Two-Lane Blacktop

31.01.2008
Ενας υπαρξιακός «Ξένοιαστος Καβαλάρης» για μια εποχή που τελειώνει, μια χώρα που αλλάζει, μια δεκαετία που πεθαίνει και μία που γεννιέται

Ενας υπαρξιακός «Ξένοιαστος Καβαλάρης» για μια εποχή που τελειώνει, μια χώρα που αλλάζει, μια δεκαετία που πεθαίνει και μία που γεννιέται

Ολα είναι δρόμος

Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία ο Μόντε Χέλμαν έφτασε πολύ κοντά στο να συναντήσει την αναγνώριση που του άξιζε. Τυχοδιωκτικός σκηνοθέτης, πρώην συνεργάτης του Ρότζερ Κόρμαν και δουλεύοντας διαρκώς στο περιθώριο των στούντιο, ο Χέλμαν είχε προηγουμένως βρει στο γουέστερν ιδανικό καταφύγιο για τις ελλειπτικές αφηγήσεις και τις μεταφορικές θεματικές του, υπογράφοντας δυο μικρά κομψοτεχνήματα: το «Ride In The Whirlwind» στα 1965 και το «Τhe Shootist», δυο χρόνια μετά. Την καθοριστική εκείνη περίοδο που ο «Ξένοιαστος Καβαλάρης» γινόταν η επιτυχία-φαινόμενο και μαζί η σημαία μιας ολόκληρης γενιάς, το Χόλιγουντ άρχισε να αναζητά επίμονα την επόμενη ταινία που θα μπορούσε να αναχθεί σε έμβλημα της τότε αντι-κουλτούρας, με τον ίδιο τρόπο που η δημιουργία του Ντένις Χόπερ το είχε καταφέρει. Ο Χέλμαν είχε την προοπτική μιας τέτοιας ταινίας στα χέρια του: ένα αινιγματικό και αλληγορικό σενάριο - από δυο πρωτοεμφανιζόμενες και σχετικά νεαρές σε ηλικία πένες- που σκιαγραφούσε με τον πιο απαισιόδοξο τρόπο την Αμερική των αρχών του 70 μέσα από την περίπτωση δυο νεαρών φίλων που διασχίζουν την ενδοχώρα, κερδίζοντας το χαρτζιλίκι τους από στοιχήματα για παράνομους αγώνες ταχύτητας στους οποίους συμμετέχουν. Ο Οδηγός και ο Μηχανικός -όπως μας τους συστήνει το σενάριο- τρέχουν αδιάκοπα τη Σεβρολέτ τους από τη μία κούρσα στην άλλη, προσθέτοντας αλλεπάλληλα χιλιόμετρα στο κοντέρ τους, ανταλλάσσοντας ελάχιστες κουβέντες μεταξύ τους και πραγματοποιώντας το ίδιο συνεχές ταξίδι. Οι δυο ήρωες δεν έχουν όνομα, δεν έχουν παρελθόν, δεν έχουν προορισμό. Το μόνο που τους ενώνει είναι μια ψυχωτική αγάπη για τα αυτοκίνητα και την ηδονή της ταχύτητας. Οι ατέλειωτοι αυτοκινητόδρομοι, τα εστιατόρια στην άκρη της ασφάλτου, τα βενζινάδικα στη μέση του πουθενά γίνονται το προσωρινό τους σπίτι.

Ενα νεαρό κορίτσι αποφασίζει να περιπλανηθεί μαζί τους. Δηλώνει ότι δεν έχει να χάσει τίποτα και τους ακολουθεί. Προσπαθεί να κάμψει το συναισθηματικό τείχος που έχουν υψώσει γύρω τους. Σύντομα όμως συνειδητοποιεί πόσο πεισματικά σφαλιστό είναι αυτό το ιδεοληπτικό σύμπαν στο οποίο οι δυο άντρες έχουν επιλέξει να κατοικήσουν. Από το τιμόνι της γυαλιστερής του Πόντιακ, ένας υπερφίαλος μεσήλικας άντρας με το όνομα G.T.O. προσκαλεί λίγο αργότερα τους δύο ήρωες σε αναμέτρηση. Οποιος τερματίσει πρώτος στη διαδρομή από το Νέο Μεξικό στην Ουάσινγκτον κερδίζει το αμάξι του άλλου. Η κούρσα ξεκινά. Για τους τέσσερις ασυνήθιστους επιβάτες της, δεν θα τελειώσει ποτέ.

«Ποτέ δεν μπορείς να τρέξεις αρκετά γρήγορα»

Παρ όλο που η αρχική μορφή του σεναρίου δεν τον ικανοποίησε αρκετά, ο Μόντε Χέλμαν βρήκε κάτι εξαιρετικό στην ιστορία των δύο περιθωριακών νεαρών και της παθολογικής προσκολλήσεώς τους σε μια ιδέα. Το ίδιο συναίσθημα φαίνεται να συμμεριζόταν και η εταιρεία Universal που χρηματοδότησε το φιλμ και έδωσε στον σκηνοθέτη τον πλήρη καλλιτεχνικό έλεγχο, νομίζοντας ότι είχε βρει σε αυτό τον επόμενο «Ξένοιαστο Καβαλάρη». Ο Χέλμαν προσέλαβε για τον ρόλο του G.T.O. τον Γουόρεν Οουτς, με τον οποίο είχε συνεργαστεί στην προηγούμενή του ταινία. Διάλεξε, ωστόσο, να αναθέσει τους πρωταγωνιστικούς ρόλους όχι σε κανονικούς ηθοποιούς, αλλά σε δυο απαίδευτους ερμηνευτικά μουσικούς: τον τραγουδοποιό Τζέιμς Τέιλορ και τον ντράμερ των Beach Boys (και σόλο τραγουδιστή) Ντένις Γουίλσον. Ο μοναδικός γυναικείος χαρακτήρας της ταινίας κατέληξε ύστερα από πολύμηνες οντισιόν στη 18χρονη Λόρι Μπερντ που, εφτά χρόνια αργότερα, έβαλε απότομα τέλος στη ζωή της.

