ΑΝΟΔΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: Πάνος Κιάμος (Άνοδος είναι η σταδιακή πρόοδος προς το άπατο κάτω?)

07.11.2006
ΑΝΟΔΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: Πάνος Κιάμος (Άνοδος είναι η σταδιακή πρόοδος προς το κάτω χωρίς πάτο? Τώρα εξηγούνται όλα..)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:
«Γύρνα πίσω θα πεθάνω
Έχω αρχίσει να τα χάνω»...

Είχα, βεβαίως αρχίσει να τα χάνω εδώ και ώρα, αλλά όταν άκουσα τον κύριο Πάνο να μου επιτίθεται με αυτά τα λόγια ήρθα κι έδεσα, σα γλυκό του κουταλιού που σιγοβράζει ώρα, μέχρι που κάποια στιγμή γίνεται πηχτό, σφιχτό και κολλώδες. Έτσι ακριβώς έγινε κι το εγκεφαλικό μου κύτταρο μετά από τέσσερις ώρες παραμονής στο κατάστημα που άδει, τρόπος του λέγειν, ο Πάνος Κιάμος.
Ήταν η μέρα Τετάρτη. Σήμερα που σου γράφω είναι Δευτέρα, κι ακόμη τρίζω σύγκορμη, η αχθοφόρος, που κουβάλησα όλα τα ECHOoooooo του κόσμου, πέντε τόνους ντεσιμπέλ και σαρανταπέντε χιλιάδες ρεφρέν μέσα σε μία νύχτα.
Ακόμα πονάνε τα κόκαλά μου από τα μπαλέτα που σήκωσα (σε όλες τις στάσεις) κι από τα πρώτα μικρόφωνα τα οποία από τις επτά νότες έχαναν στις 6,5.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει επίσης: σύγχυση από ηλεκτρική κιθάρα, μία Σακίρα (κάθε φετινή πίστα έχει κι από μία), ένα κλαρίνο χωρίς τα πρόβατα, ντραμς που στέλνουν πελάτες στο Ωνάσειο (αμέσως μετά το πρόγραμμα), πλήκτρα που σε λιώνουν στο άγχος, και το κάτωθι (το οποίο άκουσα στη 01:15 ώρα Ελλάδος ακριβώς):
- Το κορίτσι: «Δε μπορώ ν’ αντισταθώ. Σε θέλω. Σε θέλω»
- Το αγόρι: «Τι θέλεις; Τι θέλεις;»
- Το κορίτσι: «Σθεξ»
- Το κοινό (από μέθα του): «Τι εννοείσθ?»
Μετά από εκείνη τη νύχτα στην Άνοδο(?!) έχω αρχίσει να σκέφτομαι σοβαρά το ενδεχόμενο να μπαρκάρω.

ΠΡΙΝ ΠΑΣ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210- 34.68.100/ 210-34.67.900
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Πειραιώς 183 & Πάλλαντος 38
ΗΜΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Τετάρτη-Κυριακή
ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: 23:30

ΤΙΜΕΣ
Εισιτήριο με ποτό στο μπαρ: 15 ευρώ
1ο Ποτό στο μπαρ: 15 ευρώ
2ο Ποτό στο μπαρ: 10 ευρώ
Φιάλη Ουίσκι/4 άτομα: 160 ευρώ (κομπλέ)
Φιάλη κρασί/2 άτομα: 80 ευρώ (κομπλέ)
Μαστίγωμα/το άτομο: 40 ευρώ (κομπλέ)
Αυτοταπείνωση, συντριβή αντρικού εγωισμού & αυτοκαταστροφή (πιάτο 4 ατόμων): δωρεάν με τα παρελκόμενα (κομπλέ)

