Κωνσταντίνος Τζούμας

21.05.2007
Μία συζήτηση για το σινεμά μαζί του δεν μπορεί να είναι απλά μία συζήτηση για το σινεμά. Από τις ξέφρενες νύχτες στη Νέα Υόρκη μέχρι τις σημερινές μέρες ραδιοφώνου και από την τραβεστί Ούρσουλα μέχρι τον παπά του «Ηappy Day»...

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα και τον Μανώλη Κρανάκη
Φωτoγραφίες: Charlie Makkos

Rolling Stone

Μία τόσο μακρινή απουσία

Η πρώτη ερώτηση είναι ίσως και η πιο προφανής: Γιατί δεν παίζετε πλέον στο σινεμά;

Συνέβη ένα βάρος από τη διαπίστωση της ματαιότητας. Είχα πάρει τα πρώτα δείγματα την εποχή που ήμουν στη Νέα Υόρκη. Οταν έβλεπα στα διπλανά τραπέζια, σε νυχτερινά στέκια κραιπάλης και ηδονής, μορφές του σινεμά και του θεάτρου σε κατάσταση Βατερλό. «Αυτό είναι όλο;» έλεγα. «Δεν έχει κανένα νόημα;» Ημουν πολύ νέος ακόμη. Αλλά και μεγαλώνοντας, την ίδια άποψη διατηρούσα. Οταν μάλιστα άρχισα να παίζω στο θέατρο και κάποια στιγμή έκανα το «Περιμένοντας Τον Γκοντό», όλα μου φαίνονταν έκτοτε γελοία. Συν το γεγονός ότι το σινεμά το νεοελληνικό είχε πέσει σε ανυποληψία. Δεν το έβλεπε ο κόσμος. Οι αμοιβές ήταν συμβολικές. Ρωτούσες και σου απαντούσαν «η τέχνη δεν έχει τιμή». Και ταυτόχρονα υπήρχε και μία διάθεση για πλάκα. Γίνονταν παρεϊστικες ταινίες. Ο Ζερβός, ο Νικολαϊδης, καθένας με τον τρόπο του. Επίσης δεν μου άρεσε που οι γυναίκες στις ταινίες δεν ήταν γοητευτικές. Για κάποιο λόγο είχαν αποφασίσει όλοι ότι μας αφορά μόνο ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Εγώ δεν έκανα ποτέ σινεμά ή θέατρο για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Αυτό το να εκφραστώ ντε και καλά μέσω της τέχνης, έτσι κι επειδή. Για μένα ίσχυε το αντίθετο. Μου άρεσε μέσα από το σινεμά και το θέατρο να ζήσω κοσμοπολίτικη ζωή, ταξίδια, δονκιχωτισμούς, τέτοια. Είχαμε, έπειτα, μεγαλώσει κόντρα στην εποχή. Οχι με ελληνικό σινεμά, αλλά με Μπουνιουέλ, Βισκόντι, Αντονιόνι, Κουροσάβα, νέο εγγλέζικο σινεμά, ακόμη και τις ελαφρές ταινίες του Φιλίπ Ντε Μπροκά. Εδινες μάχη, θυμάμαι, τότε. Για τη «Σιωπή» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ο Δημήτρης Ψαθάς είχε γράψει χρονογράφημα στην πρώτη σελίδα των Νέων. Αποκαλούσε την ταινία «αίσχος», «πορνογράφημα». Και εμείς πηγαίναμε σαν τρελοί να τη δούμε. Θυμάμαι να βλέπουμε την «Εκλειψη», να πέφτει μούντζα στην οθόνη και εμείς να φωνάζουμε υπέρ και να απαντάμε στους αντιρρησίες «δεν μπορούμε να σας εξηγήσουμε, αλλά κάτι γίνεται εδώ». Τότε ήταν μία περίοδος που αυτά ήταν αγωνιστικά. Ηταν στάση ζωής να επιλέξεις Φελίνι, Μπουνιουέλ κόντρα στον ελληνικό κινηματογράφο, που ήταν ανύπαρκτος. Δεν είχε ούτε ένα γοητευτικό πρόσωπο, δεν υπήρχαν λεφτά, τα σενάρια δεν ήταν ολοκληρωμένα, οι δημιουργοί τους «τα έγραφαν για να τα καταργήσουν», άκουγες διάφορα τέτοια καταπληκτικά. Ταυτόχρονα παρουσιάστηκε και αυτό το αφόρητο και ψυχοβγάλτικο είδος του «δημιουργού». Δεν έφτανε που δεν είχαμε επαγγελματίες, έσκασε μύτη και αυτό το σύμπτωμα, το οποίο κάλυπτε την αδυναμία τού να χειρίζεσαι την κάμερα με δεξιοτεχνία. Και ξαφνικά αυτή η αδυναμία πήρε το όνομα «ποίηση». Μα ποίηση γράφει και ο Ντίλαν Τόμας και ο Εζρα Πάουντ και δεν ξέρω κι εγώ ποιος ανόητος. Το ίδιο είναι; Θα τρελαθώ.

