Ο μεγαλύτερος ζωγράφος των ημερών μας, ο τελευταίος ευπατρίδης της ελληνικής τέχνης. Ο δάσκαλος, με καταξιωμένους μαθητές, πολλοί από αυτούς επίσης δάσκαλοι. Ο πνευματικός άνθρωπος που μαζί με μερικούς ακόμα συνθέσανε τον πολιτισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας. Ο Γιάννης Μόραλης από χθες κατοικεί στο πάνθεον των αθανάτων, μαζί με τους φίλους του Τσαρούχη, Χατζιδάκι, Ελύτη, Γκάτσο, Σεφέρη, Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Κουν. Εσβησε πλήρης ημερών, έργου και τιμών, στα 94 του.
Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Αρτα το 1916 και το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Σε ηλικία 15 ετών έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας σπουδάζοντας κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική. Με υποτροφία έφυγε το 1936 για την Ρώμη. Στην συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου και σπούδασε νωπογραφία και ψηφιδωτό και το 1947 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στην ΑΣΚΤ.
Το 1949 με αρκετούς Ελληνες ζωγράφους μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και Νίκος Εγγονόπουλος, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα "Αρμός" και διοργανώνουν την πρώτη κοινή έκθεση στο Ζάππειο το 1950. Από το 1954 ξεκινάει την συνεργασία του με το ελληνικό θέατρο, πρώτα με το Θέατρο Τέχνης και στη συνέχεια με το Εθνικό Θέατρο.
Το έργο του Μόραλη περιλαμβάνει εικονογραφήσεις βιβλίων των ποιητών Ελύτη και Σεφέρη, εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυπτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας και τα μπαλέτα του Ελληνικού Χοροδράματος.
Τιμήθηκε για πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Αποχώρησε από την ΑΣΚΤ το 1983 και το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση. Το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Ζωγραφική, γλυπτική, εικονογράφηση, ανάγλυφα σε κτήρια, σε όλο το έργο του Γιάννη Μόραλη, από τα πιο παραστατικά ως τα αφηρημένα, ένα σύμβολο επανέρχεται: ο φτερωτός άγγελος με την διττή μορφή του έρωτα και του θανάτου.
Η πρώτη του θεατρική δουλειά βασιζόταν στο έργο Ωδή εις θάνατον του Κάλβου και ο ίδιος ο ζωγράφος έλεγε ότι είχε δοκιμάσει έντονα το βίωμα του θανάτου, καθώς τον συνόδευε πάντα ο τραγικός θάνατος του πατέρα του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τον Μάρτιο του 1937, αλλά και οι σκηνές από κηδεία στην Άρτα και την Πρέβεζα όταν ήταν πολύ μικρός.