Ημουν κι εγώ εκεί...
Μένω σε ένα σπίτι το οποίο έχει περίπου 10 τοίχους από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι βιβλιοθήκες (με βιβλία, κουτό).
Μέσα στο αυτοκίνητο που γύρναγα από του Κιάμου, σκεφτόμουν σε ποιον τοίχο να αποταθώ για να ερμηνεύσω το (παροδικό μάλλον) φαινόμενο Κιάμος.
Διότι αν, για παράδειγμα, ο Πλούταρχος, από τη μια, είναι το «καλό παιδί» που τα λέει όμορφα και σεβαστικά και σε κάνει περήφανο που είσαι φαν του, κι ο Σφακιανάκης, από την άλλη, είναι ο «βαρύς άντρας» που έχει άποψη για τα εθνικά θέματα και γενικώς εύθραυστα νεύρα (και φαν που είναι έτοιμοι να σε δείρουν άμα πειράξεις το είδωλό τους) και αν αυτοί οι δύο έχουν από μία σωστή ΦΩΝΗ έκαστος, τότε ο Κιάμος που είναι μόνιμος κάτοικος άλλου γαλαξία, χωρίς καθόλου ρυθμό στο σώμα και στη φωνή (και χωρίς καθόλου φωνή στη φωνή) πώς ερμηνεύεται?
Εδώ σε θέλω.
Διότι αφού επέστρεψα σπίτι και στήθηκα μπροστά στους βιβλιότοιχους επί ημίωρο, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τζάμπα τα αγοράζαμε όλα αυτά τα χιλιάδες βιβλία τόσα χρόνια και ματαίως τα διαβάζαμε διότι κανένα δεν περιέχει καμία σχετική ερμηνεία για έναν «τραγουδιστή» του οποίου η «τονική αστάθεια», για να το πω κομψά, μοιάζει με ισορροπιστή που κουνιέται σαν τη βάρκα πάνω στο σκοινί λίγο πριν πέσει στο δίχτυ.
Και καλά ο ισορροπιστής έχει την πρόνοια να βάζει κι ένα διχτάκι από κάτω να τον σώσει, ο «δικός μου» τίποτα.
Πάνω στα κεφάλια μας έσκαγε με κάθε ευκαιρία, με κάθε λέξη δηλαδή που απαιτούσε μετακίνηση της φωνής προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
(Αύριο θα πάω να δοκιμάσω τη βιβλιοθήκη της Βουλής μπας και βρω κανένα σχετικό λήμμα, αλλά κάτι μου λέει ότι σε Κιάμος δεν θα έχει ούτε ουσιαστικά ούτε επίθετα).

Μέχρι τότε όμως πρέπει να σου δώσω μία γεύση από αυτό που είδα κι άκουσα εκείνη την αποφράδα νύχτα.
Ξεκινώ από εκεί που βγαίνουν τα πρώτα μικρό(ά)φωνα-παύλα-καναρίνια και λένε αποσπάσματα από σουξέ της εποχής, τα οποία και λόγω της θέσης στην οποία καθόμουν (στα αριστερά της πίστας κάτω από έναν τοίχο που δεν ξέρω τι είχε από πάνω του, πάντως από κάτω του δεν είχε ήχο) δεν κατάφερα να διακρίνω μεταξύ τους.
Κοπάναγε η ορχήστρα ανηλεώς και πώς ν' ακούσεις την ποίηση?
(Γι’ αυτό και πολλά στιχάκια που θα διαβάσεις εδώ είναι σε δική μου απόδοση με βάση αυτό που.. νόμιζα πως θα έπρεπε να λένε).

Κάποια στιγμή έπιασα ένα:
«Είμαι ένας άλλος ,ζω σε παράνοια
Τον εαυτό μου βρίσκω σπάνια»

