Μίσιμα (1985)

28.05.2008
Ή πώς η «βιογραφία» ενός σπουδαίου συγγραφέα αποτελεί έργο τέχνης αντάξιο του δικού του.

Mishima: Α Life In Four Chapters

Η ζωή και το έργο του Γιούκιο Μίσιμα, του σπουδαιότερου ίσως Ιάπωνα συγγραφέα του 20ου αιώνα, ιδωμένα μέσα από μια ματιά που πάει πολύ πιο πέρα από τα στενά όρια ενός κινηματογραφικού biopic

Γεννημένος το 1925 ως Χιροάκα Κιμιτάκε στο Τόκιο της Ιαπωνίας, ο Μίσιμα απέκτησε το όνομα που θα τον έκανε διάσημο όταν σε νεαρή ήδη ηλικία ξεκίνησε να γράφει, μη θέλοντας ο πατέρας του, ένας κρατικός αξιωματούχος που δυσανασχετούσε με την αγάπη του γιου του για τη λογοτεχνία, να ανακαλύψει τις δραστηριότητές του. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου -στον οποίο δεν κρίθηκε ικανός να υπηρετήσει, γεγονός για το οποίο ένιωθε ενοχές σε όλη τη διάρκεια της ζωής του- κι αφού είχε ήδη σπουδάσει νομικά, δούλεψε για έναν χρόνο ως δημόσιος υπάλληλος πριν τα εγκαταλείψει για να αφοσιωθεί πλήρως στο συγγραφικό του έργο.

Το 1946 ξεκινά να δημοσιεύει διηγήματα σε ιαπωνικά περιοδικά ενώ το 1949 δημοσιεύει το πρώτο σημαντικό του έργο «Confessions of a Μask», που μιλά για την ανακάλυψη της ομοφυλοφιλίας του και το πώς ένιωθε, αναγκασμένος να φορά συνεχώς μια μάσκα «φυσιολογικότητας» προκειμένου να αποφύγει τον κοινωνικό εξοστρακισμό. Αυτή θα ήταν η αρχή μιας λαμπρής καριέρας που θα περιελάμβανε περισσότερα από 40 μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα και δοκίμια, τρεις υποψηφιότητες για Νόμπελ (κι ένα βραβείο) και μια ζωή που έμοιαζε αν όχι βγαλμένη από τα βιβλία του, τότε φτιαγμένη για να αποτελέσει το κορυφαίο ίσως έργο τέχνης του. Νιώθοντας από νωρίς άβολα με το σώμα του, ο Μίσιμα αφοσιώθηκε στο body building καθώς και σε πολεμικές τέχνες όπως το καράτε ή το kendo, φιλοδοξώντας να χτίσει ένα κορμί που ο χρόνος δεν θα μπορούσε να δαμάσει και συνήθιζε να το δείχνει, ποζάροντας ημίγυμνος, ως άγιος Σεβαστιανός τρυπημένος από βέλη, σαν σαμουράι ή σαν πνιγμένος ναύτης σε ναυάγιο. Πιστός στον αυτοκράτορα και αποφασισμένος να επαναφέρει στη σύγχρονη Ιαπωνία το Bushido, τον κώδικα τιμής των Σαμουράι, δημιούργησε τον δικό του προσωπικό στρατό που αποτελείτο από 100 περίπου νεαρούς άντρες, με τη βοήθεια των οποίων το 1970 κατέλαβε το αρχηγείο στρατού της Ιαπωνίας θέλοντας να αφυπνίσει τον λαό με τα ηρωικά ιδεώδη που έσβησαν μετά την ήττα της χώρας στον πόλεμο. Οταν η εξέγερση του στέφθηκε από αποτυχία, ο Μίσιμα επέλεξε να αυτοκτονήσει καρφώνοντας ένα σπαθί στο στομάχι του, πιστός στην παράδοση των Σαμουράι, σοκάροντας την Ιαπωνία και ανυψώνοντας στιγμιαία τη ζωή του πέρα από τα όρια του μύθου.