Ολον αυτό τον καιρό, δεν βρέθηκε, ωστόσο, κάποιο σενάριο που να σας δελεάσει;

Από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να ασχολούμαι. Με κάλυπταν όσα έκανα στο θέατρο. Ανακάλυψα ξανά το μυθιστόρημα, που είχα αφήσει εν ονόματι της εικόνας και του ήχου. Εγώ ήμουν παιδί -βιβλιοφάγος. Εγκατέλειψα το διάβασμα στην εφηβεία γιατί το σινεμά, η μουσική, το ροκ εν ρολ μας έδωσε και καταλάβαμε.

Στη μητέρα μου, από την άλλη, δεν άρεσαν οι ελληνικές ταινίες και έτσι δεν μας πήγαινε να τις δούμε. Καμία φορά νιώθω άσχημα όταν βρίσκομαι σε παρέες και μιλούν για όλες αυτές τις τσαχπινιές και τα τρεχαλητά, τις γραφικότητες του ελληνικού κινηματογράφου, όπου αρκούσε να είσαι ο αστείος του καφενείου και έκανες καριέρα. Τους λέω «θυμάστε τι σινεμά υπήρχε διεθνώς εκείνη τη εποχή;» Και όλοι απαντούν «μα, μην αρχίσουμε τις συγκρίσεις». Γιατί να μην τις αρχίσουμε; Υπήρχαν παλιά κάποιοι άνθρωποι σε αυτή τη χώρα που πήγαν να κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα, τα οποία δεν έπιασαν. Οπως ο Γιώργος Τζαβέλας. Η τότε ελληνική οθόνη, όμως, επαναπαυόταν σε κάτι αστεία του υπογαστρίου. Σε καρικατούρες.

Δεν υπήρξε κάποιος σκηνοθέτης με τον οποίο να θέλατε πραγματικά να συνεργαστείτε;

Ξέρετε κάτι; Δεν συνάντησα ποτέ σκηνοθέτη που να έχει τόσο αυξημένες απαιτήσεις από μένα, ώστε να με κάνει να ανασκουμπωθώ και να ριχτώ με τα μούτρα στη δουλειά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι έφτασα κάποια στιγμή να μην παίζω, αλλά να υπάρχω απλά ως φυσιογνωμία.

Επιμείνατε, συνεπώς, σε εμφανίσεις σε ταινίες φίλων.

Ακόμα και σε εκείνους είπα ότι είναι προτιμότερο να διαλέγουν κάποιον άλλο, που θα το κάνει καλύτερα, που θα αφοσιωθεί. Δεν ανήκω στους ανθρώπους που αφοσιώνονται. Περνάω μία αγάπη, έναν έρωτα για κάποια πράγματα και μετά τα ξεχνάω, πάω παρακάτω, δεν μπορώ να κολλήσω για πολύ σε κάτι. Είτε αυτό λέγεται τέχνη, είτε βιολογία, είτε ένα κορμί. Εχω πάντα μία τάση για ενατένιση του τίποτα.

Ιστορίες της Νέας Υόρκης

Δεν επιχειρήσατε να εκμεταλλευτείτε τα χρόνια παραμονής σας στην Αμερική προκειμένου να κυνηγήσετε μια καριέρα ηθοποιού;

Δεν είχα αποφασίσει ντε και καλά να κάνω τέτοια καριέρα. Οταν ζούσα στη Νέα Υόρκη, είχα έναν ατζέντη. Νωρίς ένα πρωινό, με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει: «Θα πας στο τάδε θέατρο, κάνουν κάστινγκ για τον «Ανθρωπο Από Την Γαλλία 2». Δεν θέλω να αλλάξεις τίποτε από το στυλ σου- αυτά τα μάξι που φοράς, τα γένια, το σκουλαρίκι. Θέλουν έναν μεσογειακό τύπο, επικίνδυνο, λεπτό, ψηλό, γωνιώδη». Ταίριαζα. Πάω εκεί και συναντώ 1500 άτομα σαν εμένα να περιμένουν στην ουρά. Από Νότια Γαλλία, Αργεντινή, Μεξικό, Γιουγκοσλαβία... Ολοι λεπτοί, ψηλοί, μελαχρινοί και γωνιώδεις. Την «έκανα» αμέσως. Βρήκα και μια μελαχρινή με μάτια καλειδοσκοπικά, τύπου «Lucy In The Sky With Diamonds», μου είπε ότι μένει απέναντι και είχε μία καλύτερη ιδέα για το πώς να περάσουμε τη μέρα. Την ακολούθησα και περάσαμε μαζί εξαιρετικά.