Κι ήρθε και έδεσε η βάρκα στο παλαμάρι του διπλανού τραπεζιού, εκεί που κάθονταν τέσσερα «παιδιά του λαού» με σκαλισμένα από τον ήλιο πρόσωπα, και προφίλ σαν ψάρια ενυδρείου που ‘χουν τα μάτια γουρλωμένα για να κοιτάνε το «άπειρο» (που είναι η άλλη άκρη του ενυδρείου) και περιμένουν ακίνητα να περάσει η τροφή και να μπει μέσα στα ανοιχτά στοματά τους.
Ο εις εξ αυτών είχε το μαλλί κοκοράκι όπως ο Φώτης στο «Παραπέντε», κι ο πιο ασυγκράτητα περίεργος από τους τέσσερις ήρθε κάποια στιγμή έβαλε το κεφάλι του πάνω από το μπλοκ μου για να διαβάσει και μου είπε:
- «Τι γράφ’ς ‘συ ιδώ? Τους στίχ’ς γράφ’ς?».
- «Όχι», του λέω, «τη διαθήκη μου διότι όπου να ‘ναι έρχεται ο Μεγάλος Θεριστής να με πάρει. Έτσι κάνουμε εμείς εδώ στην πρωτεύουσα. Άμα θέλουμε να συχωρεθούμε ερχόμαστε στου Κιάμου, καθόμαστε τέσσερις-πέντε ωρίτσες μέχρι να μας προσέξει ο αρμόδιος με το δρεπάνι και μετά πάμε κατ’ ευθείαν παράδεισο χωρίς ισολογισμούς και 46 «Πάτερ Ημών» για κάθε αμαρτία».
Σκιάχτηκε ο άνθρωπος, σταυροκοπήθηκε, γύρισε στο τραπέζι του και συνέχισε ερήμην να κοιτάει.
Δεν τον αδικώ.
Το καλύτερο στο πρόγραμμα του Κιάμου είναι τα ωραία πόδια που διαθέτει τόσο το μπαλέτο όσο και οι εναρξούδες που από πάνω μπορεί να μην έχουνε φωνή αλλά από κάτω έχουνε κάτι μίνι μέχρι επάνω.
Να σημειώσω εδώ, ότι εκτός από το χρυσό (που το έμαθα στου Κουρκούλη) διαπίστωσα ότι στην εντελώς φετινή μόδα είναι και οι «φούστες-κουρέλια».
Όπου ως «φούστες-κουρέλια» περιγράφονται κάτι κομμάτια υφάσματος που είναι τυλιγμένα γύρω από τη λεκάνη της μπαλετίστριας, για παράδειγμα, πάνω στο οποίο είναι ραμμένα κρεμαστά διάφορα κομμάτια υφάσματος, που άλλο μοιάζει με ουρά αλεπούς, άλλο με ουρά κολοβού σκύλου (αυτό είναι όταν ο μαιτρ είναι πολύ μαιτρ και το καταφέρνει) και όλα γενικώς με κομμάτια που προέκυψαν όταν μπήκανε μέσα στο ραφτάδικο δυο λυσσασμένοι λύκοι και πήραν τα υφάσματα στα δόντια.
Αυτού του τύπου οι φούστες πρέπει επίσης να πω ότι συνοδεύονται ΠΑΝΤΑ από τα ίδια αξεσουάρ, ήτοι:
1ον, μπουστάκι τύπου σουτιέν χρώματος ασορτί, με στρας και πούλιες, 2ον, echooo στο μικρόφωνο όσο περισσότερο γίνεται διότι από φωνή έχουμε όσο λιγότερο υπάρχει και, 3ον, κούνημα στο μαλλί πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά.

Ενίοτε η «φούστα-κουρέλι» αντικαθίσταται (το είδα και αυτό) από καυτά και εξαιρετικά στενά σορτς, ένα εκ των οποίων ήταν σε χρώμα πράσινο και σε στιλ δέρμα φιδιού (πού πας με τη δενδρογαλιά, κορίτσι μου), και πάω στοίχημα ότι ο δημιουργός του το έχει εμπνευστεί από το μεγάλο σουξέ «το κορμί σου το φιδίσιο/ έλα να στο κάνω ίσιο».
Για τα ουρανοξυστέ παπούτσια με τους ροζ φιόγκους (τύπου Πράντα από την κρεαταγορά) λέω να σου πω κάποια άλλη φορά, διότι έχω ήδη αγανακτήσει με αυτά που γράφω και σταματάω για να πάω να φτιάξω ένα τίλιο να πίνω καθώς θα σου γράφω για εκείνο το αγόρι με το εφαρμοστό δερμάτινο (μέχρι ολικής στείρωσης) παντελόνι και την αλυσίδα στη μέση που είπε, νομίζω:
«Πάρε με, δώσε με, ξέχασέ με
Πάρε με, κράτα με ή άφησέ με
Αγάπα με, φίλα με, μίσησέ με»

