Εντυπωσιακός Οθέλλος με νέον, νερό και κάμερες

09.08.2010
Παγκόσμια πρεμιέρα του σαιξπηρικού «Οθέλλου» την Παρασκευή στην Επίδαυρο από τη βερολινέζικη Σαουμπίνε, σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμαϊερ, σε μία παραγωγή που άξιζε να την έχει δει ο θεατής, μια και κατάφερε να συνδυάσει τη σημερινή οπτική πάνω σε ένα κλασικό κείμενο με καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και την αποδοχή του κοινού.

Παγκόσμια πρεμιέρα του σαιξπηρικού «Οθέλλου» την Παρασκευή στην Επίδαυρο από τη βερολινέζικη Σαουμπίνε, σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμαϊερ, σε μία παραγωγή που άξιζε να την έχει δει ο θεατής, μια και κατάφερε να συνδυάσει τη σημερινή οπτική πάνω σε ένα κλασικό κείμενο με καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και την αποδοχή του κοινού.

Αν και -ακόμη και σήμερα που για τρίτη φορά (πέρυσι και πριν από 22 χρόνια) «επισκέπτεται» ο Σαίξπηρ το επιδαύριο αλώνι- υπάρχει ο σκεπτικισμός και η αμφιβολία «ταιριάζει ή δεν ταιριάζει κάτι άλλο, εκτός από αρχαίο δράμα, στην Επίδαυρο...», η παράσταση με την αρτιότητά της έδωσε τη δική της απάντηση στον προβληματισμό. Το ίδιο έπραξε και το κοινό, οι περίπου 4.000 θεατές της πρεμιέρας (κι άλλοι τόσοι την επομένη), οι οποίοι με ηχηρά «μπράβο» και παρατεταμένο χειροκρότημα στο φινάλε (και πολλές αυλαίες) επικρότησαν, όχι μόνο το ανέβασμα αλλά και την επιλογή του.

Ολοκληρωμένη πρόταση, γοητευτική, ατμοσφαιρική παράσταση, που κρατούσε αμείωτο το ενδιαφέρον στις 2.40’ ώρες που διήρκεσε, ήταν ο «Οθέλλος» σε σκηνοθεσία Τόμας Οστερμαϊερ.

Διαβασμένος στον Σαίξπηρ ο σκηνοθέτης, καθαροί οι ρόλοι, σύγχρονη η σκηνοθετική άποψη, αλλά με δομή και σκεπτικό πίσω από την τελευταία λεπτομέρεια. Πρωτοπορία ναι, όχι προς χάριν εντυπωσιασμού αλλά αναζήτησης συγγένειας του κειμένου με την εποχή μας. Οψη εντυπωσιακή, με φωτισμούς και νέον, νερό, αντανακλάσεις και κάμερες που «ζούμαραν» σε συγκεκριμένες στιγμές, προβολές σχεδόν συνεχείς και ποικίλες, ζωντανή μουσική. Το κοινό γέλασε σε αρκετά σημεία με την ειρωνεία του έργου που (εδώ) δεν χάθηκε -αντίθετα, υπογραμμίστηκε- και χάρηκε ηθοποιούς πρώτης γραμμής.

Εν ολίγοις, τον συγκλονιστικό Ιάγο του Στέφαν Στερν με τα πολλά πρόσωπα - ζηλόφθονος, αδίστακτος, αριβίστας, αχρείος, άτιμος, δόλιος, συκοφάντης. Ο πρωταγωνιστής οργανώνει τη δολοπλοκία του και βάζει μπρος τα άνομα σχέδιά του κρατώντας μικρόφωνο, ντυμένος στα λευκά, με ένα λευκό σακάκι με παγιέτες στο πέτο, θυμίζοντας κομπέρ ή ροκ σταρ. Τον Οθέλλο του Σεμπάστιαν Νακάγιεφ, «θαμπός» στην αρχή, έχτισε τον ρόλο σιγά σιγά, με μαεστρία, για να φτάσει στην κορύφωση.

Γενναία ψυχή, αξιοπρεπής, τίμιος, πιστός, πρότυπο στρατιώτη, καλόπιστος, σχεδόν αγαθός πέφτει στην παγίδα του σημαιοφόρου του. Η Δυσδεμόνα της Εύας Μέκμπαχ, αξιοπρεπής, τίμια υπερήφανη ψυχή, αποφασιστική στο αίσθημά της, και ο ωραίος κι ευγενής Κάσιος του Τίλμαν Στράους σωστοί και ταιριαστοί στους ρόλους τους, όπως και οι υπόλοιποι ηθοποιοί της παράστασης.