Δεν προέκυψε καμιά άλλη κινηματογραφική πρόταση για εσάς στην Αμερική;

Μου έγιναν προτάσεις για δοκιμαστικά στο Λος Αντζελες, αλλά πίστευα ότι με ζητούσαν μάλλον λόγω σωματότυπου. Μου πρότειναν όμως κάποτε να παίξω σε ένα αρτιστίκ πορνό. Μία ιστορία με ένα γκρουπ χορευτών που ξεμένει παραμονή Πρωτοχρονιάς στη μέση του πουθενά, ο δρόμος τους οδηγεί σε μία βίλα αστών που γιορτάζουν και τελικά καταλήγουν όλοι σε μία παρτούζα. Η εμπειρία υποσχόταν χίλια δολάρια στο χέρι. Πήγα, λοιπόν, στο δοκιμαστικό. Μου είπαν «γδυθείτε». Με ξάπλωσαν σε ένα ντιβάνι. Μου ζήτησαν να έρθω σε στύση. Και καθοδόν της στύσης, άρχισαν να με φιλμάρουν. Τρελάθηκα! Τον ίδιο καιρό, μία φίλη μου είπε να δουλέψω ως μετρ σε ένα κομψό ρεστοράν. Λίγες ώρες, καλά λεφτά. Δέχτηκα. Για το αν γυρίστηκε τελικά ποτέ το συγκεκριμένο πορνό, δεν έμαθα.

Την ίδια εποχή, το 70 υπήρχε εδώ στην Ελλάδα η διάθεση να γίνουν παρόμοια τρελά πράγματα; Καλλιτεχνικό πορνό, underground ταινίες...

Δεν υπήρχε. Ο πιο ακραίος σε ιδέες ήταν τότε ο Πανουσόπουλος. Αλλά δεν προχώρησε το πράγμα. Εδώ είχαν όλα πέσει στο επίπεδο του γελοίου. Γκουσγκούνης, «γαμάτε γιατί χανόμαστε» και τέτοια. Θυμάμαι βρέθηκα στο Αγρίνιο για μια προβολή του «Τα Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη» και, για να με ευχαριστήσει, μία παρέα ροκάδων με πήγε σε ένα drive in. Επαιζε πορνό σε δεκαπεντασύλλαβο! «Μα τι σου κάνω Γκόλφω μου και έλα παραμέσα και μην το χώνεις πιο πολύ γιατί πονάει μέσα.» Δεν το πίστευα! Ολα αυτά στην Ελλάδα ήταν του περιθωρίου. Ενώ στην Αμερική λίγο ο Γουόρχολ, λίγο ο Τζον Γουότερς τα είχαν κάνει συνείδηση.

Υπάρχει κάτι διαχρονικά μυθικό γύρω από τη Νέα Υόρκη της εποχής στην οποία αναφερόμαστε. Ηταν όντως έτσι τα πράγματα;

Ενα από τα πρώτα πράγματα που μου έκανε εντύπωση εκεί ήταν η δημοκρατικότητα. Υπήρχε μία απενοχοποιήμενη σωματικότητα. Και η Αθήνα ήταν ξεσαλωμένη τότε. Κι εδώ υπήρχαν sex, drugs and rocknroll, κατά τη διάρκεια μάλιστα της Χούντας ακόμη πιο πολύ, όπως γίνεται πάντα σε ζόρικες καταστάσεις. Η Νέα Υόρκη ήταν όμως και επικίνδυνη. Κι αυτό την έκανε πιο σέξι. Ηταν πολύ «ανοιχτά» τα πράγματα. Δεν ετίθετο θέμα για κάτι. Συναντούσες απίθανους ανθρώπους. Ο καθένας έλεγε τη γνώμη του. Και τον άκουγες. Η διασημότητα ήταν στο διπλανό τραπέζι. Στο πάνω διαμέρισμα. Και οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Δεν θυμάμαι ποτέ να με σταμάτησαν κάπου για face control. Θυμάμαι μια φορά που είχε έρθει ο Αλέξης Μινωτής και ζήτησε να τον βγάλουμε έξω «στα μέρη τα δικά μας». Εμείς, με την τότε σύντροφό μου, πηγαίναμε στα underground μαγαζιά, με τις drag queens κ.λ.π. Τον πάμε, λοιπόν, στο Maxs Kansas City. Φτάνουμε εκεί, ανοίγει η πόρτα και ρίχνει μία ματιά: New York Dolls, Αλις Κούπερ, Ντε Νίρο στα πρώτα του βήματα. Και μας λέει «Αυτό δεν είναι κλαμπ, είναι η Κόλαση του Δάντη!» (γελάει)