Lyrics(?!) τα οποία με έκαναν να φιλοσοφήσω (εκεί γύρω στη μία το ξημέρωμα) περί των σημερινών αγοριών και πόσο μπερδεμένα τα ‘χουν στο μυαλό τους και χαμένα σε όλα τα υπόλοιπα σημεία του σώματός τους.
Πού ήμουν όμως? Έχεις παρατηρήσει σίγουρα ότι έχω μία τάση να χάνομαι κάθε φορά που δε μου δείχνει κάποιος προς τα πού είναι το ίσο?

Ωπ, τι βλέπω σημειωμένο στο μπλοκ μου;
Μπαλέτα με καρέκλες, μαύρα εσώρουχα Ατθίς, και τη Shaya (ωραία πόδια και φωνή) να μπαίνει ενώ ακόμα ακούγεται η ηχώ από το σουξέ: «κι επηρεάστηκα, σπάστηκα, βιάστηκα..».
Μετά υπάρχει κενό στις σημειώσεις (μάλλον θα λιποθύμησα σε εκείνο το σημείο) και μετά ένα ανέκδοτο.
Εκτός από μία Σακίρα σε κάθε πίστα, φέτος ακούγονται και τα στάνταρ της μόδας όπως είναι τα αραβικότροπα γιαουρτλού με πολύ μπαχάρι, τα λάτιν τύπου "La Bamba" και "Baila Morena" (με όλα τα ισπανικά στο κουπλέ αγνώριστα), καθώς και η φοβερή επιτυχία από τη Eurovision "Tornero", όπερ σημαίνει ιταλιστί «Θα γυρίσω».
Αυτό σημαίνει στον έξω κόσμο, διότι στον κάτω κόσμο της Ανόδου, άκουσα αρσενικοθήλυκο ντουέτο του «Tornero», σύμφωνά με το οποίο «εκείνος» το έλεγε στα ιταλικά κι «εκείνης» της είχαν δώσει ελληνικό στίχο να λέει (για να καταλαβαίνουμε κι εμείς οι του κοινού ποινικού δικαίου τι εννοεί ο ποιητής), ο οποίος στίχος έλεγε: «ΤΡΟΜΕΡ, ΤΡΟΜΕΡΟ
πάντα σε σένα θα γυρνώ,
κλ.π»
Έκσταση;
Φοβερό..

Και πού να δεις τι γίνεται όταν βγαίνει το μπαλέτο μαζί με τη Shaya η οποία λέει το «Αγάπη από νάιλον» στο τέλος του οποίου οι μπαλετίστριες πιάνουν ένα χοντρό σκοινί και τη δένουν χειροπόδαρα, τη show-woman.
Λογικό?
Εντελώς.

Ένα από τα τοπ της βραδιάς ήταν το "Baila Morena" το οποίο σημαίνει «χόρεψε μελαχρινή» και πιο κάτω λέει στα αγγλικά «under the moonlight» («κάτω από το φως του φεγγαριού»). Αυτά στον έξω κόσμο.
Στον κάτω κόσμο της Ανόδου όμως, η «χορωδία» από τις εναρξούδες μαζί με όλο το πλήθος των μπαλέτων τι έλεγε; «Μπάιλα Μορένα άντερ δε μούνλαϊτ», λέξη-πιπεράτη (χμ) κατά την προφορά, που ήταν φυσικά ασορτί με όλα τα ενδύματα των πρωταγωνιστριών του παράφρονος αυτού θεάματος.
«Μπήκα σ’ ένα ρεύμα αντίθετο
Κι ας χαθώ, ας πεθάνω
Τι μ’ αυτό, τι να κάνω?»

