Wake in Fright (1971)

18.05.2012
Ένα ηλιοκαμένο αριστούργημα για μια καταραμένη πόλη της αυστραλέζικης ερήμου, όπου το μοναδικό έγκλημα είναι η νηφαλιότητα και το μοναδικό πρόβλημα είναι ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσεις να ξαναφύγεις.

Ένας καλοβαλμένος δάσκαλος ολοκληρώνει ένα σκονισμένο διδακτικό έτος στη μέση του πουθενά. Εγκαταλείποντας προσωρινά τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις προς χάριν ενός δροσερού καλοκαιριού με την όμορφη αρραβωνιαστικιά του, καταφτάνει στη Γιάμπα, μια πόλη γεμάτη μεθυσμένους ανθρακωρύχους, που τυγχάνει να είναι το μοναδικό σημείο μετάβασης για όσους θέλουν να ταξιδέψουν στο Σίδνεϊ. Και εγκλωβίζεται, ανίκανος να αποδράσει, στον περίγυρό της.

Βασισμένο στο ομώνυμο κλασικό ανάγνωσμα του Αυστραλού δημοσιογράφου Κένεθ Κουκ (1961), το “Wake in Fright” δεν άργησε να σφηνωθεί στη φαντασία του σκηνοθέτη Τζόζεφ Λόουζι. Αποφασισμένος να το μετατρέψει σε ένα ακόμα όχημα βραδείας καύσης για τον Ντέρεκ Μπόγκαρτ, δεν κατάφερε τελικά να μαζέψει τα απαραίτητα κονδύλια με αποτέλεσμα το βιβλίο να επιστρέψει στο σημείο απ' όπου ξεκίνησε: την Αυστραλία. Υπεύθυνος για τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη θα ήταν ο Καναδός Τεντ Κότσεφ (“Tiara Tahiti” 1962, “Two Men Sharing” 1969), που δεν ήταν ακόμα αρκετά διάσημος για να έχει υπερβολικές απαιτήσεις, ήταν όμως αρκετά έξυπνος για να αναγνωρίσει το μέγεθος της ευκαιρίας που βρέθηκε ξαφνικά στο δρόμο του.

Κρατώντας τον μοναδικό ρόλο για την τότε σύζυγό του , Σίβλια Κέι (αυτόν της αχαλίνωτης νυμφομανούς Τζάνετ), εμπιστεύτηκε την ταινία στους στιβαρούς ώμους του τηλεοπτικού ηθοποιού Γκάρι Μποντ.

Ο καλοφτιαγμένος Βρετανός μπορεί να έμοιαζε περισσότερο με μοντέλο παρά με απηυδησμένο δάσκαλο, αλλά η ξανθιά του κόμη δεν θα μπορούσε να αντανακλά καλύτερα το εκτυφλωτικό φως της αυστραλέζικης ερήμου. Κάνοντας μια σύντομη στάση στη Γιάμπα, ο χαρακτήρας του παρασύρεται από τη φορτική φιλοξενία του ντόπιου σερίφη (Τσιπς Ράφερτι), ο οποίος δεν δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον να τον κρατήσει στη σωστή πλευρά του νόμου. Ποτίζοντάς τον αμέτρητα ποτήρια μπίρα (το νερό είναι μόνο για πλύσιμο), τον συστήνει στη νυχτερινή ζωή της περιοχής, η οποία περιστρέφεται γύρω από ένα μάλλον αφελές τυχερό παιχνίδι. Μεθυσμένος από την τύχη του πρωτάρη και την προοπτική του ξαφνικού πλούτου, καταλήγει να τα χάσει όλα και η απληστία του γίνεται το κλειδί για τις πύλες της κολάσεως.

Δύσκολα εντοπίζει κανείς με την πρώτη ματιά τι είναι αυτό που κάνει το “Wake In Fright” (που αρχικά κυκλοφόρησε ως “Outback”) τόσο ανησυχητικό. Μήπως η καταναγκαστική φιλοξενία των ντόπιων που δεν ησυχάζουν αν δε σε δουν τύφλα στο μεθύσι; Μήπως η ανεξήγητη απουσία γυναικών στην ηλιοκαμένη πόλη της Γιάμπα; 'Η μήπως ο εκτός τόπου και χρόνου φόρος τιμής που αποτίνουν καθημερινά οι μέθυσοι της περιοχής στα παλικάρια που θυσιάστηκαν για την πατρίδα;

Με λίγη βοήθεια από τον καυτό ήλιο, η παράξενη ατμόσφαιρα της πόλης σύντομα περνάει το κατώφλι του αυθεντικού τρόμου: άφραγκος και αποπροσανατολισαμένος, ο Μποντ καταλήγει στην τρώγλη εφιαλτικού γιατρού που προσφέρεται να τον φιλοξενήσει ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια μπίρας και βδελυρές μύγες. Ανίκανος να εργαστεί οπουδήποτε αλλού εκτός από τη Γιάμπα, όπου το μεθύσι επιβάλλεται δια ροπάλου, ο αλκοολικός Ντοκ (Ντόναλντ Πλέζανς) στάζει παραφροσύνη και συνουσία.

Μυώντας τον καταρρακωμένο δάσκαλο στη δυσοσμία του οικιακού του καθαρτηρίου, τον γυροφέρνει με ύφος πεινασμένου σαρκοφάγου λίγο πριν τον σπρώξει στον τελευταίο κύκλο της κολάσεως: χρησιμοποιώντας πραγματικές σκηνές κυνηγιού, ο Τεντ Κότσεφ στήνει μια πιωμένη καταδίωξη καγκουρό που μοιάζει να έχει βγει από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Με πρόσωπα παραμορφωμένα από τον πόνο, τα κάποτε άκακα θηλαστικά μοιάζουν τόσο ανθρώπινα όταν ετοιμάζονται για την τελική αναμέτρηση (οι Αυστραλοί κυνηγοί τα αποτελειώνουν σώμα με σώμα), που είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι όλα αυτά συμβαίνουν στ' αλήθεια. Μάλλον γιατί το “Wake In Fright” διαδραματίζεται ουσιαστικά σε άλλη διάσταση. Τα κόκκινα μάτια και τα καβουρντισμένα πετσιά των ντόπιων θα μπορούσαν άνετα να ανήκουν σε μια εξωγήινη φιλή που ευδοκιμεί στο λιοπύρι και τρέφεται αποκλειστικά με αλκοόλ και αθώους περαστικούς.

Ανίκανος να αποδράσει, να τους εξολοθρεύσει ή τέλος πάντων να διαχειριστεί τον εαυτό του, ο Μποντ υποκύπτει στο νόμο της σκόνης και επιστρέφει ηττημένος στους Αβορίγινες μαθητές του. Μόνο που τώρα πια ξέρει ότι ο πιο τρομακτικός ήχος στην Αυστραλία δεν προέρχεται από κανενός είδους όπλο αλλά από ένα παγωμένο κουτάκι μπίρα.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