Γύρνα Πίσω

Γιατί γυρίσατε πίσω στην Ελλάδα;

Νομίζω ότι η Νέα Υόρκη έπαιξε ρόλο απελευθερωτικό, απενοχοποιητικό για μένα. Μου άρεσε γιατί εκεί ανακάλυψα μέσα μου έναν εαυτό που ξεσάλωνε, ήταν ωραίος τύπος και ακομπλεξάριστος. Ομως καθώς περνούσε ο καιρός, μου προέκυψε το μέτρο και δεν έβρισκα νόημα σε ακόμη μία εμπειρία, ακόμη ένα κορμί, ακόμη μία βραδιά. Αρχισε να παίζει πιο πολύ ρόλο η συντροφικότητα, η παρέα.

Πόσο ισχυρό ήταν το σοκ του να επιστρέφει κάποιος στην Ελλάδα του 1975, μετά από μακροχρόνια παραμονή στο εξωτερικό;

Το πρώτο που διαπίστωσα επιστρέφοντας ήταν οι μικρές διαστάσεις των πάντων. Τα κτίρια και οι δρόμοι έμοιαζαν με χαρτοκοπτική. Μου έκανε εντύπωση πόσο ελαφρά ήταν τα βουνά. Εμοιαζαν με σκηνικά που κάποιος σκηνογράφος θα μπορούσε να αλλάξει στην επόμενη στροφή. Υπήρχε, εντούτοις, και εδώ ένας αέρας ελευθερίας, τρέλας. Είχαν γυρίσει πολλοί συνομήλικοι από Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι όπου είχαν σκορπίσει την περίοδο της χούντας. Ηταν ο Μάνος Χατζιδάκις, καλλιτεχνικοί αυτοσχεδιασμοί. Ηταν πολύ ευφορικό το κλίμα. Πέσανε και κάτι έρωτες, το ένα έφερε το άλλο και ξεγελάστηκα και έμεινα, ενώ είχα σκεφτεί να γυρίσω ξανά Νέα Υόρκη.

Ενα χρόνο αφότου επιστρέψατε, πραγματοποιείτε το κινηματογραφικό σας ντεμπούτο σε μία από τις καλύτερες ταινίες του εγχώριου σινεμά: το «Ηappy Day» του Παντελή Βούλγαρη. Ηταν 1976.

Ναι. Μου είχε, βέβαια, κάνει την πρόταση ο Παντελής όσο βρισκόμουν ακόμη στη Νέα Υόρκη. Με ρώτησε αν μπορούσα να έρθω καλοκαίρι στην Ελλάδα για μία ταινία με τίτλο «Ηappy Day». Μου είπε ότι είχε να κάνει με τη Μακρόνησο- όχι ότι είχα καταλάβει και πολύ τι εννοούσε- και ότι θα έπαιζα τον... παπά. «Μα πώς σου ήρθε αυτό;» ρώτησα. «Εγώ είμαι μέσα στο ροκ εν ρολ, τις μαριχουάνες και τα ξεσαλώματα». Μου είπε πως δεν συμφωνεί. «Εγώ άλλο βλέπω σε σένα». Και έτσι ήρθα και έγινε η ταινία.

Το 1979, ο Νίκος Νικολαϊδης σάς δίνει έναν από τους βασικούς ρόλους στα «Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμη». Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του έρχεται τότε να εκπροσωπήσει κάτι εντελώς αντίθετο από την κραταιά άποψη περί ελληνικού σινεμά.

Ξέρετε τι έκανε αυτή η ταινία; Δημιούργησε την εντύπωση ότι κάτι ενδιαφέρον ετοιμαζόταν να γίνει. Γεννούσε την ψευδαίσθηση ότι η ατμόσφαιρα παρέας με την οποία γυρίστηκε θα μπορούσε να έχει συνέχεια. Θυμάμαι να μου μεταφέρουν από μακριά το κλίμα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου διαγωνιζόταν η ταινία, γιατί εγώ δεν είχα ανέβει. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι βραδιά ήταν αυτή» μου έλεγαν για την προβολή. Απέκτησε επιτέλους φωνή μια Ελλάδα που μέχρι τότε ήταν μόνο οι πολιτικές νεολαίες. Και έγινε χαμός. Και η «Γλυκιά Συμμορία» έκανε αίσθηση. Εγώ μετά από αυτό περίμενα ότι ο Νίκος θα ανοιχτεί, γιατί ήταν τρομερά διαβασμένος. Αλλά αυτός άρχισε να το σφίγγει, να το σφίγγει. Να παλεύει με τις σάρκες του.