Αυτό είναι μισοδικό μου διότι όπως σου είπα δεν άκουγα καλά.

Το καλύτερο πουκάμισο:
Το βραβείο καλύτερου πουκάμισου κερδίζει ο Στέλιος Μάξιμος (ο οποίος φέρνει λίγο προς Βέρτη στην κορμοστασιά και στο στήσιμο) και ο οποίος βγήκε στην πίστα με μαύρο πουκάμισο επί του οποίου υπήρχαν σταμπαρισμένα άσπρα ντόνατς, κοινώς λουκουμάδες.
Δεν ξέρω ποιος το σχεδίασε αυτό το εντελώς αντρικό ένδυμα πάντως παρόμοιο δεν έχω ξαναδεί γι’ αυτό και του έδωσα το βραβείο ερμηνείας του εσώτερου και του απώτερου κόσμου του ερμηνευτού.
Ο οποίος μας είπε:
«Από μένα για σένα
της καρδιάς μου τα κομμάτια χαρισμένα»
και
«Πόσα χρόνια χάλασα
στη δική σου θάλασσα;
τι φουρτούνες ζήσαμε
κι όμως επιζήσαμε»

(να το συζητήσουμε κάποια στιγμή αυτό γιατί δεν είμαι και σίγουρη)
και το
«Δε θα μείνω, δε θα μείνω», όπερ και έκανε παίρνοντας μαζί του τους λουκουμάδες διότι η ορχήστρα έπαιζε ήδη την εισαγωγή για την Εύα Μιλλή και υπήρχε περίπτωση να πατήσει κανέναν με μαρμελάδα και να σκοτωθεί η σταρ.
Πριν μπει η κυρία Μιλλή όμως πρέπει να ξέρεις ότι η ορχήστρα παίζει κάτι σε gothic, ενώ τα μπαλέτα εμφανίζονται με μαύρους μανδύες και κουκούλες και κρατάνε κεράκια (εφέ που είχα δει και στου Κουρκούλη αλλά με φαναράκια) και στο τέλος χτυπάνε κάτι καμπάνες (λόγω γκόθικ, γεγονός που δεν ήξεραν όμως οι 4 φίλοι από δίπλα οι οποίοι πάραυτα σταυροκοπήθηκαν, μαζί κι εγώ). Με το που τελειώνουν οι καμπάνες νά σου τα ECHOOOO με:
«Αφού έχει φύγει
Δε θέλω τίποτα
Κάψτε τα όλα
κι όλα γκρεμίστε τα
Μη μείνει τίποτα
Κάψτε τα όλα
Πέτρα στην πέτρα
Όλα διαλύστε τα»

Το οποίο δεν εγνώριζα ότι ήτο το σουξέ της κυρίας Εύας, η οποία όμως απ’ ότι κατάλαβα δε θέλει να είναι Εύα Μιλλή αλλά Πέγκυ Ζήνα με ολίγη από Βίσση, εξ ου και κουνιέται με το πρέπον απελπισμένο πάθος.
«Πάρε με», λέει αυτή τη στιγμή, «Πάρε με χωρίς εσένα εγώ πεθαίνω»
και:
«Δε σε νοιάζει που για σένα πάλι πάω να τρελαθώ
Δε σε νοιάζει που πατάω γκάζι λιώμα στο ποτό»

