Με... σπρεντ και «οφσόρ» ο Πλούτος του Αριστοφάνη

16.08.2010
Με τον αριστοφανικό «Πλούτο - Πενίας θρίαμβος» του Θεάτρου Τέχνης ολοκληρώθηκε το Σάββατο το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Μια παράσταση γρήγορη, τίμιων προθέσεων, σεμνή και μετρημένη, δίχως κορόνες και βωμολοχίες, που χειροκρότησαν την Παρασκευή, περίπου, 6.000 θεατές.

Με τον αριστοφανικό «Πλούτο - Πενίας θρίαμβος» του Θεάτρου Τέχνης ολοκληρώθηκε το Σάββατο το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Μια παράσταση γρήγορη, τίμιων προθέσεων, σεμνή και μετρημένη, δίχως κορόνες και βωμολοχίες, που χειροκρότησαν την Παρασκευή, περίπου, 6.000 θεατές.

Ο τίτλος δίνει εξαρχής το στίγμα της: ο ρόλος της Πενίας περνάει σε πρώτο πλάνο, ένα σκηνοθετικό εύρημα του Διαγόρα Χρονόπουλου που λειτούργησε πολύ καθαρά, έτσι όπως αποδόθηκε, σκηνοθετικά, ερμηνευτικά και κυρίως μεταφραστικά. Στεκόμαστε στην έξυπνη και ετυμόλογη μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη, η οποία επικαιροποίησε το κείμενο (τι σπρεντ, τι Βρυξέλλες, τι οφσόρ, λίμιτ απ και ντάουν, «ή τ’ αρπάζουμε ή βουλιάζουμε», «εφάπαξ που έγιναν εφάρπαξ» κι άλλα πολλά ακούστηκαν) δίχως να το φτηνύνει, να το εκχυδαΐσει ή να το αλλάξει.

Στο φινάλε, σκηνοθετική αδεία, ο χορός και οι ήρωες κατευθύνονται προς την Πενία αφήνοντας μόνο του τον Πλούτο». «Από όλους πιο φτωχός είναι ο Πλούτος», είναι τα λόγια που κλείνουν την παράσταση. «Εδώ το παραμύθι αυτό τελειώνει κι αντί εγώ η Πενία να μείνω μόνη, οι άνθρωποι ήλθατε κοντά μου εφόσον βρήκατε σωστά τα επιχειρήματά μου...», έχουν προηγηθεί τα λόγια της Πενίας.

Το σήμα του ευρώ (μοναδικό και κυρίαρχο στοιχείο και στο εξώφυλλο του προγράμματος), «καρφωμένο» σε μία τσουγκράνα, προέβαλλε πίσω από το νεκροταφείο παλαιών ηλεκτρικών συσκευών -λόφοι από πλυντήρια, κουζίνες, ψυγεία, φούρνους μικροκυμάτων, κομπιούτερ, ένα λεωφοριάκι κι ένα ημιφορτηγό- του σκηνικού, όλα σε άσπρο-μαύρο, όλα «χάρτινα», «σκιτσαρισμένα» σαν κόμικς. Στη λογική του κόμικς και ο πολύχρωμος χορός, με λευκές μάσκες που κάλυπταν το μισό πρόσωπο των ηθοποιών, ντυμένος με φόρμες εργασίας και μακό μπλουζάκια διαφόρων χρωμάτων, κάνοντας αντίθεση με το ασπρόμαυρο σκηνικό (σκηνικά - κοστούμια Πάρις Μέξης).

Στον κεντρικό λόφο από σκουπίδια κάθεται η Πενία της Κάτιας Γέρου, σαν μια άλλη Γουίνι από τις «Ευτυχισμένες ημέρες» του Σάμουελ Μπέκετ. Ενας προβολέας τη φωτίζει, σε κάποιες από τις σκηνές όπου δίνεται έμφαση στα λόγια της και στη συνεχή παρουσία της στην ορχήστρα. Ντυμένη κομψά -με ταγιέρ, πράσινο σακάκι, φούξια φούστα, μοβ πλεκτό καπέλο, γάντια, αμπιγιέ τσαντάκι, γόβες και φούξια ομπρελίνο- κάνει την εμφάνισή της από την αρχή, δηλώνοντας την παρουσία της: «Είμαι η Πενία, η φτώχεια ντε, με καλέσατε νοικοκυραίοι και μικροαστοί που πια πτωχεύσατε, καθώς σας ζήτησαν οι αυστηρές Βρυξέλλες να ξεπληρώσετε παλιές σας τρέλες...».

