O Ντέιβιντ και η Εϊμι χωρίζουν. Αυτό όμως δεν είναι το χειρότερο πράγμα που τους συμβαίνει. Οταν τους συναντάμε, ταξιδεύουν για τελευταία φορά μαζί, επιστρέφοντας από ένα οικογενειακό δείπνο στο οποίο κανείς από τους δυο τους δεν έχει τολμήσει να ανακοινώσει το διαζύγιο. Και ο Ντέιβιντ νυστάζει. Το σκοτάδι είναι πηχτό κι ένα ρακούν στη μέση του δρόμου θα τον κάνει να φρενάρει απότομα. Η Εϊμι θα του προτείνει να πάρει αυτή το τιμόνι για λίγο, αλλά αυτός θα αρνηθεί. Και ο εγωισμός του θα κατεδαφιστεί ολοκληρωτικά, όταν ο μοναδικός άνθρωπος που θα συναντήσουν θα του αποκαλύψει ότι ο δρόμος που έχει πάρει είναι λάθος. Το αυτοκίνητο θα σταματήσει για ανεξήγητους λόγους και το μόνο μέρος στο οποίο μπορούν να καταλύσουν για το βράδυ είναι ένα απομονωμένο εκτός λειτουργίας μοτέλ στη μέση του πουθενά.
Το «Αδιέξοδο» ξεκινάει όπως δεκάδες άλλες αμερικανικές ταινίες τρόμου που για χρόνια τώρα έχουν χτίσει σε γερές βάσεις τον μύθο γύρω από το τι αποτρόπαιο ακριβώς μπορεί να σου συμβεί ένα βράδυ -σαν όλα τα άλλα- στο αχανές της αμερικανικής ενδοχώρας. Και συνεχίζει έτσι, ακόμη και όταν ο Ντέιβιντ θα ανακαλύψει βλέποντας μία παλιά βιντεοκασέτα πως το δωμάτιο στο οποίο που τελικά αναγκάζονται να μείνουν είναι στην πραγματικότητα μία παγίδα, στημένη από μία ομάδα που ηγείται ο περίεργος ιδιοκτήτης του μοτέλ και η οποία επιδίδεται στην αποτρόπαια κατασκευή snuff movies, βασανίζοντας και δολοφονώντας με τον χειρότερο τρόπο ανυποψίαστους και άτυχους περαστικούς.
Πατώντας με ακρίβεια πάνω σε όλα τα πιθανά κλισέ που μπορεί κανείς να φανταστεί, ο Ούγγρος Νιμρόντ Αντάλ (σ.σ. ο οποίος έφτασε στο Χόλιγουντ μετά τη διεθνή καλλιτεχνική επιτυχία της πρώτης του ταινίας, «Κontrol» του 2003) κάνει ωστόσο τη διαφορά. Οχι μόνο γιατί κατασκευάζει ήδη από την πρώτη σκηνή μία ατμόσφαιρα αποσύνθεσης που αντανακλά πρωτίστως την (σωματική και ψυχολογική) κόπωση του ζευγαριού, αλλά γιατί η πρόθεσή του είναι καθαρή και μένει τέτοια μέχρι και το φινάλε. Αποτίοντας ύστατο φόρο τιμής στον Αλφρεντ Χίτσκοκ και στην πιο εμφανή σινεφιλική αναφορά που δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το «Ψυχώ» (προσέξτε τους τίτλους της αρχής, τη μουσική που φέρνει μνήμες από παρτιτούρες τπυ Μπέρναρντ Χέρμαν και τη διακόσμηση του μοτέλ), επιδίδεται συνειδητά σε μία άκρως ενδιαφέρουσα σπουδή πάνω στις τεχνικές του σασπένς και της «τρομάρας» αποφεύγοντας κάθε πιθανή και εύκολη λύση.
Κλείνοντας τη δράση μέσα σε ένα χώρο (ειρωνικά αυτή είναι η γαμήλια σουίτα του μοτέλ) και οδηγώντας τους ήρωές του σε αντίστροφη «έξοδο» μέσα από ένα κλειστοφοβικό τούνελ που ενώνει τα δωμάτια του μοτέλ, ο Αντάλ στην πραγματικότητα χτίζει πάνω σε ένα κατά βάση απλό (και στιγμές απλοϊκό) σενάριο μία αγωνιώδη και καταιγιστική ιστορία επιβίωσης. Ενα ενορχηστρωμένο, κατά στιγμές ενοχλητικό και τελικά απολαυστικό θρίλερ που βρίσκει κοινά ανάμεσα στην ηδονοβλεψία των ψυχοπαθών «κινηματογραφιστών» και στα απεγνωσμένα βλέμματα κατανόησης που ανταλλάσσουν οι δύο ήρωες στην προσπάθεια τους να ξεπεράσουν τα προβλήματα της σχέσης τους και να εμπιστευτούν -έστω και για μία τελευταία φορά- ο ένας τον άλλον.