Να μιλήσουμε λίγο για τον Νικολαϊδη; Δεδομένου ότι εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποτελεί μία αιρετική περίπτωση δημιουργού...

«Λένι Ρίφενσταλ του ελληνικού σινεμά» τον είχε αποκαλέσει ο Βακαλόπουλος. Τρομερή οργάνωση, τρομερή πειθαρχία. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ότι ήταν ένας από τους λίγους στην Ελλάδα που πίστευε στην έννοια της συλλογικής δουλειάς, της συνεργασίας. Πόνταρε στην παρέα για ιδέες. Μας ρωτούσε. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν έκανε πραγματικότητα όλα αυτά τα υπέροχα σχέδια που είχε στο μυαλό του και για τα οποία συζητούσαμε. Ισως αν υποχρεωνόταν να κάνει διαφημιστικά για να επιβιώσει, να είχε υπογράψει διαφορετικές ταινίες. Αν υπήρχε, πάντως, κάτι με το οποίο πάντοτε έπρεπε να παλέψει ο Νίκος, αυτό ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Η δεξιοτεχνία του. Και οι εμμονές του.

Κι αν είμαι cult μην με φοβάσαι

Με τα «Κουρέλια» αποκτήσατε έναν χαρακτηρισμό cult ηθοποιού, ο οποίος σας ακολούθησε για πολλά χρόνια αργότερα. Πώς νιώθατε γι αυτό;

Θυμάμαι ότι όποτε τύχαινε να πάμε επαρχιακή περιοδεία με το θέατρο, όλοι με γνώριζαν από τα «Κουρέλια». Ή από τα «Βαποράκια» του Παύλου Τάσιου, τα οποία είχαν δει πολλοί στην επαρχία σε βίντεο. Εκεί υποδυόμουν μια τραβεστί, την Ούρσουλα. Την έκανα επίτηδες δευτεροκλασάτη, γιατί δεν είχα ποτέ γνωρίσει καμία τραβεστί ταλαντούχα. Εξαιτίας αυτού του ρόλου μου συνέβησαν διάφορα περίεργα. Ερχονταν ντόπιοι στα καμαρίνια και με ρωτούσαν πονηρά τι θα κάνω το βράδυ και τέτοια. Είχε πλάκα η ιστορία, κυρίως γιατί με βοήθησε να καταλάβω κάτι: Παρά τις όποιες καλλιτεχνικές μου αντιρρήσεις, οι δουλειές μας ήταν άμεσες. Είχαν αντίκτυπο. Δεν περνάγανε ντούκου. Το διαπίστωσα όσες φορές βρέθηκα εκτός Αθηνών. Η Αθήνα είναι και λίγο μπλαζέ.

Μετά τον Νικολαϊδη και ένα μικρό πέρασμα από τους «Απέναντι», σας συναντάμε στο «Ρεμπέτικο», σε δυο ταινίες του Τσιώλη...

...και μετά διαπίστωσα ότι όλοι μας σε αυτή η παρέα είχαμε αρχίσει να γινόμαστε το ίδιο σε κάθε ταινία. Μας ήθελαν όλοι να υποδυόμαστε ήρωες κυνικούς, είρωνες. Είχαν μανία με το αστραφτερό περιθώριο: τραβεστί, πρεζόνια κτλ. Αφού όμως κάλυψα όλη την γκάμα, κάποια στιγμή βαρέθηκα. Οταν ήμασταν νέοι, μπερδεύαμε το σινεμά με τη ζωή. Θέλαμε να γίνουμε όλες αυτές οι μυθικές φυσιογνωμίες που αντικρίζαμε στην οθόνη. Βλέπαμε μία καμπαρντίνα του Γουόρεν Μπίτι στην «Υπόθεση Πάραλαξ» και ψάχναμε στο Μοναστηράκι να τη βρούμε. Οταν αποφασίσαμε να γίνουμε ηθοποιοί, πιστεύαμε ότι θα υπήρχαν και οι ευγενείς στα θεωρεία. Οπως γινόταν παλιά.

