Big Wednesday

26.07.2007
Η θαλασσινή αύρα, το αλάτι στα σώματα, η μυρωδιά από αντηλιακό, ο παφλασμός των κυμάτων, τα μαγικά χρώματα του δειλινού, η θέα του ωκεανού. Ολα στη συσκευασία μίας ταινίας.

Surfin USΑ


Ποτέ δεν συμπάθησα τον Τζον Μίλιους, και δεν νομίζω πως είμαι ο μοναδικός. Μου ήταν ανέκαθεν ανυπόφορες οι άκρως συντηρητικές πολιτικές απόψεις που έχει εκφράσει κατά καιρούς, η μανία του με την οπλοχρησία, ο μιλιταρισμός που ουδέποτε έκρυψε. Πέρα από αυτό, όμως, δεν μπόρεσα ποτέ να βρω κάτι αληθινά ενδιαφέρον στη σκηνοθεσία του. Ο άνθρωπος ξεκίνησε δημιουργικά από την ίδια παρέα που γέννησε τον Λούκας, τον Κόπολα, τον Ντε Πάλμα και τον Σπίλμπεργκ. Στην διάρκεια μιας τριαντάχρονης καριέρας, όμως, δεν κατάφερε να φτάσει έστω και τις απλά καλές στιγμές όλων αυτών. Ο Μίλιους ολοκλήρωσε τη φοιτητική του ταινία το 1966 και πέρασε ολόκληρη τη δεκαετία του 70 βάζοντας την υπογραφή του σε σενάρια («Τζερεμάια Τζόνσον», «Ενα Μάγκνουμ 44 Για Τον Επιθεωρητή Κάλαχαν», η πρώτη συγγραφική εκδοχή του «Αποκάλυψη Τώρα») και φιλμ, όπως το συμπαθές γκανγκστερικό δράμα «Ντίλινγκερ» και η λιγότερο συμπαθής εξωτική περιπέτεια «Ο Ανεμος Και το Λιοντάρι». Η υπόλοιπη καριέρα του απαριθμεί μια διάσημη, πλην μετριότατη κατά τη γνώμη μου διασκευή κόμικ («Κόναν Ο Βάρβαρος»), ένα τερατώδες σενάριο πατριωτικής φαντασίας («Η Κόκκινη Αυγή») και κάτι σποραδικές ασημαντότητες όπως το «Αποχαιρετισμός Στον Βασιλιά». Δεν είναι παράλογο, συνεπώς, να ισχυριστώ ότι το «Βig Wednesday» παραμένει, τηρουμένων των αναλογιών, το αριστούργημά του. Ισως επειδή ο Μίλιους διάλεγε στη συγκεκριμένη ταινία να παραμερίσει προσωρινά μερικές από τις πιο αντιπαθείς εμμονές του, για να επικεντρωθεί σε μια ιστορία που ήταν φανερά βγαλμένη από καρδιάς και έκρυβε μέσα της κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Πρώτο και βασικότερο; Οι τρεις σέρφερ ήρωες που πρωταγωνιστούν στην ταινία αντλούν από βιώματα του ίδιου του σκηνοθέτη. Οι ακτές και οι θάλασσες της Καλιφόρνια τις οποίες κινηματογραφεί αποτέλεσαν πρωτίστως λημέρια του δικού του παρελθόντος. Δεύτερον, αν και παθιασμένος από μικρός με την έννοια της στρατιωτικής μεθόδου και πειθαρχίας, ο Μίλιους δεν κατάφερε να γίνει ποτέ δεκτός στον στρατό. Κι αυτό λόγω ενός άσθματος, που δεν έπαψε να τον ταλαιπωρεί από την παιδική του ηλικία. Το γεγονός ότι ουδέποτε κατόρθωσε να γίνει ο στρατηγός ή ο πολεμιστής που πάντοτε ονειρευόταν τον οδήγησε να γίνει σκηνοθέτης και σεναρίστας, διοχετεύοντας πολλές από τις φαντασίες του αυτές στα γραπτά και στις ταινίες του. Μια τέτοια φαντασία τρύπωσε και στο «Βig Wednesday».

