Stardust Memories (ΗΠΑ,1980)

29.07.2008
Αξίζει αναθεώρηση και επανεκτίμηση η πιο παρεξηγημένη, ίσως, από όλες τις δημιουργίες στην καριέρα του προσφιλούς κωμικού;

Για τις ανάγκες ενός αφιερώματος στην καριέρα του, δημοφιλής σκηνοθέτης και ηθοποιός, Γούντι Άλεν, ταξιδεύει σε παραθαλάσσια κωμόπολη και χρησιμοποιεί την παραμονή του για να αντιμετωπίσει τη συναισθηματική και συνειδησιακή κρίση στην οποία αισθάνεται ότι βρίσκεται

Τον Σεπτέμβρη του 1980 που έκαναν πρεμιέρα στις ΗΠΑ οι «Ζωντανές Αναμνήσεις» (όπως έσπευσαν να βαφτίσουν οι Ελληνες διανομείς το «Stardust Μemories»), ο Γούντι Αλεν ήταν 45 ετών και έμοιαζε σχεδόν άτρωτος σε επαγγελματικό επίπεδο. Είχε νωπό ακόμη στη μνήμη του τον προ ενός χρόνου θρίαμβο που σημείωσε το «Μανχάταν», κουβαλούσε τη φήμη του πιο προικισμένου εκπροσώπου της μοντέρνας πνευματώδους κωμωδίας και είχε κερδίσει απολύτως την εμπιστοσύνη των στούντιο αλλά και το δικαίωμα του πλήρους καλλιτεχνικού ελέγχου σε κάθε ταινία που θα γύριζε εφεξής. Φαινομενικά τίποτε δεν μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία του απέναντι στο κοινό που τον λάτρευε και στους κριτικούς που είχαν από καιρό ταχθεί ξεκάθαρα με το μέρος του. Τίποτα εκτός από την επόμενη δημιουργία του: Μια πικρόχολη δήλωση απογοήτευσης την οποία ο Αλεν σκόπευε να απευθύνει στον περίγυρο που αισθανόταν να τρέφεται από τη δημόσια εικόνα του και από το έργο του, ενισχύοντάς τη με δάνεια από το σινεμά του Φεντερίκο Φελίνι (τον θαυμασμό του για τον οποίο εκδήλωνε σε κάθε ευκαιρία) και με σαφείς αναφορές στο αυτοβιογραφικό «8 1/2», το αριστούργημα του Ιταλού σκηνοθέτη.

Το «Stardust Μemories» θα πιστοποιούσε από την άλλη μεριά τη μακροχρόνια επιθυμία του Αλεν για μια δημιουργική στροφή που θα τον απομάκρυνε προσωρινά από τα οικεία εδάφη του χιούμορ για να του επιτρέψει να εξερευνήσει τις περιοχές του καθαρού δράματος που είχε ξεκινήσει να ανακαλύπτει το 1978 μέσα από το «Ιnteriors» («Εσωτερικές Σχέσεις»), ξενίζοντας εντούτοις μεγάλη μερίδα των θαυμαστών του που δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν μια πιο συνοφρυωμένη πτυχή του αστείου ειδώλου τους, όσο και αρκετούς εκπροσώπους της κριτικής που σημείωναν ότι ο τομέας της κωμωδίας είναι τελικά ο χώρος που ταιριάζει περισσότερο στον Αλεν. Με το «Stardust Μemories», όμως, η διαφωνία αυτή γιγαντώθηκε. Τη χρονιά κυκλοφορίας της στις αίθουσες, η ταινία έγινε ο προσφιλής στόχος απέναντι στον οποίο οι πάντες ένιωθαν την ανάγκη να επιτεθούν. Και η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος ο δημιουργός της πρόσφερε άφθονες αφορμές για κάτι τέτοιο. Υποδυόμενος έναν σκηνοθέτη και ηθοποιό πετυχημένων κωμωδιών ο οποίος συναντά δυσαρέσκεια στην απόφασή του να σοβαρέψει υπερβολικά για τις ανάγκες της νέας ταινίας που ετοιμάζει, ο Γούντι Αλεν ήταν δύσκολο να πείσει ότι ο ρόλος που ερμήνευε δεν ήταν στην πραγματικότητα ο εαυτός του ή ότι οι ανησυχίες που βίωνε ο ήρωάς του στο φιλμ δεν ήταν οι ακριβώς oι δικές του ανησυχίες σε εκείνη τη δεδομένη χρονική περίοδο. Ακόμη κι αν τίποτε από αυτά δεν ίσχυαν στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο Αλεν αμελούσε να τηλεγραφήσει επαρκώς στο κοινό τις προθέσεις του, καταλήγοντας να μοιάζει στο φιλμ όχι μόνο υπερβολικά αυτοαναφορικός αλλά και υπεροπτικός, την ίδια ώρα που επέλεγε να απεικονίζει σχεδόν όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες στην ταινία ως ένα ιλαρό γαϊτανάκι από θαυμαστές, δημοσιογράφους και εκπροσώπους των στούντιο, καθένας από τους οποίους σκιαγραφείται με απροκάλυπτα υποτιμητικό τρόπο.

