Πρώτα πλάνα του φιλμ, κι ένα ζευγάρι κάνει έρωτα σ' ένα κρεβάτι, η κάμερα ζουμάρει αργά πάνω του. Στον τοίχο ένα πόστερ της Μόνα Λίζα. Ο αφηγητής μάς λέει: «Την Μπέτι Μπλου τη γνώριζα μια βδομάδα. Κάναμε έρωτα κάθε βράδυ».
«37,2 βαθμοί Κελσίου το πρωί»: Αυτός είναι ο γαλλικός τίτλος της «Μπέτι Μπλου» του Ζαν Ζακ Μπενέξ κι αρκεί για να αποδώσει με λίγες λέξεις το γλαφυρό κλίμα του φιλμ, το καζάνι που βράζουν οι δύο ήρωες. Βασισμένη σε ένα βιβλίο του Φιλίπ Τζιαν, η «Μπέτι Μπλου» είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που γεννήθηκε για να υπάρξει μαζί. Ο Ζοργκ κι η Μπέτι, δύο πόλοι του ίδιου μαγνήτη, απρόβλεπτοι και τρελοί ταυτόχρονα, ζουν στα όρια- όχι βάσει κάποιας εκκεντρικής κοσμοθεωρίας, αλλά γιατί είναι έτσι από τη φύση τους. Ο Μπενέξ γύρισε την «Μπέτι Μπλου» πέντε χρόνια μετά την «Ντίβα», την ταινία που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό, και αμέσως μετά το «Φεγγάρι Στον Υπόνομο» (άλλη μια στυλιζαρισμένη σπουδή πάνω στην ψυχολογία ανθρώπων χτυπημένων από τη μοίρα).
Οταν βγήκε το φιλμ στις αίθουσες, όμως, οι κριτικές που το υποδέχτηκαν ήταν αντιφατικές. Από τη μια πλευρά υπήρχαν αυτοί που έβρισκαν στην ιστορία ένα δυνατό ερωτικό δράμα και γοητεύονταν από τη (σχεδόν σινεμασκόπ) ματιά του Μπενέξ με τα πολύχρωμα πλάνα. Την άλλη μεριά κρατούσαν όσοι πίστευαν ότι οι χαρακτήρες των ηρώων έμοιαζαν σχηματικοί, οι διάλογοι υπερβολικοί (πατώντας στην κλασική γαλλική παράδοση) κι οι καταστάσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά. Ο διάσημος Αμερικανός κριτικός Ρότζερ Εμπερτ είχε μάλιστα γράψει πως η «Μπέτι Μπλου» αποτελεί μια από τις χειρότερες ταινίες που έχει δει. Είναι όμως οι χαρακτήρες του Ζοργκ και της Μπέτι δύο κόμικ καρικατούρες; Ή είναι απλά δυο πλάσματα που ισορροπούν σε τεντωμένο σκοινί;
Μέγιστος στυλίστας, ο Μπενέξ απογύμνωσε το βιβλίο του Φιλίπ Τζιαν από την κυνικότητά του, κρατώντας το μεστό των χαρακτήρων κι εμπλουτίζοντας το φιλμ με εικόνες που μένουν στο μυαλό για καιρό μετά τη θέασή τους. Με μια οπτική που θα μπορούσε να λειτουργήσει άψογα ως ένα δίωρο (ή και τρίωρο, στην κανονική εκδοχή του) βιντεοκλίπ, παίζει με τις σκιές των χαρακτήρων και τονίζει τα χρώματα της φωτογραφίας στο όριο: το λευκό των σπιτιών στην παραλία, η ροζ μπογιά σε μια Citroen, οι βαμμένοι τοίχοι, το κόκκινο της φωτιάς και του ήλιου στο ηλιοβασίλεμα, τα πάντα δονούνται στις αποχρώσεις του ερωτισμού και του πάθους. Ο έρωτας είναι, άλλωστε, η κινητήριος δύναμη του «Μπέτι Μπλου». Από εδώ ξεκινούν και τελειώνουν όλα. Μπορεί ο Μπενέξ να μην προσδίδει στην ιστορία του το υπόβαθρο ενός «Τελευταίου Ταγκό Στο Παρίσι» - αφήνει όμως τα γεγονότα να μιλήσουν από μόνα τους και, με βοηθό την αξέχαστη μουσική του Γκάμπριελ Γιάρεντ, στήνει την κάμερά του απέναντι στο ζευγάρι σαν να ερωτοτροπεί μαζί του.