Το φιλμ διατρέχεται από το ίδιο πομπώδες, macho και στερεότυπα αρσενικό ύφος που έγινε σήμα κατατεθέν κάθε δημιουργίας του Μίλιους. Την ανθρώπινη διάσταση της ιστορίας του κοντράρει όμως εδώ μια μυθολογική διάσταση που δίνει συμβολική και άκρως επικολυρική χροιά στη σταυροφορία των ηρώων να τα βάλουν με το θηριώδες κύμα, τον δυνατό αέρα, τη Φύση που τους ξεπερνά. Υπάρχει επίσης ένα ολόκληρο κεφάλαιο μοντέρνας αμερικανικής Ιστορίας που κάνει την εμφάνισή του παράλληλα με τις μικρο-ιστορίες των χαρακτήρων: Η τρικυμιώδης δεκαετία του 60, η ραγδαία αλλαγή των ηθών και, κυρίως, ο πόλεμος του Βιετνάμ σημαδεύουν ανεξίτηλα τις πορείες των τριών αντρών, όπως απεικονίζονται να περνούν από το ατέλειωτο γλέντι της εφηβείας στο hangover της ενηλικίωσης.

Surfs Up


Τι ακριβώς όμως είναι το «Βig Wednesday», αν όχι ένας συνδυασμός διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών με κεντρικό άξονα την αγάπη του σκηνοθέτη για το σερφ και τη φιλοσοφία του; Beach movie, νοσταλγικό δράμα, συμπυκνωμένη σαπουνόπερα, ταινία παρέας, κοινωνικό μωσαϊκό - όλα περνούν μέσα από την ιστορία τριών νεαρών φίλων που μεγαλώνουν σε κάποια παραθαλάσσια γωνιά της Καλιφόρνια, τιθασεύοντας τα κύματα με τις σανίδες τους. Αποφασισμένοι να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να μην απολέσουν ποτέ την εφηβική τους αθωότητα, οι τρεις all american πρωταγωνιστές κατανοούν πολύ νωρίς ότι το ειδυλλιακό καλοκαίρι της νεότητας είναι γραπτό να σβήσει από τον ορίζοντα με τα πρώτα σύννεφα που γεννά η υποχρέωση να πάρεις τη θέση που σου αρμόζει στον κόσμο των μεγάλων.

Καθώς κυλά ο καιρός, στο μεταξύ, ο ευρύτερος μικρόκοσμος των τριών φίλων μοιάζει να χάνεται κι αυτός οριστικά. Αλλοι σκορπίζουν εδώ κι εκεί, άλλοι κατατάσσονται στον στρατό, άλλοι πεθαίνουν σε κάποιο μέτωπο του Βιετνάμ, άλλοι διαλέγουν τη θαλπωρή μιας οικογένειας, άλλοι φθίνουν μαζί με τον αναχρονιστικό τρόπο ζωής που εκπροσωπούν (όπως ο χαρακτήρας του Μπέαρ). Η ταινία καλύπτει μια χρονική περίοδο δώδεκα χρόνων -από το καλοκαίρι του 1962 μέχρι την άνοιξη του 1974- χωρίζοντας τη δράση σε τέσσερις πράξεις, όσες και οι μετεωρολογικές αλλαγές της κάθε εποχής του έτους. Η συγκεκριμένη αφηγηματική επιλογή δίνει εξαρχής στο φιλμ τον ελεγειακό αέρα που αποζητά. Ταυτόχρονα όμως το ζημιώνει ποικιλοτρόπως: Η δράση χάνει τη συνοχή της από τον επεισοδιακό χαρακτήρα που επιλέγει η πλοκή, το σενάριο πάσχει από έλλειψη εστίασης και σχεδόν όλοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες δεν τυχαίνουν της προσοχής που τους αρμόζει.

