Είδαμε τη Μεγάλη Χίμαιρα στο Πορεία [και παραμείναμε εραστές της]

10.10.2016
Χίμαιρα: Ι. Σκοπός, επιθυμία που δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, ουτοπία ΙΙ. Μυθολογικό τέρας με κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά δράκοντα. (λεξικό Κοινής Νεοελληνικής, Τριανταφυλλίδη).

Και ξεκινάμε από τον πλήρη ορισμό της λέξης Χίμαιρα, ακριβώς γιατί είδαμε την πολυσυζητημένη «Μεγάλη Χίμαιρα» που παρουσιάζεται στο θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου. Και Χίμαιρα είναι το ανέφικτο της ζωής μας, το ουτοπικό, το άπιαστο…

Η Μαρίνα Μπαρέν και οι Χίμαιρές της. Αυτό είναι εν συντομία το θέμα του βιβλίου του Μ. Καραγάτση. Μία όμορφη, δηλαδή, Γαλλίδα που πέρασε όλη της την εφηβεία μέσα στη ντροπή εξαιτίας της ερωτικής συμπεριφοράς της μητέρας της, που μετά το θάνατο του πατέρα της έβγαζε λεφτά ως πόρνη. Μοναδική της διέξοδος η μελέτη του ελληνικού πολιτισμού. Γίνεται ελληνολάτρης, γράφει και μιλάει στα αρχαία ελληνικά απταίστως, παίρνει το διδακτορικό της στη Μήδεια… Όταν η μητέρα της πεθαίνει, της αφήνει μία μεγάλη χρηματική κληρονομιά. Η Μαρίνα, όμως, θέλει να φύγει από τη Γαλλία. Κυνηγάει τις δικές της Χίμαιρες και κλείνει το παρελθόν της σ΄ ένα μυστικό κουτί που δεν θα ξανανοίξει ποτέ. Γνωρίζει έναν όμορφο Ελληνα εφοπλιστή τον Γιάννη Ρείζη, τον ερωτεύεται, τον παντρεύεται και τον ακολουθεί στη Σύρο, στο πατρικό του σπίτι στην Επισκοπή. Ερχόμενη σε επαφή, όμως, με την ίδια τη χώρα των ονείρων της δεν είναι όλα όπως τα περίμενε: το δραματικό τοπίο, τραχύ κι αισθησιακό ταυτόχρονα, την παρασύρει σε μια μοιραία δίνη πάθους με τον αδελφό του άνδρα της, πυροδοτεί τα παλιά ψυχολογικά της τραύματα και την οδηγεί στην αυτοκαταστροφή.

Ο Καραγάτσης με τη Μεγάλη Χίμαιρα μάς παραδίδει ένα άρτιο και λεπτομερές ψυχογράφημα μιας γυναίκας που μοιάζει να βγήκε από αρχαία τραγωδία. Μιας γυναίκας που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τη γεμάτη πάθος και πάθη Μήδεια. Μιας γυναίκας που πρέπει να απασχόλησε πάρα πολύ τον συγγραφέα, καθώς ονόμασε ακόμη και την ίδια του την κόρη Μαρίνα...
Ο εγγονός του συγγραφέα, ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Τάρλοου, έρχεται δεκαετίες μετά να συστήσει το έργο αυτό στο ευρύ κοινό ανεβάζοντάς το στο σανίδι… Παίρνει αυτό το ρίσκο, μολονότι γνωρίζει καλά πως το βιβλίο αυτό βρίθει λυρισμού και ατέρμονων περιγραφών. Περιγραφών που άπαξ και «μπεις» μέσα τους γίνεσαι αυτόματα και εραστής τους. Γιατί η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα βιβλίο που οι λάτρεις του επιστρέφουν σ΄αυτό ξανά και ξανά. Ίσως, γιατί ακόμη έχει στις σελίδες του αυτό το άπιαστο, το ανέφικτο, αυτό που συνειδητά ή υποσυνείδητα όλοι κυνηγούμε... Ίσως γιατί το τέλος του αποτελεί μία από τις πιο τραγικές, αλλά και σοκαριστικές καθάρσεις που έχουμε διαβάσει από τη λογοτεχνία της γενιάς του ’30. «Όλα εν τέλει καίγονται κάτω από το σκληρότατο ελληνικό φως. Και οι ήρωες σαν μύγες μαγεύονται από το άγνωστο, για να γίνουν παρανάλωμα σε μια στιγμή…» Αυτή ακριβώς τη στιγμή περιγράφει ο Καραγάτσης.

Σίγουρα, λοιπόν, ένα τέτοιο βιβλίο δεν το επιλέγει κάποιος εύκολα για να το μεταφέρει στο θέατρο. Ιδίως αν κουβαλά και το ψυχολογικό βάρος να είναι εγγονός του συγγραφέα. Ο Τάρλοου το τόλμησε και μάλιστα εις διπλούν, καθώς ανέβασε φέτος το έργο με μία εντελώς νέα διανομή, κρατώντας μόνο το κεντρικό πρόσωπο, την Αλεξάνδρα Αϊδίνη στο ρόλο της Μαρίνας Μπαρέν.