Και αφού σκέφτηκα ότι στο μαγαζί ετούτο πρέπει κανονικά κάτι να χρεώνουν για όλη την αυτοκαταστροφική διάθεση με την οποία διασκεδάζουν τον κόσμο, και όλο το μαζοχισμό με τον οποίο στολίζουν τις βραδινές τουαλέτες, έσκυψα το κεφάλι πάνω στο μπλοκ και ξαναλιποθύμησα.
Στο όνειρό μου είδα ότι έπαιρνα, λέει, όλα τα εξτένσιον που κυκλοφορούσαν στο μαγαζί κι έστρωνα με ξανθό χαλί την Πειραιώς. Πριν προλάβω όμως να δω τι έκανα με τα χιλιόμετρα μέτρα που περίσσευαν, με ξελιποθύμησε η εισαγωγή για τον Κιάμο η οποία ήταν ένα μείγμα από «Noise» που λέμε εμείς οι ροκάδες, μαζί με ηλεκτρική κιθάρα σε πλήρες ντελίριουμ τρέμενς και λοιπά όργανα σε παροξυσμικές εντάσεις.
«Θέλω απόψε να βγω
Τον εαυτό μου να βρω
Άσε με μια νύχτα μόνο
Χώρια σου να μετανιώνω
Τις πληγές μου να μετράω
Να μην έχω που να πάω»
Όταν σου λέω ότι αυτό το μαγαζί τη βρίσκει να τσακίζεται πάνω στα βράχια της απονιάς, το εννοώ κυριολεκτικώς.
Ο Κιάμος ξεκινάει ένα βομβαρδισμό από ρεφρέν της απελπισίας και του θανατά σε άγρια ντεσιμπέλ:
«Σπασμένη η καρδιά μου θρύψαλα
χίλια κομμάτια μου την έχεις κάνει»,

«Κι έχω πονέσει γι’ αυτήν (x 6 φορές),
δεν το κρύβω
Κι έχω πονέσει γι’ αυτήν
όλα τα δίνω
Κι έχω πονέσει γι’ αυτήν
είμαι λιώμα
Έχω χαρίσει καρδιά ψυχή και σώμα»
και
«Τι θέλω εγώ εδώ?» (συμφωνώ με τον προλαλήσαντα)
Και «Πάμε ν’ ανέβουμε»!!
«Πάρ’ το αλλιώς
να μη γίνει πανικός
Δε σε παίρνει δυστυχώς
για μαζέψου μην τα πάρω εντελώς
Πάρ’ το αλλιώς
Σε προειδοποιώ απλώς
ένας άντρας που ζηλεύει είναι τρελός»
[Σε ακούω να λες πως δεν αντέχεις άλλο? Χα.. Ούτε εγώ άντεχα αλλά τα άκουσα όλα και ΟΛΑ θα τα αναμεταδώσω Όλα!]
«Πίνω, πίνω και δε με πιάνει
Σβήνω, σβήνω μ’ έχεις πεθάνει
(μπα που να φας τη γλώσσα σου με ξεθέωσες με τα ‘έχω πεθάνει’ σου)
Στέλνω μηνύματα και κάνω κλήσεις
Αλλά δεν παίρνω απαντήσεις»
(Το 166 το δοκίμασες?)