Το «Ακροπόλ» ήταν η τελευταία σας εμφάνιση στον κινηματογράφο. Ενδώσατε σε αυτήν λόγω φιλίας με τον Βούλγαρη;

Με φώναξε ο Παντελής επειδή είχε πρόβλημα με κάποιον ηθοποιό που είχε επιλέξει και ήθελε να τον συνοδεύσω στη Σόφια, όπου έκανε γυρίσματα. Εκεί βέβαια είχαμε άλλα, γιατί καθένας από τους συμμετέχοντες ηθοποιούς είχε τον τρόπο του. Ο Λευτέρης Βογιατζής ήθελε επτά πρόβες με την κάμερα για να αποφασίσει πώς θα παίξει. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ο Παντελής, που ήταν πολύ γλυκός. Ηταν ιδιαιτέρως όμορφη η όλη εμπειρία. Και όπως συνήθως συμβαίνει, όταν περνάς ωραία στα γυρίσματα μιας ταινίας, σε περιμένει μετά ψυχρολουσία. Ενώ στην πρεμιέρα έγινε χαμός, με το που βγήκε το «Ακροπόλ» στα σινεμά έπιασε τους κριτικούς μια τρέλα. Μας κατηγορούσαν για διάφορα.

Δυσκολευτήκατε ποτέ να πάρετε τους κριτικούς με το μέρος σας;

Στο «Ηappy Day» ακούστηκαν μόνο καλά. Μετά τα «Κουρέλια» άρχισαν οι αμφισβητήσεις. Ηταν και αυτή η μανία με τα λαϊκά παιδιά. Λες και όλοι οι υπόλοιποι γεννηθήκαμε στις Βερσαλίες.

Αναρωτιέστε καμιά φορά πώς εξελίχθηκαν δημιουργικά όλοι οι ταλαντούχοι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαστήκατε στο ξεκίνημα της καριέρας τους;

Είναι σίγουρο ότι όλη αυτή η γενιά των σκηνοθετών, των ηθοποιών, των καλλιτεχνών έχει αλλάξει πορεία. Οχι μόνο εδώ, παντού. Και του γαλλικού Μάη οι ηγετικές φυσιογνωμίες σε καμιά τράπεζα πια θα δουλεύουν. Τότε υποτίθεται ότι ειρωνευόμασταν κάποια πράγματα. Οταν άρχισε να τίθεται θέμα επιβίωσης, βέβαια, το πράγμα σοβάρεψε. Αλλά έτσι γίνεται: ό,τι ειρωνευόμαστε, στο τέλος το λουζόμαστε.

Ηδονιστής σε σύνταξη

Δίνετε την εντύπωση ενός πρώην ηδονιστή σε σύνταξη. Σαν να ζήσατε εξαιρετικά έντονα και ξαφνικά αποφασίσατε πως ήρθε η ώρα να ηρεμήσετε.

Εχετε απόλυτο δίκιο. Υπάρχει μία ακηδία, μια έλλειψη δράσης, μία νωθρότητα. Απορώ πια αν κάποια πράγματα τα έχω κάνει εγώ. Τα ακούω όταν τα αφηγείται κάποιος άλλος, σαν να πρόκειται ίσως και για λάθος. Με μερικά πράγματα όμως έκοψα. Μου λένε καμία φορά «πάμε να δούμε την τάδε παράσταση» και τους απαντώ «αρκετά με την Τέχνη, ρε παιδιά». Ενα ego trip έχει γίνει κι αυτή. Για μία ακόμη φορά θα δω έναν κύριο σε μια αποθήκη που θέλει ντε και καλά να αποδείξει και γω δεν ξέρω τι. Δεν είναι καιρός πια να παραστήσω τον ευαίσθητο που θέλει να δει την ανθρώπινη ψυχή βαλμένη στο ανατομικό τραπέζι για να της κάνουμε κατάδυση. Δεν είναι αυτά τα πράγματα ούτε της γενιάς μου ούτε της φυλής μου. Εγώ θέλω όλα να έχουν την εικόνα ευφορικού παιχνιδιού. Να είναι ελαφρά, χαριτωμένα. Δεν καλώ κανέναν να ιδρώσει μαζί μου και να αγκομαχήσει και να αισθανθεί τα συγκαμένα σκέλια μου, επειδή με ενοχλούν πράγματα όπως «η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα» γιατί η ζωή είναι μία κατακόμβη, να την ανοίξουμε και να την κοιτάξουμε με το μικροσκόπιο. Βαριέμαι. Υπάρχουν ένα σωρό άλλες τέχνες που κάνουν αυτό το πράγμα πολύ καλύτερα.

Θα συμφωνήσετε ότι σας διακρίνει μια οικειοθελής ελαφρότητα;

Δεν μπορώ να πάρω τίποτα στα σοβαρά. Παρ όλο που η γενιά η δική μου είναι σημαδεμένη και από άγονους έρωτες και από φιλίες που σαλτάρανε και από ανθρώπους πολλούς που έχουν χαθεί. Δεν ξέρω πώς βγήκε αυτή η ελαφράδα. Σαν μέθοδος επιβίωσης μου φαίνεται εμένα. Υπήρχε μονίμως κάτι που με συγκρατούσε, όταν εγώ ήθελα να χάσω τον εαυτό μου. Δεν τα κατάφερνα. Υπήρχε πάντοτε μία εσωτερική πειθαρχία. Ασχετα από το πόσο έξαλλα ήταν τα ξενύχτια και οι έρωτες, εγώ κάποια στιγμή έριχνα μία κομψή καμπαρντίνα επάνω μου και αποχωρούσα. Αλλοι έμεναν για τη συνέχεια...

