ποίηση.

Μελλοντικά σχέδια

Δυσκολεύομαι να κάνω ολοκληρωμένα μακροπρόθεσμα σχέδια. Φυσικά σχεδιάζω. Αλλά με τους περισσότερους ανθρώπους που γνωρίζω μοιράζομαι μια ανασφάλεια, ότι δουλειές σταματάνε στη μέση, πολλές ακυρώνονται την τελευταία στιγμή, ή συνεχίζουν χωρίς να πληρώνονται, συνεργάτες αλλάζουν σχέδια διαρκώς για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην… Υπάρχει ένα γενικό πλαίσιο ακραίας κινητικότητας και ανατροπών που δυσκολεύει την εμβάθυνση του όποιου σχεδιασμού. Μακάρι να αλλάξει αυτό, και για την ψυχική μας ηρεμία, αλλά και για να μπορέσουμε να βελτιώσουμε το πολιτιστικό προϊόν μας.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]