Ο Νίκος Γραμματικός είναι ένας σκηνοθέτης που ακονίζει διαρκώς το ταλέντο του, υπογράφοντας με την Αγρύπνια την καλύτερη ίσως ταινία του.Με τους δυο πρωταγωνιστές του, βαγγέλη μουρίκη και Μιχάλη Τσουρουνάκη, μας διηγούνται την περιπέτεια ενός υπέροχου ξενυχτιού.
Συνεντεύξεις στη Νίκη Κατσαντώνη
Φωτογραφιες daniel anast
«Κάνω κινηματογράφο για να οξύνω τη ροή του χρόνου». Ο Νίκος Γραμματικός αντιστρέφει μια κλασική φράση του Μπόρχες («γράφω για να απαλύνω τη ροή του χρόνου»), και στα 42 του δείχνει να βρίσκεται στην πιο δημιουργική φάση της καριέρας του.
Στην τελευταία του ταινία Αγρύπνια εξακολουθεί να εξελίσσει τη θεματολογία του πάνω στην ανθρώπινη φύση -η λήθη στους Απόντες, η σύγκρουση με το κοινωνικό κατεστημένο στο Βασιλιά, η αποδοχή του εαυτού μας και του άλλου στην Αγρύπνια είναι τρεις χαρακτηριστικές της στάσεις...
Ο Αντρέας και ο Νίκος, δύο αδέλφια που έχουν να μιλήσουν πάνω από δέκα χρόνια, καλούνται στη διάρκεια μιας καλοκαιρινής νύχτας να εξομαλύνουν τις διαφορές που τους χωρίζουν, να σβήσουν τα λάθη του παρελθόντος και να λυτρωθούν από τα φαντάσματά τους, ώστε το φως του επόμενου πρωινού να γίνει δρόμος διαφυγής και για τους δύο.
«Αυτό που με απασχολούσε σε όλες τις ταινίες μου, αλλά πολύ περισσότερο εδώ, είναι η έννοια της αποδοχής, που θεωρώ ότι σήμερα είναι ένα ζήτημα παγκόσμιο. Το μέσα από ποιους όρους σύγκρουσης, εξομολόγησης, αυτοκριτικής έρχεται ή δεν έρχεται η αποδοχή αυτή είναι ένα θέμα που αφορά τους πάντες. Για να αποδεχθείς τον άλλον πρέπει πρώτα να συγκρουστείς με τον εγωισμό σου, να τον εκθέσεις και να τολμήσεις να ακούσεις τις απόψεις του άλλου και να δεις τα πράγματα και από τη δική του πλευρά».
Πολλοί θεωρούν ότι η ΑΓΡΥΠΝΙΑ είναι η καλύτερη ταινία της μέχρι τώρα καριέρας σας. Νιώθετε ότι όντως με την ΑΓΡΥΠΝΙΑ φτάσατε κάπου;
Είναι μία πολύ διαφορετική ταινία. Νομίζω ότι βρίσκομαι σε μια δημιουργική φάση αναζήτησης που θα οδηγήσει κάπου. Αυτό που αισθάνομαι με την Αγρύπνια είναι ότι μπήκα σε μία διερεύνηση πραγμάτων με τα οποία όχι μόνο δεν είχα ασχοληθεί πιο πριν, αλλά με φόβιζαν κιόλας. Εννοώ, να ασχοληθώ με χαρακτήρες οι οποίοι είναι αντιφατικοί, δεν είναι καθαροί, έχουν δηλαδή τον χαρακτήρα των ανθρώπων που συναντάμε στην καθημερινή μας ζωή: δικαιολογούν τον εαυτό τους για κάποια πράγματα, αλλά για τα ίδια ακριβώς δεν δικαιολογούν τους άλλους. Για πρώτη φορά στο σινεμά προσπάθησα να δοκιμάσω ανθρώπους που η σπονδυλική τους στήλη δεν είναι αρραγής, αλλά ραγισμένη από διάφορα ερωτήματα τα οποία μένουν για πάντα μετέωρα. Υπάρχει ένα ηθικό δίλημμα στους ήρωες της ταινίας. Πού είναι το σημείο που παραβαίνεις κάποιους ισχυρούς κώδικες και πώς δικαιολογείς τον εαυτό σου για την παράβασή τους, ώστε να ξανακερδίσεις την αυτοεκτίμησή σου.