Διάλειμμα για γαρουφαλοσκούπισμα - αλήθεια πολύ γαρύφαλλο στου Κιάμου, αλλά την Τετάρτη που πήγα εγώ δε χόρευε κανείς, ενώ έχω ακούσει ότι γίνεται, λέει, χαμός στα τσιφτετέλια.
Και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα στο echooo και στην απελπισία. Σκάνε μύτη και τα μπαλέ σε στιλ σοβαρό και ποιητικό:
«Άρχισε να ψιχαλίζει
Τι παράξενος καιρός
Κι έχω να με βασανίζει
Στεναχώρια και καημός»
[Σιγά την είδηση]
«Στο παράθυρο μιλάνε οι σταγόνες της βροχής»
(και μου λένε οι π..τ.νες) [δικό μου, διότι το δικό του δεν το άκουσα]
Πως κι απόψε δε θα ‘ρθεις»
Δε θυμάμαι σε ποια στιγμή ακριβώς έπεσα σε άγρυπνο κώμα, (ίσως την ώρα που μετά την έξοδο του Κιάμου, βγήκε ένα από τα καναρίνια το οποίο τα έλεγε όλα με τη μύτη σα συναχωμένη και τη φώτισε να μας πει το
«Ένωντά μου, ένωντά μου (Υπότιτλοι: έρωτά μου, έρωτά μου)
ήνθες πάλλλι στα όνεινά μου» (Ήρθες πάλι στα όνειρά μου)
πάντως τόσα χρόνια γράφω γι’ αυτό το περιβόητο άγρυπνο κώμα και φέτος μόνο, χάρη στον Κιάμο, κατάφερα να καταλάβω τι εννοεί η επιστήμη με αυτόν τον όρο.
Τρεις μέρες αργότερα βρέθηκα στα «13 Φεγγάρια» για ν’ ακούσω τη Μαριώ, το Λάμπρο Καρελά και τον Νίκο Ζιώγαλα, και ενώ ήμουνα ξύπνια (έγραφα σημειώσεις, άκουγα, έβλεπα) ένιωθα τις μέσα μηχανές κλειστές.
Φεύγοντας γύρω στις τρεις το πρωί, ξεκίνησα με την όπισθεν(!) και προσπαθώντας να φτάσω στο σπίτι ευχαριστώ το Θεό που δεν υπήρχαν άνθρωποι στους δρόμους διότι θα είχα σκοτώσει πέντ’ έξι. Έκτοτε αδύνατον να συνέλθω. Με ποτίζουνε καφέδες, τσάγια και λοιπά ροφήματα, τίποτα εγώ.
Κοιμισμένη κοιμάμαι, κοιμισμένη ξυπνάω.
Λες τελικά αυτός ο Κιάμος να έχει «μάτι»;
Αλλιώς πώς εξηγείται?

Τελικά αξίζει να πάω;
Να πας με το Χάμμερ, μην πάρεις το μικρό. Και να μπεις μέσα με το Χάμμερ διότι μόνο αυτό μπορεί να σε προστατεύσει. (Πάρε μαζί σου κι ένα εικόνισμα του Άγιου Φανούριου μπας και σου φανερώσει τίποτα πέρα από εξτένσιον και γυμνά μπούτια). Μάθε, σε παρακαλώ, και τα κάτωθι ρεφρέν διότι είναι τα αρμόζοντα:
«Αρκετά, εγώ, μαζί σου, αρκετά»
(το τραγουδάς λίγο πριν το χάσεις εντελώς και παραμείνεις για άλλες δύο ώρες στο μαγαζί).
Και
«Σ’ αγαπώ κι είναι άδικο
Να με πας στο τρελάδικο»
Το οποίο το λες από την αρχή του προγράμματος μέχρι το τέλος , ειδικά εκεί που οι εναρξούδες με τη φωνή εξτένσιον, αρχίζουν να λένε τα «έντεχνα». (Εκεί να σε είχα από μια μεριά).
Ο γιατρός επίσης μου συνέστησε το:
«Σήκω πάνω κάτσε κάτω
αγανάκτησα
Ώσπου έγινα θηρίο
(και σε πλάκωσα)» ,
[δικό μου και το παρόν εντός παρενθέσεως]
αλλά αυτό είναι θεραπεία μάλλον μόνο για την κατάσταση στην οποία έχω περιέλθει προσωπικώς.
Για σένα, που θα αντέξεις μέχρι τις 02:47, όταν το πρόγραμμα έχει ξαναΜιλλή, (που πλακώνει τα απανωτά ρεφρέν, αλλά δε συντονίζεται με την ορχήστρα), η οποία ορχήστρα παίζει το προηγούμενο ρεφρέν ενώ η ξαναΜιλλή λέει το επόμενο, Άγιε μου Σώστη βοήθειά μας, συνιστώ ως θεραπεία εκείνο που λέει:
«Εγώ γεννήθηκα τρελός,
αλήτης και αμαρτωλός»
διότι έχω την αίσθηση ότι σου πάει.
Τρελός όπως λέμε S&M για δέσιμο.

ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ & Ο ΗΧΟΣ:
Ποιοι μουσικοί? Ποιος ήχος? Πού βρίσκομαι?

Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...:
[email protected]