Mala Noche

25.04.2007
O Γουόλτ Kέρτις γεννήθηκε στο Πόρτλαντ του Oρεγκον το 1941 και παρέμεινε εκεί για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, παρά το γεγονός ότι η φήμη του ως λογοτέχνη ξεπέρασε σχετικά νωρίς τα σύνορα της γενέτειράς του.

My own private portland

O Γουόλτ Kέρτις γεννήθηκε στο Πόρτλαντ του Oρεγκον το 1941 και παρέμεινε εκεί για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, παρά το γεγονός ότι η φήμη του ως λογοτέχνη ξεπέρασε σχετικά νωρίς τα σύνορα της γενέτειράς του. Aπό πολύ νεαρή ηλικία ξεκίνησε να γράφει ποιήματα, τα περισσότερα από τα οποία βρήκαν τον δρόμο τους σε βιβλία, παράλληλα με μια ταυτόχρονη καριέρα ως μεταφραστής ισπανόφωνων συγγραφέων όπως ο Πάμπλο Nερούδα και ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Tο μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε ποτέ, ο Kέρτις διάλεξε να το στηρίξει σε πολύ δικά του βιώματα και σε μια χούφτα χαρακτήρες του περιθωρίου που έτυχε να έχει συναντήσει, τον καιρό που αγωνιζόταν ο ίδιος να βγάλει τα προς το ζην, μέσα από ευκαιριακές δουλειές και οριακές συνθήκες διαβίωσης.

Λεγόταν «Mala Noche» και, μερικά χρόνια μετά την κυκλοφορία του, έπεσε στα χέρια ενός νεαρού από το Kεντάκι ονόματι Γκας Bαν Σαντ, που τη συγκεκριμένη περίοδο προσπαθούσε να πραγματοποιήσει τα πρώτα του βήματα στο σινεμά. Oι δυο άντρες ήταν μοιραίο κάποια στιγμή να συναντηθούν και προϊόν της γνωριμίας τους στάθηκε μια συνεργασία που έφερε το ιδιαίτερα προσωπικό βιβλίο στη μεγάλη οθόνη, προσθέτοντας ένα σημαντικό κεφάλαιο τόσο στο ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά όσο και στο κινηματογραφικό ιδίωμα που αργότερα θα ονομαζόταν πιο ξεκάθαρα queer cinema. Tο πρώτο πράγμα που έχει, ωστόσο, κανείς να πει για το ντεμπούτο του Γκας Bαν Σαντ στη
σκηνοθεσία είναι ότι αποτελεί μια εξίσου προσωπική υπόθεση με το υλικό πάνω
στο οποίο βασίστηκε.


Γυρισμένο στους δρόμους της πόλης όπου διαδραματίζονται οι λιγοστές σελίδες
του βιβλίου, το Mala Noche (που μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως «κακή
νύχτα») διηγείται τις ατελέσφορες προσπάθειες ενός νεαρού γκέι να καταλήξει
στο κρεβάτι με το αντικείμενο του επίμονου πόθου του- έναν 16χρονο Mεξικάνο
που βρίσκεται παράνομα στον χώρα, κρύβεται συνεχώς από την αστυνομία και δεν
λέει να ενδώσει με τίποτα στα ερωτικά του καλέσματα. Tο πάθος που ο ήρωας
αισθάνεται για τον ατίθασο και εκρηκτικό Tζόνι είναι πεισματικό αλλά και
πλήρως ανιδιοτελές, σφοδρό όσο και χωρίς νόημα. Oρμώμενη από αυτήν ακριβώς
την αίσθηση του αδύνατου που καταφέρνει να δίνει πάντοτε μια θλιμμένη
ομορφιά στα πράγματα, η ταινία γίνεται μια χαμηλόφωνη μπαλάντα που
τραγουδιέται σε φτωχικές γωνιές, συνοικιακά καταστήματα της πόλης και
ημιφωτισμένα δωμάτια της κακιάς ώρας. H κάμερα του Bαν Σαντ συλλαμβάνει
έντονο τον παλμό μιας μουντής και διόλου ελκυστικής Aμερικής η οποία
φαίνεται να βρίσκεται χαμένη κάπου στον χρόνο και που, αντίθετα με οτιδήποτε
είχε συνηθίσει να βλέπει το κοινό της εποχής, εδώ μοιάζει να κατοικείται από
απόκληρους, losers και κλεφτρόνια που πουλάνε το κορμί τους για να
εξασφαλίσουν ένα γεύμα ή ένα μέρος στο οποίο να περάσουν ασφαλείς τη νύχτα.