Για μία ακόμη φορά συνεργάζεστε με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο στο σενάριο και τον Βαγγέλη Μουρίκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο...
Μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους με τους οποίους έχω ξαναδουλέψει, έχουμε αποκτήσει μια κοινή γλώσσα. Και όταν η σχέση αυτή δεν σταματά μόνο στην ταινία αλλά κάνεις παρέα μαζί τους, η συνεννόηση είναι πιο απλή. Ο κινηματογράφος με έμαθε να ακούω τους άλλους, γιατί αν δεν ακούς τους άλλους οι ταινίες καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι. Εξάλλου ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη που μοιάζει στη ζωή. Μαζεύω εμπειρίες και με κάνει πλουσιότερο, με κάνει πιο σοφό. Δοκιμάζεις τις ηθικές σου αντοχές, δοκιμάζεσαι στην επικοινωνία, γιατί όταν έχεις δίπλα σου πολλούς ανθρώπους ελλοχεύουν πολλές συγκρούσεις. Αυτό που κατάλαβα μέσα από τη διαδρομή του χρόνου είναι ότι με τον κινηματογράφο ανακαλύπτω μια κάποιου είδους χαμένη συλλογικότητα. Τίποτα δεν μπορεί να γίνει σε μικρές ή μεγάλες κοινωνίες χωρίς αυτήν.
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ έχει βραβευθεί με το Β Κρατικό Βραβείο Ποιότητας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το βραβείο ερμηνείας για τον Βαγγέλη Μουρίκη, το βραβείο κοινού στις Νύχτες Πρεμιέρας. Τι σημαίνει ένα βραβείο για εσάς;
Είχα την τύχη να πάρω αρκετά βραβεία, ακόμα και από τις μικρού μήκους ταινίες μου. Τα βραβεία είναι καλοδεχούμενα και πραγματικά με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ. Τα βραβεία είναι ένα παιχνίδι και το παιχνίδι αυτό έχει κάποιους κανόνες τους οποίους πρέπει να σέβεσαι. Απλά υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν σέβονται αυτούς τους κανόνες. Πιστεύω όμως ότι η κοινωνία πρέπει με κάποιον τρόπο να επιβραβεύει τους άξιους. Είναι καλό όχι μόνο για αυτούς που επιβραβεύονται αλλά και για την κοινωνία την ίδια να επιδοκιμάζει τις καλές προσπάθειες, και όσο πιο αξιοκρατικά γίνεται αυτό τόσο το καλύτερο.
Η ΑΓΡΥΠΝΙΑ είναι μία χαμηλού προϋπολογισμού ταινία, η οποία ολοκληρώθηκε σε μια δύσκολη περίοδο για τον ελληνικό κινηματογράφο. Σας δημιούργησε επιπλέον προβλήματα η κατάσταση αυτή;
Οντως, σε μία εποχή που το ελληνικό σινεμά χτύπησε κόκκινο, ολοκλήρωσα μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού. Δεν τα κατάφερα όμως μόνος μου. Χωρίς την αμέριστη συμπαράσταση από την GRAAL S.A. που έκανε το μικρό αυτό όνειρο πραγματικότητα και τους συνεργάτες μου η Αγρύπνια δεν θα υπήρχε... Πάνω στην επιφάνεια του σελιλόιντ ψάχνω κάτι απ το βάθος των πραγμάτων. Ετσι λοιπόν, νιώθω ότι η ταινία αυτή με φέρνει σε ένα σημείο που πρέπει να σκεφθώ σοβαρά τι θα είναι το επόμενο βήμα. Και θα πρέπει και οι άλλοι να σκεφθούν πολύ σοβαρά τι θα κάνουν με το ελληνικό σινεμά και πώς αυτό θα ξανακερδίσει τη χαμένη του αξιοπιστία. Εγώ μπορώ να πω ότι σε σχέση με την αξιοπιστία του ελληνικού κινηματογράφου, έχω βάλει δυο-τρεις μικρές πετρούλες.