Στη δεύτερη αυτή διανομή φαίνεται πως βρήκε τα σωστά του «πατήματά» του και μας παρέδωσε ένα καθαρόαιμα αστικό θεατρικό έργο με έξοχους συμβολισμούς, αλλά και μία ευφάνταστη μείξη κινηματογραφικών προβολών και θεατρικής δράσης. Η σκηνοθετική του ματιά ήταν σαφής. Αξιοποίησε ως επί το πλείστον κάθε δραματικό στοιχείο του κειμένου, μολονότι –μοιραία- είχε αφαιρεθεί στη διασκευή του Στρατή Πασχάλη το μεγάλο λυρικό κομμάτι του, και έδωσε μεγάλη εσωτερική και δραματική ένταση στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων του έργου. Έκανε τη γλώσσα του Παλαμά και την Σοφόκλεια Αντιγόνη να κυλά γάργαρη στο στόμα των ηθοποιών και ενέταξε τους πρωταγωνιστές σε φορτισμένα ιψενικά τρίγωνα που έκοβαν πραγματικά την ανάσα. Μέσα σε όλο αυτό το σισύφειο εγχείρημα του, δεν ήταν δυνατό να μην υποπέσει και σε κάποια ατοπήματα: ιδιαίτερα προς το τέλος που η πλοκή γίνεται ιδιαίτερα πυκνή, νιώσαμε πώς επισπεύδεται αδικαιολόγητα γρήγορα η τελική κορύφωση. Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς τις δυσκολίες της μεταφοράς αυτής, το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό, ιδιαίτερα για όλους όσοι δεν έχουν έρθει σε επαφή με το βιβλίο…

Ως προς τη διανομή, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ήταν ιδανική στο ρόλο της Μαρίνας, καθώς έδωσε μία πολύ εύθραυστη, αλλά απολύτως ισορροπημένη ερμηνεία, κάνοντάς μας απόλυτα συμμέτοχους στα διλήμματά της, στις επιλογές της, αλλά και στο διαρκές κυνήγι του ανέφικτου. Η Μαρίνα που μας χάρισε είναι βγαλμένη κυριολεκτικά από τις σελίδες του βιβλίου: αέρινη, ευαίσθητη, σχεδόν πορσελάνινη, έτοιμη να την πάρει ο νησιώτικος αέρας της Σύρου, έτοιμη να γίνει τροφή στα καβούρια... Ο Δημήτρης Μοθωναίος ενσάρκωσε μοναδικά το ρόλο του Μηνά, καθώς έδωσε στον ήρωά του Καραγάτση σωστές δόσεις μυστηρίου και ερωτισμού. Οι δυο τους μας μετέδωσαν τον ηλεκτρισμό του έρωτά τους μέσα από τα βλέμματά τους και μας χάρισαν μία εξαιρετικά χορογραφημένη, έντονη, σχεδόν ζωώδη ερωτική σκηνή.

Εξαιρετική η Σμαράγδα Σμυρναίου στο ρόλο της Ρείζαινας, της απόλυτης Ελληνίδας μάνας που δεν μπορεί να ανεχτεί τη Γαλλίδα νύφη στο σπίτι της. Πραγματικά έξοχο το φορτισμένο συγκινησιακά φιλί του τελευταίου αποχαιρετισμού που έδωσε στο γιο της Μηνά. Σπαρακτική και η Καίτη Μανωλιδάκη στο ρόλο της Αννεζιώς, της Κασιώτισσας, γυναίκας ναυτικού που περιγράφει τόσο ανατριχιαστικιά τη ζωή των γυναικών όπως αυτή. Ο Μάξιμος Μουμούρης κατάφερε να σταθεί πολύ καλά στο ρόλο του Γιάννη Ρεϊζη, μολονότι σε κάποια σημεία δεν εξέφρασε απόλυτα το δυναμισμό του χαρακτήρα του. Το ίδιο καλή στάθηκε στους ρόλους της (Λιλή –Καλλιόπη, Βιετναμέζα Πόρνη) και η Ειρήνη Φαναριώτη.

Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στην εξαιρετική μουσική της Κατερίνας Πολέμη που έδωσε ξεχωριστό χρώμα στην παράσταση και της χάρισε ένα απογειωτικό τέλος, καθώς και στα ατμοσφαιρικά και ρομαντικά σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου.

Αξίζει να δει κάποιος τη Μεγάλη Χίμαιρα; Ήταν μία από τις λίγες φορές που βιώσαμε ένα τόσο αποθεωτικό χειροκρότημα από το κοινό το οποίο φώναζε όρθιο πνιγμένα σε αναφιλητά "μπράβο". Αυτό από μόνο του δίνει μία απάντηση στο ερώτημα.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]