Οσο δηλητηριώδες ή περιφρονητικό κι αν φάνηκε παρ όλα αυτά σε μερικούς το «Stardust Μemories», άλλο τόσο προβληματικό εξακολουθεί να μοιάζει στο ύφος που επέλεξε εξαρχής να ακολουθήσει. Το φιλμ πάσχει από φλυαρία και νευρικότητα. Οι πάντες μιλούν ασταμάτητα, η μουσική δεν σιωπά ποτέ και η κάμερα δεν παύει να γλιστρά από το ένα τράβελινγκ στο άλλο. Για 90 φορτωμένα λεπτά, ο Γούντι Αλεν ξεδιπλώνει μια ξέφρενη παρέλαση από πρόσωπα που φλερτάρουν με το καρναβαλικό και το γκροτέσκο με τον τρόπο που το δίδαξε ο Φελίνι, όχι όμως και με την αντίστοιχη μαγεία εκείνου. Και ενώ είναι φανερό ότι ο Αλεν διάλεγε στη δέκατη ήδη ταινία της καριέρας του να πειραματιστεί με τις δυνατότητες της κάμερας και μιας πιο ρευστής και απειθάρχητης αφήγησης, ως σκηνοθέτης, στον οποίο λείπει εμφανώς το βάθος και η τεχνική ευλυγισία, ατυχεί να προσέξει πόσο προφανείς είναι οι συμβολισμοί που χρησιμοποιεί, πόσο απεγνωσμένα προσπαθούν να ανακουφίσουν την πλοκή τα γνώριμα χιουμοριστικά του ευφυολογήματα ή πόσο διάπλατα ανοίγουν οι πόρτες της ταινίας του στη ζάλη και την υστερία.

Ως αποτέλεσμα αυτών, ίσως τελικά να μην ήταν άδικη η επίθεση που δέχτηκε η ταινία στην πρώτη της αναμέτρηση με το κοινό. Το «Stardust Μemories» μοιράζεται άκρως εύστοχες και διαχρονικές αντιλήψεις πάνω στην κουλτούρα της διασημότητας, τα αδιέξοδα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, τις πολλαπλές διόδους που ενώνουν την τέχνη με την πραγματική ζωή και τη λεπτή γραμμή που χωρίζει έναν πετυχημένο καλλιτέχνη από έναν πλήρως αποτυχημένο άνθρωπο. Στο βαρυφορτωμένο σενάριο του Γούντι Αλεν, ωστόσο, τα όσα ενδιαφέροντα συντάσσει ο σημαντικός κωμικός συνθλίβονται κάτω από μια στυλιστική και λεκτική φρενίτιδα, την οποία τόσο ο σεναριογράφος Γούντι όσο και ο σκηνοθέτης Αλεν προσπαθούν να επιβάλλουν ατυχώς, εκεί που θα έπρεπε να είχαν επιλέξει την ψυχραιμία και την απλότητα για όσα θέλουν να διηγηθούν. Κρίμα, γιατί πίσω από το θορυβώδες τσίρκο από καρικατούρες που επιφυλάσσει το φιλμ κρυβόταν πιθανόν η πιο προσωπική κινηματογραφική κατάθεση του κωμικού, ο οποίος μπήκε στον κόπο να απεκδυθεί για λίγο την αμφίεση του κλόουν προκειμένου να μπορέσει να μοιραστεί αυτή την κατάθεση με τον υπόλοιπο κόσμο.

Λουκάς Κατσίκας


Η ταινία κυκλοφορεί σε υποτυπώδες DVD περιοχής 2 (χωρίς ελληνικούς υπότιτλους) από την εταιρία MGM και ακολουθεί, δυστυχώς, την πεπατημένη κάθε έκδοσης που έχει μέχρι στιγμής επιχειρηθεί σε παλιότερες ταινίες του Γούντι Αλεν. Πράγμα που σημαίνει ότι, με εξαίρεση ένα τρέιλερ, στον τομέα των extras δεν βρίσκει κανείς τίποτε άλλο. Οχι ότι φταίει η εταιρεία γι αυτό, μια και η έλλειψη οποιουδήποτε συμπληρωματικού υλικού οφείλεται σε επιθυμία του ίδιου του σκηνοθέτη.