Οσο για το «χρώμα» του Οθέλλου που πολύ συζητήθηκε πριν από την παράσταση, ο σκηνοθέτης με έναν έξυπνο τρόπο έδωσε τη λύση. Ο ήρωας στην αρχή του έργου, όταν όλα είναι μόνο εικόνα και μουσική (σχεδόν σκοτάδι, πρώτα ακούγεται μία τρομπέτα μόνη της που παίζει ένας ηθοποιός, ύστερα προστίθεται ένα σαξόφωνο, στη συνέχεια και κρουστά), βγάζει τη λευκή ναυτική στολή του (ναυτικά ήταν τα κοστούμια των βασικών πρωταγωνιστών), μένει ολόγυμνος στη σκηνή κοιτώντας μετωπικά τους θεατές.

Η Δυσδεμόνα έρχεται και τον βάφει μαύρο στο πρόσωπο και στο σώμα και από τις δύο πλευρές, σε μία σκηνή απόλυτα εικαστική και σχεδόν τελετουργική. Η κάμερα κάνει «κοντινά», προβάλλοντας στα δεξιά κι αριστερά του σκηνικού, λεπτομέρειες της δράσης. Υστερα και η ίδια η Δυσδεμόνα βγάζει το μαύρο της φόρεμα, μένει με το εσώρουχο και ξαπλώνουν, πίσω από το σεντόνι που γίνεται πανί και τους κρύβει, στο κρεβάτι, το οποίο χάνεται μέσα στο σκηνικό που ανοίγει, για να ξανακλείσει και να μείνουν στο μπροστινό του κομμάτι μόνο οι καρέκλες.

Σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια του έργου ο Οθέλλος είναι λευκός. Ωστόσο, σε κάποιες προβολές, τη στιγμή που η ζήλια του, ο θυμός του και η επιθυμία για τιμωρία φτάνουν στο αποκορύφωμά τους, εμφανίζεται το αρνητικό του, δηλαδή οι θεατές τον βλέπουν και «μαύρο». Κι αν ο Οθέλλος είναι λευκός, η μουσική της παράστασης είναι «μαύρη», καθαρή τζαζ και το νερό μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες σκουρόχρωμο.

Ευφάνταστο ήταν το σκηνικό (Γιαν Παπελμπάουμ), εικαστικό και ταυτόχρονα τόσο λειτουργικό που «έλιωσε» κι έγινε ένα με την άψογη αισθητική του όλου εγχειρήματος. Μία «πλάτη» με φώτα κάθετα, μία τετράγωνη «πισίνα» στο κέντρο με νερό θολό, μαύρο. Στη μέση της «πισίνας» ένα κρεβάτι με λευκά σεντόνια και τριγύρω καρέκλες. Η αντανάκλαση του φωτός, των ανθρώπων και των αντικειμένων μέσα στο νερό δημιουργούσε μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα, ενώ οι ηθοποιοί χρησιμοποίησαν το νερό, συμβολικά αλλά και κυριολεκτικά, με κάθε τρόπο.

Οταν η δράση μεταφέρθηκε στην Κύπρο, η μισή «πισίνα» στέγνωσε σιγά σιγά (η υπόλοιπη είχε νερό), προβάλλοντας ένα άνυδρο έδαφος, ένα μπαράκι με ομπρέλα τοποθετήθηκε στο βάθος της σκηνής και στις προβολές κυριάρχησαν τα χρώματα, οι φοίνικες, οι φωτεινές επιγραφές, δίνοντας μία αίσθηση από Λας Βέγκας. Στην τελευταία σκηνή, όπως και στην πρώτη, η «πισίνα» ξαναγέμισε νερό, το λευκοστρωμένο κρεβάτι επέστρεψε στη θέση του, για να συντελεστούν τα φονικά και να γίνουν οι αποκαλύψεις σε μια κυκλική πορεία των πραγμάτων. Σαν ένας κύκλος να έκλεισε.

Το τρίτο έργο
Μετά το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» και τον «Αμλετ», σαιξπηρικές παραστάσεις με την υπογραφή του που έχουμε δει στη χώρα μας, ο Τόμας Οστερμαϊερ παρέδωσε την πιο ολοκληρωμένη δουλειά του πάνω στον Σαίξπηρ, με τον «Οθέλλο».

Αντιγόνη Καράλη