Με λίγα λόγια, πώς σχολιάζετε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο χώρο της ελληνικής κινηματογραφίας;
Απελπιστική. Ο ελληνικός κινηματόγραφος είναι σήμερα απειλούμενο είδος, κάτι σαν τη φώκια Monachus Monachus. Κάποιοι με στόχο να ρίξουν και τον πολιτισμό βορά στα δόντια της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», αποκαλούν προσβλητικά τους καλλιτέχνες κρατικοδίαιτους. Αυτό και μόνο που το ακούω μου φαίνεται αποτρόπαιο. Η πολιτεία έχει καθήκον να ενισχύει τον πολιτισμό που δεν λοξοκοιτά προς το ταμείο. Είναι η πάγια άποψή μου και νομίζω ότι ο πολιτισμός πρέπει να ενισχύεται. Αλίμονο αν φτάσουμε στο σημείο να χρηματοδοτούμε το Δελφινάριο και όχι τον Λευτέρη Βογιατζή. Αλίμονο, αν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ενίσχυε τον Κάρολο Κουν δεν θα υπήρχε σήμερα το Θέατρο Τέχνης, το οποίο κάποτε υπήρξε ζωντανό κύτταρο πολιτισμού. Η πολιτεία οφείλει να ενισχύει τον Δαμιανό και όχι το Ρόδα Τσάντα Και Κοπάνα. Δεν πρέπει να υπάρχει ντοκιμαντέρ; Πειραματικό σινεμά; Μικρού μήκους ταινίες; Πώς λοιπόν θα γίνουν αυτές οι ταινίες; Εχουμε όλοι μας ευθύνες για την αξιοπιστία του ελληνικού σινεμά. Πρέπει να γίνει ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στην πολιτεία και τους δημιουργούς, γιατί αν συνεχιστεί για πολύ καιρό αυτή η κατάσταση ο ελληνικός κινηματογράφος απλώς θα πάψει να υπάρχει. ^
Παρών - Μιχάλης Τσουρουνακης
Το ραντεβού του ηθοποιού Μιχάλη Τσουρουνάκη με τον Νίκο Γραμματικό άργησε περίπου δέκα χρόνια. Ο σκηνοθέτης τον είχε επιλέξει στο καστ για τους Απόντες, αλλά οι θεατρικές υποχρεώσεις του Μιχάλη δεν του επέτρεψαν να είναι παρών σε εκείνο το κινηματογραφικό ραντεβού. Φέτος, υποδυόμενος τον Νίκο στην Αγρύπνια κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο. «Εχουμε δύο ήρωες, που ο ένας είναι στο φως και ο άλλος στο σκοτάδι. Ο ένας είναι κοινωνικός, έχει τους φίλους του και, καλώς ή κακώς, είναι αποδεκτός σε μια κοινωνία. Ενώ ο Νίκος είναι στο σκοτάδι. Δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γι αυτόν και είναι σαν να κινείται στη σκιά. Και γι αυτό πάντα φεύγει. Στην ένωση των δύο αδελφών, αυτός που μπορεί να εκτεθεί περισσότερο είναι ο μικρός και όχι ο μεγάλος. Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση ο μεγάλος να έχει να πει πιο σημαντικά πράγματα, ο μικρός όμως δεν έχει πει τίποτα και του είναι πολύ δύσκολο να κάνει την αρχή, να μιλήσει για κάποια πράγματα και πολύ περισσότερο να μιλήσει για τον εαυτό του. Η ταινία μιλά για την επικοινωνία και την αποδοχή. Ο Νίκος δεν έχει αποδεχτεί τον εαυτό του, πώς λοιπόν να αποδεχτεί τον αδελφό του; Και όπως στην αρχαία τραγωδία πρέπει να θυσιαστεί κάποιος για να έρθει η κάθαρση, έτσι και στην ταινία θυσιάζεται η γυναίκα του Ανδρέα για να έρθουν αυτοί οι δύο κοντά και να υπάρξει η κάθαρση».
