Είδαμε τους Ξένους στο Εθνικό σε σκηνοθεσία Ν. Μαστοράκη

09.04.2016
Το έργο του Σέρτζι Μπελμπέλ «Ξένοι» σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη είδαμε από το Εθνικό Θέατρο στο Νέο Rex με τους Εμίλ Γκριγκόροφ, Λυδία Κονιόρδου, Μαρσέλα Λένα, Γιάννη Μαυρόπουλο, Θέμη Πάνου, Δημήτρη Πασσά, Παντελή Παπαδόπουλο, Κρις Ραντάνοφ, Δανάη Σκιάδη, Νικόλα Χανακούλα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Πρόκειται για ένα σημαντικό και πολύ επίκαιρο σύγχρονο έργο, με θέμα τη «διαφορετικότητα» και τη διαχρονική ανάγκη των ανθρώπων για συνύπαρξη, αποδοχή και αλληλοκατανόηση. Δύο οικογένειες. Δύο διαμερίσματα. Το ένα πάνω από το άλλο. Δύο χώροι που κλείνουν μέσα τους τις ζωές και τις ιστορίες ανθρώπων διαφορετικών μεταξύ τους και παράλληλα τόσο όμοιων. Οι μεν Ελληνες, οι δε ξένοι. Διαφορετική κουλτούρα, διαφορετικοί τρόποι έκφρασης. Καμία σημασία δεν έχει. Γιατί παρά τη διαφορετικότητά τους είναι στη βάση τους άνθρωποι με συναισθήματα, καταβολές και συμπλέγματα. Η δε βία είτε είναι λεκτική είτε είναι σωματική σε μια οικογένεια, αφήνει σημάδια. Και δυστυχώς σπάνια αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή.

Η σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη ήταν απόλυτα στοχευμένη και ξεκάθαρη παρά τα πολλά τα επίπεδα ανάγνωσης του έργου και τους πολλαπλούς συσχετισμούς των ηρώων. Μέσα σ΄ένα λιτό διαμέρισμα (σκηνικά Εύα Νάθενα) κατέδειξε εύστοχα όλα τα συμπλέγματα της ελληνικής και όχι μόνο οικογένειας σε βάθος χρόνου, αλλά και πολλά από τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας. Τα αόρατα δεσμά που μας δένουν με τα πατρικά και μητρικά πρότυπα, το πως αυτά “σφραγίζουν” το ίδιο μας το μέλλον, η μετουσίωσή μας στους ίδιους τους γονείς μας, το βάδισμά μας στα δικά τους χνάρια και η ίδια... μοίρα που μας επιφυλάσσουν οι επιλογές μας. Είτε είμαστε Ελληνες είτε ξένοι η ιστορία είναι ίδια και απαράλλαχτη. Μπορεί ο χρόνος να περνά, οι άνθρωποι να αλλάζουν, κάποια πράγματα όμως μένουν στη βάση τους ίδια.

Αυτή η συνέχεια και η ομοιογένεια των ανθρώπων έγινε ανατριχιαστικά κατανοητή από το γεγονός πως οι ίδιοι ηθοποιοί έπαιζαν διπλούς ρόλους. Ο Θέμης Πάνου έδωσε μία φυσική και πειστική ερμηνεία που απέσπασε την ιδιαίτερη συμπάθειά μας. Ως πατέρας αδύναμος, σχεδόν ευνουχισμένος, παραδομένος σε μία απόλυτα κυριαρχική γυναίκα- σύζυγο. Ως γιος ομοφυλόφιλος, δειλός, εγκλωβισμένος σε κοινωνικές συμβάσεις και δεσμά, καταφέρνει να ισορροπήσει όταν πια έχει χάσει την ουσία της ζωής. Η Λυδία Κονιόρδου έδωσε μία στιβαρή ερμηνεία. Μολονότι δεν κατάφερε να ισορροπήσει απόλυτα στο ρόλο της παντοκράτειρας μητέρας και να ελέγξει τις εξάρσεις της (μας θύμισε λίγο την ερμηνεία της στο “Παιχνίδι του Τέλους” στο θέατρο Τέχνης), ήταν εκπληκτικό το πως ενσάρκωσε το ρόλο της ενήλικης κόρης αργότερα. Εντυπωσιακή η κινησιολογία της, που θύμιζε πολύ τον τρόπο στησίματος της νεότερης εκδοχής της (που ερμήνευε η Δανάη Σκιάδη). Αψεγάδιαστη η ερμηνεία της Δανάης Σκιάδη, καθώς ατάφερε να ακροβατήσει με επιτυχία στον απαιτητικό της ρόλο της νεαρής κόρης. Αυτής που μην αντέχοντας τα ασφυκτικά οικογενειακά δεσμά, δραπέτευσε μετά το θάνατο της μητέρας της, αναζητώντας μάταια μία καλύτερη ζωή. Ο Δημήτρης Πασσάς είχε κάποιες πολύ δυνατές στιγμές στο διττό ρόλο του γιου. Εξαιρετικός ως εύθραυστος, φοβισμένος, χωρίς να μπορεί να εκφράσει τον πραγματικό εαυτό του και τη σεξουαλικότητα του γιος μιας κυριαρχικής μάνας, αλλά και σκληρός, σχεδόν κενός συναισθημάτων έφηβος ως γιος μιας μάνας που αργοπεθαίνει μπροστά στα μάτια του. Ο Νικόλας Χανακούλας στο ρόλο του ενήλικα πια μετανάστη που έχει καταφέρει να σπουδάσει και να κάνει μια ακαδημαϊκή καριέρα, μας γοήτευσε. Ιδιαίτερα δυναμικός ο Κρις Ραντάνοφ μας έπεισε στο ρόλο του μετανάστη πατέρα αρχικά και εν συνεχεία του καθ΄όμοίωσιν του πρωτότοκου αλκοολικού υιού, δεν κατάφερε ωστόσο να αποφύγει κάποια καρικατουρίστικα ξεσπάσματα.

Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Και βέβαια, γιατί αποτελεί ένα εύστοχο σκιαγράφημα της δόμησης της κοινωνίας μας και ταυτόχρονα ένα ρεαλιστικό ψυχογράφημα της ανθρώπινης πορείας προς την ενηλικίωση.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]