Σκεφτήκατε ποτέ γιατί;

Αναζητούσα πάντα το επόμενο. Μπορεί να πει κανείς πως ήμουν ένας συλλέκτης εμπειριών. Τώρα μου τέλειωσε και αυτό. Ναι. Βαριέμαι πια. Εχω ενθουσιασμό για μία συντροφικότητα, ένα ωραίο γεύμα, μία ωραία βόλτα στο πουθενά και για κανένα σκοπό. Μου έχει φύγει και η περιέργεια που είχα από μικρός για το κορμί του άλλου. Δεν το έχω πια. Ντρέπομαι πλέον κι ο ίδιος να γυμνωθώ. Οχι εξαιτίας της φθοράς του χρόνου. Ανακαλύπτω απλά πως αυτά που είχα όταν ήμουν παιδί σταδιακά επιστρέφουν. Ξαναγυρίζω προς τα πίσω. Μικρός ήμουν πάρα πολύ ντροπαλός και στο σπίτι μας δεν υπήρχε καμία έκθεση του κορμιού. Υπήρχε πολλή αγάπη, πολιτισμός, κλασικές μουσικές, αλλά μου πήρε χρόνια να περπατήσω ξυπόλυτος το καλοκαίρι. Και τώρα είναι σαν να επιστρέφω στην προεφηβική περίοδο. Εχω μία συστολή. Θέλω χιλιάδες σκοτάδια και πέπλα για να γυμνωθώ.

Σας αποδίδουν συχνά το κλισέ του «ροκ» ατόμου, ως φιλοσοφία και στάση ζωής. Θεωρείτε ότι είστε κάτι τέτοιο;

Δεν υπήρξα ποτέ τεντιμπόι. Να ρίξω στο δάσκαλο γιαούρτι. Αν όμως ροκ εν ρολ σημαίνει κάτι που κυλάει συνεχώς, δεν ξέρεις πού πηγαίνει και μέσα του χωρά τους πάντες, τότε ναι, δέχομαι τον χαρακτηρισμό ευχαρίστως. Μου αρέσει.

«Ασχετα από το πόσο έξαλλα ήταν τα ξενύχτια και οι έρωτες, εγώ κάποια στιγμή έριχνα μία κομψή καμπαρντίνα επάνω μου και αποχωρούσα. Αλλοι έμεναν για τη συνέχεια...»

Η τέχνη δεν έχει τιμή;

«Μερικά πράγματα αναγκάζεσαι να τα κάνεις, γιατί έχεις ανάγκη το χρήμα. Ασχετα αν η τέχνη δεν έχει τιμή, όπως μου είπε κάποτε η Τώνια Μαρκετάκη. Με είχε καλέσει να παίξω σε μία ταινία επιστημονικής φαντασίας, την οποία γύρισε μόνο για δέκα ημέρες και διέκοψε, ελλείψει χρημάτων. Μου είπε καταπληκτικά πράγματα η Τώνια. Πως έβλεπε σε μένα τον Ερμή και κάτι περίεργα, με την είσοδο στον κάτω κόσμο και Αχερουσίες, πως αυτό που έκανε ήταν βασισμένο στους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού, ναι, ναι, ναι, αλλά δεν μιλούσε καθόλου για το οικονομικό. Εγώ, από την πρώτη στιγμή που γύρισα από τη Νέα Υόρκη, είχα αποφασίσει ότι δεν θα την κάνω αυτή τη δουλειά ούτε συμβολικά ούτε επειδή είμαι ψώνιο. Θα την κάνω κανονικά. Να υπάρχει ένας στοιχειώδης επαγγελματισμός. Και μου είπε πως η Τέχνη δεν έχει τιμή. Κι εγώ της απάντησα πως «ναι, η τέχνη είναι πολύ μεγάλη για να έχει τιμή. Αλλά εγώ που είμαι μικρός, έχω.» Μου απαντά εκείνη: «Τι να κάνω, να σου δώσω από τα προσωπικά μου λεφτά;» Και της είπα να μου δώσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι γυναίκες υπήρξαν γενναιόδωρες μαζί μου. «Εχεις χιούμορ» μου λέει. Λίγες μέρες μετά, τα λεφτά τελείωσαν και η ταινία ματαιώθηκε.»