Και αν λίγο πριν το τέλος χάνει το ρυθμό του προκειμένου να «βγάλει» επιτέλους τους ήρωες του στο φως, ας συγχωρεθεί. Για τον επιπλέον και πολύ σημαντικό λόγο ότι σε μία εποχή που ο τρόμος και το θρίλερ μοιάζουν να είναι οχήματα φτηνών ορέξεων και συρραφή κλισέ που κανείς δεν τολμά ούτε να ειρωνευτεί πόσο μάλλον να ανατρέψει, ο Αντάλ επιμένει κλασικά.
dvd extras Κομμένες σκηνές, εναλλακτική εναρκτήρια σκηνή, μία σειρά από snuff movies που ανατριχιάζουν και συνεντεύξεις με τους «επιζώντες» Κέιτ Μπεκινσέιλ και Λουκ Γουίλσον. Ο,τι θα μπορούσε να περιγραφεί ως μία απολαυστική νύχτα τρόμου... στο σπίτι και τίποτα που να δικαιολογεί την μη έξοδο της ταινίας στις αίθουσες την ίδια στιγμή που απείρως πιο ανεγκέφαλα και διόλου τρομακτικά υβρίδια καταλαμβάνουν με θράσος μία θέση στις εβδομαδιαίες κινηματογραφικές πρεμιέρες.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ
Ο Νιμρόντ Αντάλ μιλάει για...
Την Πρώτη Φορά Στο Χόλιγουντ: Είχα τρομάξει στη σκέψη, γιατί έχω ακούσει ιστορίες για το πόσο περιορίζουν τη δημιουργικότητα των σκηνοθετών. Αλλά τελικά όλα πήγαν καλά. Εξέφρασα κάποιες απόψεις για το σενάριο και αποδέχτηκαν τις αλλαγές μου. Από τη στιγμή που φτάσαμε στο σκηνικό και ξεκινήσαμε το γύρισμα αλλά και μέχρι το τέλος του μοντάζ προσπαθούσα να εξηγώ συνεχώς τι είναι αυτό που κάνω και για ποιο λόγο το κάνω. Υπήρξαν πολύ δεκτικοί στις διαθέσεις μου. Νομίζω πως τελικά ήταν μία χαρά. Οσον αφορά το δημιουργικό κομμάτι, έκανα αυτό που σκέφτηκα πως ήταν το καλύτερο και το στούντιο δεν μου έφερε καμία αντίρρηση.
Τις Ταινίες Τρόμου: Είναι παράξενο, γιατί όταν ήμουν μικρότερος, στα 12 ή στα 13 είχα εθιστεί στις ταινίες τρόμου. Θυμάμαι ότι με έναν φίλο μου βλέπαμε ταινίες όπως το «Μothers Day», περίεργα φιλμ όπως το «Future Κill», το οποίο ήταν πιο πολύ επιστημονική φαντασία. Λάτρευα τον αυθεντικό «Σχιζοφρενή Δολοφόνο Με Το Πριόνι», τη σειρά του «Εφιάλτη Στο Δρόμο Με Τις Λεύκες», το «Ηalloween». Αλλά δεν είχα ποτέ σκεφτεί να ακολουθήσω αυτή την οδό. Οι ταινίες τρόμου σήμερα ενδιαφέρονται περισσότερο για το gore, για το σπλάτερ. Εμείς θέλαμε να ασχοληθούμε με το σασπένς. Μου αρέσει ο τρόμος, αν εξυπηρετεί την ιστορία, αλλά αν βρίσκεται εκεί μόνο για να σοκάρει και να προκαλέσει, δεν με ενδιαφέρει.
Ένα Πιθανό Αμερικάνικο Ριμέικ Του Κontrol: Νομίζω πως κάποια στιγμή υπήρχε η σκέψη, αν και προσωπικά εγώ δεν συζήτησα ποτέ με κανέναν. Δεν νομίζω πως θα λειτουργούσε ως ριμέικ γιατί ένα από τα πράγματα που είναι σημαντικά στην ταινία είναι αυτό το επάγγελμα των ελεγκτών εισιτηρίων, που στην Αμερική δεν υπάρχει. Θα μπορούσες να τους μετατρέψεις σε αστυνομικούς του μετρό αλλά δεν είναι το ίδιο. Αυτό που τους έκανε αξιολάτρευτους ήταν το γεγονός ότι έκαναν αυτό το περίεργο επάγγελμα. Δεν είμαι σίγουρος πως η «μετάφραση» του σε αμερικάνικο έδαφος θα λειτουργούσε.