Βαγγέλης Μουρίκης - Ενα στοίχημα με τον εαυτό σου
Το όνομά του είναι ταυτόσημο με τον τίτλο του πρωταγωνιστή του Νίκου Γραμματικού. Από τους Απόντες, πριν από μία δεκαετία, μέχρι την Αγρύπνια πορεύονται μαζί. Ακόμα και όταν ο Γραμματικός σκηνοθετεί ντοκιμαντέρ (Νυχτολούλουδα), ο Μουρίκης βρίσκεται πίσω από την κάμερα, στο πόστο της παραγωγής. Οταν, δε, βρίσκεται μπροστά, η συνεργασία τους -εκτός των άλλων- επισφραγίζεται και με ένα βραβείο. Βραβείο ερμηνείας για τους Απόντες, τον Βασιλιά, την Αγρύπνια.
Στην τελευταία, ο Βαγγέλης Μουρίκης υποδύεται τον Αντρέα, έναν διεφθαρμένο αστυνομικό, ο οποίος τραυματίζει κατά λάθος τη γυναίκα του με το υπηρεσιακό του όπλο. Ο μόνος που μπορεί να τον βοηθήσει να αποδράσει είναι ο μικρότερος αδελφός του Νίκος, με τον οποίο όμως έχει να μιλήσει αρκετά χρόνια.
«Ο Αντρέας έχει κάνει μια ακραία πράξη και βρίσκεται σε μια στιγμή μεγάλης έντασης, οπότε αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η επιβίωσή του, το πώς θα ξεφύγει από τη φάκα. Καθώς όμως η νύχτα προχωρά, τον βλέπουμε να απομακρύνεται από τον αρχικό του στόχο και να προσπαθεί σιγά σιγά να συνδεθεί με ένα κομμάτι του παρελθόντος του, που δεν είναι άλλο από τον αδελφό του».
Αυτό που τον δυσκόλεψε περισσότερο στην προσέγγιση του ρόλου είναι το γεγονός ότι ο ήρωάς του βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση. Μέσα στη διάρκεια της νύχτας πρέπει να ανακαλύψουμε ποιος τελικά είναι, να τον κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε τις πράξεις του. «Ο ήρωας έχει ασυνέχεια. Δεν έχει συγκεκριμένη στρατηγική, δεν έχει στόχο. Πόσο μάλλον όταν οι στόχοι του σπάζουν ο ένας μετά τον άλλον. Σαν ερμηνευτής καλείσαι να κρατήσεις αυτή την ασυνέχεια ως συνέχεια, ως εξέλιξη. Είναι ένας άνθρωπος που του λείπουν πράγματα. Μπορεί να μην το παραδέχεται, αλλά του λείπει ο αδελφός του. Επίσης είναι ένας άνθρωπος που πάντα έδινε και τώρα ήρθε η στιγμή να ζητήσει. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη αλλαγή στο είναι του. Σιγά σιγά κλείνει τις γέφυρες με το παρελθόν του, αλλά χτίζει μια καινούργια με την οικογένειά του. Και ενώ σε όλη τη διάρκεια της νύχτας τον βλέπουμε να βρίσκεται σε μια συνεχή κίνηση, στο τέλος της ταινίας στέκεται ακίνητος σε ένα σημείο. Στέκεται μπροστά σε ένα λιμάνι όπου πλοία πάνε κι έρχονται και ξέρουμε ότι οποιαδήποτε κίνηση και αν κάνει, σε οποιαδήποτε κατεύθυνση κι αν αποφασίσει να πάει, θα είναι το πρώτο του μεγάλο βήμα προς κάπου αλλού».
Οσον αφορά τα βραβεία, παραδέχεται ότι «είναι ικανοποίηση. Είναι μια επιβράβευση, ένα στοίχημα με τον εαυτό σου, με αυτό που πας να κάνεις. Από την άλλη, όμως, δεν είναι τίποτα απ όλα αυτά. Απλά πας σε ένα φεστιβάλ και τα φεστιβάλ δίνουν βραβεία». Οσο εύκολο του είναι να μιλά για το ρόλο του, τα βραβεία και τις ταινίες, τόσο δύσκολο του είναι να μιλά για τον Νίκο Γραμματικό, γιατί όπως λέει συγκεκριμένα «οι λέξεις μερικές φορές είναι πολύ μικρές για να μιλήσουν για μια φιλία».