Ο Ανγκλάντ κι η Νταλ είναι δύο στο σώμα ενός: ο καθένας ζει κι αναπνέει μέσα από την ύπαρξη του άλλου. Η Μπέτι κι ο Ζοργκ τρώνε τις σάρκες τους, είναι δυο θηρία που μέσα από τον έρωτα διαλύουν τους κανόνες κυνηγού/θηράματος, εραστή/ερωμένης, άνδρα/γυναίκας. Δεν είναι παράλογο που οι ερωτικές σκηνές της ταινίας είχαν προκαλέσει αίσθηση με την αληθοφάνειά τους, κάνοντας πολλούς να αναρωτιούνται για το αν οι δυο πρωταγωνιστές έκαναν κανονικά σεξ ή όχι. Η Μπεατρίς Νταλ θα έλεγε κανείς πως γεννήθηκε για τον ρόλο της Μπέτι Μπλου: Η ωμή σεξουαλικότητά της την κατατάσσει σε μια κατηγορία μοιραίων γυναικών που δεν χρειάζεται να σκεφτούν πολύ για να πράξουν-είναι μοιραίες με την ακριβή έννοια της λέξης. Αν και ξέρει πως ο καπνός κρύβει φωτιά, η ηρωίδα θα πέσει γυμνή στην παγίδα. Κι ας καεί. Από την ταινία του Μπενέξ και μετά, κάθε ρόλος της ηθοποιού παραπέμπει στον χαρακτήρα της Μπέτι: ψάχνεις να βρεις πώς θα κουμαντάρει αυτό το στραβό χαμόγελο, τα μεγάλα χείλη και τα αραιά δόντια, αυτόν τον άτσαλο ερωτισμό. Οι γραμμές του κορμιού της ξεφεύγουν των διαστάσεων της οθόνης.
Ο Ζαν Ιγκ Ανγκλάντ βρήκε από την άλλη ένα θεμελιώδη ρόλο για τον εαυτό του: εισχώρησε με άνεση στα ρούχα του Ζοργκ (ενίοτε βγήκε κι από αυτά), παίζοντας τον αριβίστα.
Τρίτος βασικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης πρέπει, τέλος, να θεωρηθεί η μουσική του Γκαμπριέλ Γιάρεντ, μια και η ταινία θα ήταν μισή χωρίς αυτήν. Ο,τι καλύτερο υπέγραψε ποτέ ο συνθέτης του «Αγγλου Ασθενή» και του «Ταλαντούχου Κύριου Ρίπλεϊ», το σάουντρακ του «Μπέτι Μπλου» παραμένει μέχρι και σήμερα ένα instant classic, με τους ήχους του ακορντεόν και της κιθάρας να θυμίζουν αυτόματα και για πάντα καλοκαίρι.
Η «Μπέτι Μπλου» έφτασε ως τα Οσκαρ του 1987 και την κατηγορία Καλύτερου Ξενόγλωσσου Φιλμ, χωρίς ωστόσο να κερδίσει. Η directors cut έκδοση της ταινίας προσθέτει μία παραπάνω ώρα υλικού, αγγίζοντας συνολικά το τρίωρο. Κι αν μοιάζει να ξεφεύγει λίγο σε διάρκεια, από την άλλη κατορθώνει να αναπτύξει καλύτερα την ιστορία, πλησιάζοντας πολύ κοντά στο ύφος του βιβλίου του Τζιαν. Καταδικασμένη να κρύβεται δια παντός πίσω από τις ταμπέλες του cult, σε όποια εκδοχή κι αν την επιλέξει κανείς, η «Μπέτι Μπλου» με το (σχεδόν τραγικό) τέλος παραμένει κάτι παραπάνω από μια καταραμένη ερωτική ιστορία του καλοκαιριού.
Ηρακλής Κορέλης
Το directors cut του «Μπέτι Μπλου» κυκλοφόρησε από την Columbia/Tri Star (και με ελληνικούς υπότιτλους από την ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ) σε DVD το 2004. Με παραπάνω από μια ώρα επιπλέον υλικό και 178 λεπτά ασίγαστου πάθους, η ταινία δεν περιέχει extras. Μόνο σε μία έκδοση του 2001 (που καταχωρεί μυστηριωδώς τη διάρκεια της ταινίας στα 180 λεπτά) μπορεί κανείς να βρει σχολιασμό του Μπενέξ, ένα σύντομο making of και ένα μικρό αφιέρωμα στην Μπεατρίς Νταλ, όχι όμως ελληνικούς υπότιτλους.