Μια τέτοια ζωή θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει την πρώτη ύλη για μια εντυπωσιακή δραματική, πασπαλισμένη με σκάνδαλο ταινία. Ο Πολ Σρέιντερ όμως, ένας σεναριογράφος και σκηνοθέτης που μοιάζει με καλοδεχούμενο παράδοξο στον γυαλιστερό κόσμο του Χόλιγουντ, δεν είχε καμιά απολύτως διάθεση να γυρίσει κάτι τέτοιο. Ενδιαφερόταν να κάνει ένα φιλμ πολύ πιο φιλόδοξο στη μορφή και την ουσία του. Μια ταινία που δεν θα εξιστορούσε απλώς την ιδιόμορφη ζωή του, αλλά θα προσπαθούσε να δώσει απαντήσεις στο αίνιγμά της και την ίδια στιγμή να εισάγει τον θεατή στον κόσμο της λογοτεχνίας του, θέλοντας να εξηγήσει μέσω αυτής τον δημιουργό της και να χρησιμοποιήσει τον βίο για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε το έργο του.

Ετσι το «Μίσιμα» ακολουθεί τρεις διαφορετικές αφηγηματικές γραμμές για να σκιαγραφήσει τον δημόσιο βίο του, την ιδιωτική του ζωή και τον κόσμο των λέξεών του, χρησιμοποιώντας έγχρωμο φιλμ για τον παρόντα χρόνο, ασπρόμαυρο για τα βιογραφικά στοιχεία του παρελθόντος κι έντονα στυλιζαρισμένες σκηνές που παραπέμπουν σε ένα παλιομοδίτικο τεχνικολόρ Χόλιγουντ για να εικονογραφήσει τα έργα του εκείνα που βοηθούν καλύτερα απ όλα να κατανοήσουμε τον ψυχισμό και τη ζωή του. Μια τέτοια ιδέα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εγκεφαλική και απομακρυσμένη από μια τυπική βιογραφία. Εντούτοις ο άμεσος παραλληλισμός των έργων με τη ζωή του κάνει σαφές πως, και για τον ίδιο τον Μίσιμα, η σχέση ανάμεσα στα δύο ήταν κάτι παραπάνω από στενή. Τα μυθιστορήματα που ο Σρέιντερ επιλέγει να ζωντανέψει εδώ, καταγράφουν ή ακόμη και προεξοφλούν τα γεγονότα της ίδιας του της ζωής, αποτελώντας το κλειδί για την αποκρυπτογράφηση των πράξεών του και την κατανόηση των κινήτρων πίσω από αυτές. Κι αν η προσέγγιση του Σρέιντερ έμοιαζε ικανή να τρομάξει κάθε ανυποψίαστο θεατή, η πραγματοποίησή της δεν θα μπορούσε παρά να μαγέψει οποιονδήποτε ήταν πρόθυμος να την αποδεχθεί. Αυτή η αυστηρά δομημένη ταινία δεν κατορθώνει μόνο να αποκαλύψει το μυστήριο του ήρωά της καλύτερα απ οποιαδήποτε πολυσέλιδη βιογραφία του, αλλά την ίδια στιγμή προσφέρει στιγμές αληθινού κινηματογραφικού μεγαλείου μέσα από εικόνες που δεν μοιάζουν με τίποτα απ όσα έχετε δει κι ένα μουσικό score που, πολύ απλά, αποτελεί μια από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα του Φίλιπ Γκλας.

Ο Σρέιντερ έχει δηλώσει πως νιώθει ευγνώμων απέναντι στον Φράνσις Φορντ Κόπολα και τον Τζορτζ Λούκας, τους δυο executive producers του φιλμ, που είχαν την πολυτέλεια να ξοδέψουν πέντε εκατομμύρια δολάρια σε μια ταινία που πίστευαν ότι δεν θα δει κανείς. Αυτή η ιδιότυπη, ακατάτακτη ταινία, όμως, δεν είναι απλά μια ιδιοφυής φιλμική κατασκευή, αλλά δείχνει ακόμη και σήμερα μια από τις πιο πρωτότυπες και εμπνευσμένες ταινίες που γέννησε το σύγχρονο αμερικανικό σινεμά.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