Τον Απρίλη του 1971 κι ενώ το φιλμ δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στις αίθουσες, το περιοδικό Esquire του χάριζε στο εξώφυλλό του μια υποψηφιότητα για «Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς». Τέτοια ήταν η σιγουριά για την αίσθηση που αναμενόταν να προκαλέσει το «Τwo-Lane Βlacktop» ώστε στο εσωτερικό του δημοφιλούς εντύπου δημοσιευόταν και το σενάριο - ένα προνόμιο που ουδέποτε είχε δοθεί σε ταινία. Μια κλιμακούμενη αίσθηση προσμονής άρχισε να βαραίνει από εκείνη τη στιγμή τις πλάτες του Μόντε Χέλμαν και του υπαρξιακού του road movie. Τον Ιούλιο, το πολυαναμενόμενο φιλμ κυκλοφορεί στα σινεμά εν μέσω εξαιρετικά φειδωλών κριτικών που παραπονιούνται για την ασάφεια της ιστορίας και των ηρώων, για τον υπερβολικά μεταφορικό χαρακτήρα του σεναρίου, για τη μονότονη υποκριτική του Τέιλορ και του Γουίλσον. Η πρώτη φουρνιά θεατών που μπαίνει να δει την ταινία εγκαταλείπει μουδιασμένη. Μακριά από την απλοϊκή σαφήνεια του «Ξένοιαστου Καβαλάρη», ο Μόντε Χέλμαν προσφέρε στο δικό του φιλμ μια πλοκή-φάντασμα και δυο χαρακτήρες που μοιάζουν με θολές κουκκίδες στο ανοιχτό σινεμασκόπ τοπίο. Στερούσε επιπλέον από το κοινό του όχι μόνο κάποιες απαντήσεις αλλά και ένα υποτυπώδες, έστω, φινάλε που θα μπορούσε να βάλει κατακλείδα στην αδιέξοδη πορεία των ηρώων.

Το τέλος του ταξιδιού

Η ταινία αντλούσε ασφαλώς σημασίες και έννοιες από το οικείο και πολυχρησιμοποιημένο λεξικό της εποχής: νεανική αλλοτρίωση, απουσία νοήματος, σύγκρουση του παλιού κόσμου με τον καινούργιο, η μεγάλη αμερικανική αποξένωση όπως τη βιώνουν δυο γενιές αντρών και μαζί μια ολόκληρη χώρα. Ολα βρίσκονταν ωστόσο κρυμμένα πίσω από τις βαριές σιωπές και τα άδεια βλέμματα των ηρώων. Ο σκηνοθέτης δεν άφηνε τίποτα να εκδηλωθεί. Το «Τwo-Lane Βlacktop» δεν είχε κάποια σαφή και ξεκάθαρα διατυπωμένη δήλωση να κάνει. Την απελπισία του μπορούσες να τη μαντέψεις ή να την αισθανθείς. Ο Χέλμαν έκανε την ταινία του να μοιάζει με το θλιμμένο χανγκόβερ μετά το μεθύσι των sixties. Με το ξύπνημα σε ένα ταξίδι για το πουθενά. Το φιλμ που καίγεται στο φινάλε, αφήνοντας ήρωες και ιστορία να αιωρούνται, είναι ίσως μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της αμερικανικής οθόνης του 70. Φυλακίζει μέσα στο παγωμένο πλάνο το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Και την αγωνία γι αυτό που ξημερώνει. Γι αυτό που έρχεται. Ή πολύ απλά γι αυτό που απομένει. Η αποτυχία της ταινίας έκοψε οριστικά κάθε προσπάθεια του σκηνοθέτη να αγγίξει ένα ευρύτερο κοινό. Μετά το «Τwo-Lane Βlacktop», ο Χέλμαν επέστρεψε στον γνώριμό του κόσμο, εκείνο των φτηνών, προσωπικών ταινιών που ελάχιστοι επρόκειτο να δουν. Μέχρι σήμερα χαμογελά πικρά όταν κάποιος μνημονεύει το «Τwo-Lane Βlacktop» ως μια από τις καλύτερες δημιουργίες της δεκαετίας του 70.

Ο Μόντε Χέλμαν μιλά
Για την αποτυχία της ταινίας «Ο Λου Γουόσερμαν, τότε επικεφαλής της Universal, είδε την ταινία και δεν του άρεσε. Ισως αυτό να εξηγεί το γιατί το φιλμ έτυχε παθητικής μεταχείρισης από την εταιρεία παραγωγής και δεν προωθήθηκε αρκετά. Το άφησαν μόνο του να πεθάνει. Ο Νεντ Τάνεν, ένας από τους αντιπροέδρους της εταιρείας, είχε εγκρίνει εκείνο τον καιρό ένα πρόγραμμα καλλιτεχνικών ταινιών μέσα στο οποίο βρίσκοταν το γουέστερν The Hired Hand του Πίτερ Φόντα και το The Last Movie του Ντένις Χόπερ. Η αρνητική στάση του Γουόσερμαν απέναντι στο δικό μου φιλμ ήταν ο τρόπος του να δείξει στον Τάνεν ότι η υποστήριξη των ταινιών αυτών δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα και πως θα έπρεπε να επιστρέψουν στην παραγωγή εμπορικών δημιουργιών».

Λουκάς Κατσίκας

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