Παράνομη Δικαιοσύνη

24.07.2007
Το εξαιρετικό γουέστερν του Τζον Χίλκοτ, σε σενάριο Νικ Κέιβ, εκσυγχρονίζει τους κωδικούς ενός μουσειακού είδους και θέτει υπαρξιακά ερωτήματα ωμά και αδυσώπητα - σαν την έκφραση του πρωταγωνιστή Γκάι Πιρς καθ όλη τη διάρκειά του

2005, Τhe Proposition, Widescreen (1.85:1), First Look Pictures/Audio Visual

Στα πέντε πρώτα λεπτά της ταινίας αυτής, ένας κλειστοφοβικός εφιάλτης εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου: μέσα σε ένα κρησφύγετο στο Αουτμπακ, βορειοδυτικά του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, ο Γκάι Πιρς (Τσάρλι Μπερνς) και ο μικρός αδελφός του, Ρίτσαρντ Ουίλσον (Μίκι) είναι οι μόνοι που επιβιώνουν μέσα από ένα μπαράζ από σφαίρες. Η εξοντωτική ζέστη, η αίσθηση της δυσωδίας από τα πτώματα και τις μύγες και ο εγκλωβισμός τους μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα δίνουν ένα γερό χαστούκι στον θεατή, που δε βλέπει μια πιθανή διέξοδο σε αυτή την άνιση μάχη. Απέξω, οι άντρες του Ρέι Γουίνστον (Κάπτεν Στάνλεϊ) έχουν γαζώσει το μικρό καλύβι και έχουν σκοτώσει κάθε άλλον (πόρνες και άντρες που εμφανώς δεν περίμεναν την επίθεση). Με κάποιο τρόπο, η πρόταση του Κάπτεν Στάνλεϊ στον επιβιώσαντα Τσάρλι ισοδυναμεί με έναν βασανιστικό, σαδιστικό θάνατο: ο τελευταίος και ο αδερφός του θα γλιτώσουν την κρεμάλα μόνο αν συλλάβουν και σκοτώσουν τον τρίτο αδελφό Ντάνι Χιούστον (Αρθουρ Μπερνς) που κρύβεται στα βουνά, κατηγορούμενος μαζί με τα αδέλφια του για τη σφαγή μιας ολόκληρης οικογένειας.

Η «Παράνομη Δικαιοσύνη» (προτιμούμε τον ξένο τίτλο «Τhe Ρroposition») είναι μια ταινία με έναν ανατριχιαστικό υπαρξιακό πυρήνα. Σκληρή και βίαιη, συναντά και ερεθίζει τα ένστικτα της επιβίωσης του ανθρώπου μέσα σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, προκαλεί τα όρια της παρόρμησης της επιθετικότητας και θέτει σε αμφισβήτηση την αξία της ανθρώπινης ζωής, τη συναισθηματική αφοσίωση και την πίστη με έναν αληθινό, σπαρακτικό τρόπο. Οχι ότι ο Νικ Κέιβ, που υπογράφει το σενάριο, θα μπορούσε ποτέ να κοιτάξει την ευοίωνη πλευρά της ανθρώπινης συνύπαρξης -θα ήταν αφελές να προσδοκά κανείς κάτι τέτοιο. Πραγματικά όμως ήταν έκπληξη πώς πέτυχε διάνα στην καρδιά του προβλήματος: το κάθαρμα είναι παρών μέσα σε κάθε άνθρωπο και αρκεί μια ανταγωνιστική διεκδίκηση για να σηκώσει το άσχημο κεφάλι του...

Στην τρίτη φορά που ο Κέιβ συνεργάζεται με τον Τζον Χίλκοτ, τρυγάει και τα καλύτερα -καλλιτεχνικά, ενδιαφέροντα, ντελιριακά αληθινά- αποτελέσματα. Την πρώτη φορά έγραψε το «Ghosts... Of The Civil Dead», όπου και πρωταγωνίστησε κιόλας (1988), τη δεύτερη ανέλαβε το σάουντρακ για το «Τo Have And To Ηold» (1996) και τώρα... κεντάει πορτρέτα ανθρώπινης βαναυσότητας, που βαπτίζονται στην κολυμπήθρα ενός άλλοθι υπαγορευμένου από τη διατήρηση της συνοχής της «οικογένειας».

Η σχέση των αποικιοκρατών και των ιθαγενών κατοίκων στη συγκεκριμένη «νέα χώρα» του 1880 αποτελεί τον άξονα πάνω στον οποίο διαδραματίζονται αιματηρά και κυνικά επεισόδια, με ένα εξαιρετικό καστ να υπηρετεί τους μοιραίους χαρακτήρες της ταινίας. Η Εμιλι Γουότσον (Μάρθα Στάνλεϊ) στο ρόλο της συζύγου του Κάπτεν Στάνλεϊ είναι πραγματικά υποδειγματική, ένας συμβολικός χαρακτήρας βγαλμένος από την «προηγμένη» Ευρώπη που ασφυκτιά μέσα στην τυφλή παρανομία και τους κινδύνους μιας νέας χώρας χωρίς καμία σταθερότητα και ηρεμία. Ο Ντάνι Χιούστον, ως καταζητούμενος, συνοψίζει στην ερμηνεία του όλη την παράνοια του ανθρώπου που εύκολα αποκεφαλίζει τον εχθρό χωρίς να αλλάξει καμία έκφραση στο πρόσωπό του, έχοντας την αίσθηση ότι όλα γίνονται για να σώσει την οικογένειά του -αυτό το ανορθόδοξο μάζεμα ανθρώπων στα αφιλόξενα βουνά- και για να μην διακινδυνεύσει τη διατάραξη της ισορροπίας του συνόλου στο οποίο ανήκει...