Υπάρχει ωστόσο κάτι αναμφισβήτητα συγκινητικό στη λατρεία με την οποία ο Μίλιους μεταφράζει με τους κανόνες των χολιγουντιανών στούντιο κάτι το τόσο προσωπικό, επενδύοντας ένα σωρό χρήματα (η ταινία ήταν από τις πιο δαπανηρές εκείνων των ημερών) για να μπορέσει εν τέλει να αντλήσει από μέσα του κάτι τόσο δικό του. Παρά τις υψηλές προσδοκίες που προηγήθηκαν της εξόδου στις αίθουσες, η εισπρακτική πορεία του φιλμ στάθηκε ανεπαρκής και λίγο έλειψε να κρατήσει οριστικά τον δημιουργό της μακριά από την κάμερα. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, το «Βig Wednesday» απέκτησε φανατικό κοινό στους κύκλους της αμερικανικής σερφ κουλτούρας και σε νεαρούς θεατές που το ανακάλυψαν από τις μεταγενέστερες προβολές του στην τηλεόραση. Για πολλούς από αυτούς, αποτελεί ένα από τα χαμένα αριστουργήματα των ημερών του 70. Οσο κι αν ο χαρακτηρισμός μου φαίνεται υπερβολικός, ομολογώ πως κατανοώ τον πόθο τους...

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

Ο Τζον Μίλιους μιλά για την αγαπημένη του ταινία


> Το «Βig Wednesday» παραμένει μέχρι σήμερα μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ταινίας για μένα και ένα φιλμ για το οποίο εξακολουθώ να συντηρώ μία μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση. Κι αυτό γιατί, κυρίως, πρόκειται για κάτι πολύ προσωπικό. Αλλά και επειδή, στην εποχή της, η ταινία έτυχε πολύ άδικης μεταχείρισης, παρ όλο που οι προσδοκίες γι αυτήν ήταν ιδιαίτερα αυξημένες. Εμεινα εξορισμένος στο περιθώριο απ όλους μετά από αυτή την ταινία. Εχασα ανθρώπους που θεωρούσα φίλους. Κανείς δεν ήθελε να υποστηρίξει κάτι το οποίο θεωρήθηκε κατά γενική ομολογία ως μια αποτυχία. Γιατί δεν κατάφερε να συνδεθεί το «Βig Wednesday» με την εποχή του; Γιατί πιστεύω ότι βρισκόταν αρκετά πιο μπροστά από αυτήν. Κατάφερε, βέβαια, να συναντήσει το κοινό του ετεροχρονισμένα. Μέχρι σήμερα εξακολουθώ να λαμβάνω περισσότερη αλληλογραφία γι αυτήν, παρά για οποιαδήποτε άλλη ταινία μου. Γράμματα θαυμαστών από την Ιταλία, από την Ιαπωνία. Ξέρω τι είναι αυτό που τους αγγίζει τόσο πολύ. Περισσότερο από μια ταινία για το σέρφινγκ, το «Βig Wednesday» είναι αφιερωμένο στη φιλία, τη συναδελφικότητα, την έννοια της παρέας. Από το «Ενα Τρελό Θηριοτροφείο» και το «Πυρετός Το Σαββατόβραδο» μέχρι το «Ρorkys» και το «Diner», τα οποία βγήκαν λίγο αργότερα, υπήρχαν αρκετές ταινίες που έμοιαζαν θεματικά με δική μου. Ολες τους τα πήγαν περίφημα στα ταμεία. Η δική μου, όχι. Καθώς ο χρόνος κυλά, όμως, πιστεύω ότι το «Βig Wednesday» έχει μείνει καλύτερα στη συνείδηση του κόσμου, απ ό,τι το «Πυρετός το Σαββατόβραδο», ας πούμε.

Η ταινία κυκλοφορεί σε ελληνικό DVD από τη Warner/ Audiovisual. Ανάμεσα στα extras της, μετρά κι ένα πολύ ενδιαφέρον μίνι αφιέρωμα με δηλώσεις του Τζον Μίλιους.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