«Θέλω όλα να έχουν την εικόνα ευφορικού παιχνιδιού. Να είναι ελαφρά, χαριτωμένα.»

Το «ταξίδι» που ματαιώθηκε


«Πέρασα από όλους, μέχρι και από τον Αγγελόπουλο. Με φώναξε κάποτε στο γραφείο του και μου είπε διάφορα για μια ταινία. «Πολύ ωραία όλα αυτά» του είπα «και πολύ αρτιστίκ, αλλά θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι που βρίσκεται στο στόμα όλων των ηθοποιών και που ίσως δεν θα έπρεπε να στο πω: Στα πόσα μέτρα θα με φιλμάρεις;». Χαμογέλασε, μου είπε ότι έχω χιούμορ και με διαβεβαίωσε πως ειδικά σε αυτήν την ταινία, έχω αποφασίσει να πλησιάσω τον άνθρωπο. Μιλούσε για το «Ταξίδι Στα Κύθηρα», που θα ξεκινούσε με μία αυτοκτονία, έναν μονόλογο καταπληκτικό, ένα κορμί γυμνό που πετάει στον αέρα και περιμένουν κάτω πυροσβέστες να το πιάσουν. Ζήτησα ένα εκατομμύριο ως αμοιβή. Κι εκεί σταμάτησε το πράγμα...»

«Οταν ήμασταν νέοι μπερδεύαμε το σινεμά με τη ζωή. Θέλαμε να γίνουμε οι μυθικές φυσιογνωμίες που βλέπαμε στην οθόνη.»

Η πρώτη ταινία που είδα στη ζωή μου


«...ήταν η «Ντόλτσε Βίτα». Θυμάμαι ότι την είδα με τον πατέρα μου, όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Μάλιστα του είπα ψέματα πως μας έβαλαν έκθεση για το «φιλοσοφικό» τάδε της ταινίας.

Ο πατέρας μου απόρησε: «Μα, πώς σας έβαλαν έκθεση για μία ταινία που είναι Αυστηρώς Ακατάλληλη; Του είπα «δεν ξέρω, ρώτα τον γυμνασιάρχη.» Και πήγαμε στο Ολύμπιον του Πειραιά, γιατί εκεί μεγάλωσα. Είχε προβολές από τις δέκα-δώδεκα το πρωί. Και βλέπω την ταινία. Και παθαίνω πλάκα! Ταυτίστηκα με τον Μαρτσέλο, τα πουκάμισα του, όλα. Δεν το πίστευα. Και ο πατέρας μου, είχε μείνει άφωνος. «Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράγμα» έλεγε. Του είχε κάνει εντύπωση. Πολλά χρόνια μετά, κάποια στιγμή του 80, βρέθηκα φιλοξενούμενος στη Χίο. Θα περνούσε μια φίλη να με πάει βόλτα στο νησί και, καθώς ετοιμαζόμουν για να βγω, πετυχαίνω την «Ντόλτσε Βίτα» στην τηλεόραση. Είχα να τη δω από μικρός και είπα να χαζέψω λίγο. Στο τέλος δεν πήγα στο ραντεβού. Εμεινα μέσα και την είδα ξανά όλη. »

Διακοπές στο Long Island


Θυμάμαι πήγαμε στη Μακρόνησο να κάνουμε τα γυρίσματα του «Ηappy Day» και κάναμε πλάκα - την αποκαλούσαμε Long Island και τέτοια. Ο (πρωταγωνιστής) Στάθης Γιαλελής είχε έρθει εκεί με μία φίλη του, ξένη, η οποία είχε φρικάρει. Είχε ακούσει στην αρχή Long Island και πίστευε ότι θα βρισκόταν σε ένα κοσμοπολίτικο νησί όπου θα γίνεται της τρελής. Το πρωί θα γυρίζουμε ταινία και το βράδυ θα πηγαίνουμε στις ντίσκο. Ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτό το γυμνό τοπίο, γεμάτο φαντάρους και φίδια, χωρίς γυναίκες. Επαθε σοκ. Θυμάμαι επίσης όταν φιλμάραμε την σκηνή όπου οργάνωνα τη γιορτή των κρατουμένων. Σταματάει ξαφνικά ένα λουξ κότερο εκεί στην παραλία που γυρίζαμε, με το κατάστρωμα γεμάτο από beautiful people. Ο ιδιοκτήτης του, παραγωγός του BBC, περνούσε κάθε χρόνο από εκείνο το σημείο και ενθουσιάστηκε που για πρώτη φορά είδε το νησί γεμάτο κόσμο και μάλιστα από ανθρώπους του σινεμά. Μας φώναξε όλους για γεύμα στο κότερο. Ηταν το highlight των γυρισμάτων.