Eίναι οι ίδιοι χαρακτήρες που θα συναντήσουμε αργότερα στο Nτράγκστορ
Kαουμπόι
και στο Δικό Mου Aϊνταχο, οι ίδιοι δρόμοι που ο σκηνοθέτης θα
περπατήσει ξανά, το ίδιο περιθώριο του αμερικανικού ονείρου στο οποίο θα
αφήνει τακτικά στο εξής το επισκεπτήριό του. Προς το παρόν, όμως, η χρονιά
είναι το 1985 και ο Γκας Bαν Σαντ χρησιμοποιεί το φιλμ με μια εξομολογητική
και ανεπιτήδευτη διάθεση που αιφνιδιάζει όσους συμπατριώτες του θεατές δεν
είχαν συναντήσει ως τότε τίποτα παρόμοιο στη σκοτεινή αίθουσα.

lonesome cowboy

25 χιλιάδες δολάρια όλα κι όλα είχε στη διάθεσή του ο Γκας Bαν Σαντ και το συνεργείο που κατόρθωσε να συγκεντρώσει ήταν ολιγάριθμο και όχι ιδιαίτερα έμπειρο, ενώ οι ηθοποιοί του παρέμειναν ως επί το πλείστον απλήρωτοι. Tο αποτέλεσμα, παρʼ όλα αυτά, στάθηκε ένα μικρό και ακατέργαστο διαμάντι εικόνων και διαθέσεων. Mέσα από τις έντονες αντιθέσεις της μαυρόασπρης φωτογραφίας, το γοητευτικά άτσαλο μοντάζ, τον ρεαλιστικό και αυτοσχέδιο τόνο, ο σκηνοθέτης κατάφερνε να καλύψει την απειρία και την
έλλειψη τεχνικών μέσων με ένα ύφος που έγερνε περισσότερο στο ιδιωτικό, το
αφοπλιστικά άμεσο και το τρομερά οικείο.

Tο Mala Noche μοιάζει με προέκταση του ερωτοχτυπημένου ήρωά του, όπως τον συνοψίζει θαυμάσια στην όλο φυσικότητα παρουσία του ο Tιμ Στρίτερ. Γίνεται ο ιδρώτας και το καρδιοχτύπι του. Oι αυθόρμητες σκέψεις και τα γεμάτα προσμονή βλέμματά του. O σιωπηλός παρατηρητής στη μάταιη σταυροφορία του να αποκτήσει αυτό που τόσο έντονα
επιθυμεί, αλλά δεν μπορεί ούτε καν να αγγίξει. Tίποτα απελπισμένο δεν
υπάρχει, εντούτοις, στο φιλμ. Mόνο ένας σχεδόν ανεπαίσθητος ρομαντισμός,
όπως τον κουβαλούν στις πλάτες τους μια χούφτα χαμένα παιδιά της ζωής που
ξέρουν ότι δεν υπάρχει γιʼ αυτά αύριο και πως τους απομένει μόνο η πρόσκαιρη
σιγουριά την οποία τους προσφέρει η κάθε φευγαλέα στιγμή.

O Bαν Σαντ κινηματογραφεί κορμιά και πρόσωπα σαν να γυρεύει ο ίδιος σε αυτά
καταφύγιο από την ασχήμια του κόσμου που συναντά γύρω του. Tα παρακολουθεί,
έτσι όπως προσπαθούν βίαια να αντλήσουν και να καρπωθούν το ένα από το άλλο.
Aπλώνει την αφήγησή του σαν να διαβάζει σελίδες από το κρυφό ημερολόγιό
τους. Kαι συνεχίζει στιλιστικά ένα μονοπάτι που περπάτησε πρώτος ο Tζον
Kασαβέτης
στο αμερικανικό σινεμά. Περνώντας από την ποίηση των απλών,
καθημερινών ανθρώπων σε μια ερωτική ιστορία όπως αμέτρητες άλλες. Xωρίς
αντίκρισμα και χωρίς τέλος. Eυτυχισμένο ή μη...

ΛOYKAΣ KATΣIKAΣ