Η μαεστρία της φωτογραφίας (η ταινία σου «ξεραίνει» το λαιμό...), η μουσική που επιμελήθηκε ο Κέιβ μαζί με τον Γουόρεν Ελις των Dirty Three (και ενίοτε των Bad Seeds) και η πλοκή, που ενώ μοιάζει να πατάει σε ανοιγμένα μονοπάτια, δεν σε αφήνει να σκεφτείς τις κοινοτοπίες του γουέστερν συνθέτουν μια από τις καλύτερες αναπαραστάσεις της εχθρικής φύσης του ανθρώπου - έστω και αν αυτή επικαλείται άλλοθι που δύσκολα αμφισβητούνται.

Το ήρεμο, άκαμπτο βλέμμα του Γκάι Πιρς υποδηλώνει χωρίς περιστροφές από την αρχή της ταινίας ότι «η κόλαση είναι αναπόφευκτη» και το στοίχημα παίζεται σε πόσους μύες του προσώπου θα διαφανεί η αντοχή απέναντί της...

dvd extras Σε περιοχή 1 και 2 (χωρίς ελληνικούς υποτίτλους) κυκλοφορεί μέχρι και διπλή έκδοση με commentary του Χίλκοτ και του Κέιβ, συνεντεύξεις, making of, ντοκιμαντέρ, τρέιλερ και λοιπά συλλεκτικά. Η ελληνική έκδοση φημολογείται (την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές) ότι θα περιέχει μόνο ένα τρέιλερ.

ΜΑΡΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Νικ Κέιβ Απολογείται...

Για το καλό και το κακό μέσα μας: Γενικότερα, ήθελα να φέρω στο προσκήνιο την ιδέα ότι έχει εξαπλωθεί πολύ στις μέρες μας η θέση ότι υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι. Και αυτή περιττεύει - ξέρεις, ότι υπάρχει το καλό και το κακό μέσα σε όλους. Τις περισσότερες φορές, όμως, οι άνθρωποι τριγυρνούν στα σκοτάδια προσπαθώντας να επιβιώσουν και να σκεφτούν πώς θα ζήσουν.

Για το σάουντρακ: Υπάρχει μια τρομερή ελευθερία όταν σου δίνονται τα θέματα - η δημιουργία της μουσικής γίνεται γρηγορότερα και από ένα δίσκο των Bad Seeds. Αυτό που επιβραδύνει την όλη διαδικασία δημιουργίας ενός δίσκου είναι η σύνθεση των τραγουδιών, αλλά αν έχεις το θέμα μπροστά σου γίνεται απλά υπόθεση τού να φτιάξεις λίγη μουσική που ενεργοποιεί την ταινία ή προσθέτει λίγη λυρική ποιότητα ή κάτι τέτοιο. Δεδομένου αυτού, ο Γουόρεν είχε μεγάλη συμμετοχή στο σάουντρακ. Μεγάλο μέρος της μουσικής προέκυψε από τις ιδέες που σκαρφίστηκε στο δωμάτιό του.

Για τη βία: Κάποιες ταινίες αυτή την εποχή με αρρωσταίνουν γιατί βασικά είναι ανελέητη καταμέτρηση πτωμάτων. Δε νομίζω καθόλου ότι το «Ρroposition» είναι τέτοια - υπάρχουν αυθεντικά ευαίσθητες στιγμές και μια ευφυϊα στο σενάριο και στους διαλόγους. Πρόκειται για ένα αφιλόξενο περιβάλλον. Για το είδος της ταινίας και για την περίοδο στην οποία εκτυλίσσεται, προσωπικά βρίσκω ότι η βία είναι αρκετά περιορισμένη.

Για τη μουσική προσέγγιση: Νομίζω ότι η ταινία που έβλεπα όταν έγραφα το σενάριο ήταν το «Ρat Garrett & Billy The Κid». Ο Μπομπ Ντίλαν έκατσε κι έγραψε κάποια τραγούδια που κολλήθηκαν στην ταινία έτσι ώστε να βγάζουν την ίδια αίσθηση. Εμείς θελήσαμε να το προχωρήσουμε αυτό ένα βήμα μπροστά και να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε κάτι που είχε την αίσθηση εκείνης της εποχής, αλλά ήταν σύγχρονη μουσική. Υπήρχαν, λοιπόν, ακουστικά όργανα, βιολιά, πιάνο, έγχορδα, πολύ τεχνολογία επίσης με λούπες. Προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μουσική που ήταν σύγχρονη, αλλά καταγόταν από κείνη την περίοδο. Θελήσαμε να αποστασιοποιηθούμε από την ιρλανδική παράδοση, αν και τελικά φαίνεται.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