Στα λόγια της ο χορός τρομάζει, μαζεύεται (χορογραφία Σοφία Σπυράτου). Η Πενία παρεμβαίνει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, με σχόλια εύστοχα και ατάκες, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με ρεαλισμό. Μάλιστα στον αγώνα λόγων με τον Χρεμύλο καταφέρνει να πάρει τον χορό με το μέρος της, ο οποίος «διαδηλώνει» με το σύνθημά της: «Ο νους σας πια ξεκούτιανε κι είσαστε σκουριασμένοι κι από ιδέες παμπάλαιες είσαστε τυφλωμένοι».

Ο Καρίων της Μάνιας Παπαδημητρίου, δούλος αφοσιωμένος, πονηρός και τσαχπίνης, με τιράντες, φαλάκρα και στεφάνι, μόλις πιάνει την «καλή» ο κύριός του, ο Χρεμύλος (βρίσκει τον τυφλό Πλούτο και τον γιατρεύει έτσι ώστε να βοηθάει τους καλούς και αγαθούς), παχαίνει με αποτέλεσμα στο τέλος να έχει μια τεράστια κοιλιά.

Ο Χρεμύλος του Αλέξανδρου Μυλωνά, με καφέ παντελόνι με μπαλώματα στην αρχή, μόλις μπάσει τον γιατρεμένο Πλούτο στο σπίτι του μεταμορφώνεται σε ένα κομψό κύριο με καρό κοστούμι, λευκό πουκάμισο, φουλάρι κι ένα κοκτέιλ στο χέρι. Ο Πλούτος του Δημήτρη Λιγνάδη, με μαύρα γυαλιά, προσωπικότητα και στυλ, ομιλώντας την καθαρεύουσα, κάνει είσοδο μετά στα χρυσά λαμέ, με πούλιες στο πέτο!

Αλλά και η σύζυγος του Χρεμύλου (Αναστασία Γεωργοπούλου) από μια χωριάτισσα με άζαξ και πράσινα γάντια στα χέρια, με κόκκινο πουά φόρεμα, μπικουτί στα μαλλιά, μία παντόφλα και μια νταμιτζάνα στο χέρι μεταμορφώνεται σε κυρία με κίτρινο φόρεμα και τιρκουάζ κολιέ. Με την «καραγκούνα» έγινε η γιορτή της εισόδου του Πλούτου στο σπιτικό του Χρεμύλου αλλά και σε όλων όσων υποφέρουν από τη φτώχεια.

Οι δύο ήρωες, ο Χρεμύλος και ο Καρίωνας, γίνονται μάρτυρες ιλαρών επεισοδίων στη συνέχεια, κατά τα οποία ο ευεργετημένος Δίκαιος Πολίτης (Κωστής Καπελώνης), ο αμήχανος συκοφάντης που τον γδύνουν και μένει με ένα σώβρακο με μια καρδιά (Λευτέρης Λουκαδής), η στερημένη του εραστή γριά στα φούξια σαν μπομπονιέρα (Λευτέρης Λουκαδής), ο νέος στα λευκά με σαξόφωνο που χορεύει σαν τον Ελβις (Αλέξανδρος Πέρρος), ένας ανέστιος ιερέας (Κώστας Βελέντζας) κι ο ίδιος ο ανεπάγγελτος Ερμής ντυμένος σαν σούπερμαν (Θοδωρής Αντωνιάδης) καταφεύγουν στον Πλούτο, ο καθένας με τα αισθήματα ευγνωμοσύνης, με τις απογοητεύσεις ή τα αιτήματά του.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην τρυφερή και μελωδική μουσική του Χρήστου Λεοντή και ιδιαίτερα στα δύο όμορφα τραγούδια του ίδιου «Ποιο έργο να διαλέξουμε» και «Ποιος να ‘παιζε τον ρόλο μου» (στίχοι Μαριαννίνα Κριεζή), που μας ξύπνησαν αναμνήσεις, αφού προέρχονται από την αξέχαστη παράσταση του «Πλούτου» (1994) του Μίμη Κουγιουμτζή, τα οποία αφιερώθηκαν στη μνήμη του σκηνοθέτη.

Αντιγόνη Καράλη