Νοσταλγικός Βυσσινόκηπος με...γλυκόπικρο χυμό

05.10.2010
O ερχομός του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στο θέατρο Μπάντμιντον ήταν αναμφισβήτητα -και μέχρι στιγμής- το θεατρικό γεγονός της χρονιάς.

O ερχομός του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας στην Αθήνα και πιο συγκεκριμένα στο θέατρο Μπάντμιντον ήταν αναμφισβήτητα -και μέχρι στιγμής- το θεατρικό γεγονός της χρονιάς.

Συγκινητικό, αν όχι συγκλονιστικό το γεγονός πως μας δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μία παράσταση αφενός μεν στη γλώσσα που έγραφε ο μεγάλος Ρώσος δραματουργός αφετέρου δε από ένα θέατρο- θρύλο, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το έργο του Αντόν Τσέχοφ και το οποίο αποτέλεσε κοιτίδα για τη μέθοδο που στιγμάτισε την ερμηνευτική τέχνη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, τη μέθοδο Στανισλάφσκι, που συνεχίζει να κυριαρχεί μέχρι σήμερα.

Για την ιστορία μόνο να αναφέρουμε πως το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ιδρύθηκε το 1898 από τους Στανισλάφκι και Ντεμίροβιτς και ένα χρόνο μετά έκανε την πρεμιέρα του «Γλάρου» του μεγάλου συγγραφέα. Ακολούθησαν «Ο Θείος Βάνιας» (1899), «Οι Τρεις Αδελφές» (1901) και «Ο Βυσσινόκηπος» (1904). Κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων παραστάσεων, γεννήθηκε ένα νέο είδος ηθοποιίας και σκηνοθεσίας, η μέθοδος Στανσλάφσκι.

Η παράσταση παρά το ακατάλληλο του μέρους -σίγουρα θα είχε δημιουργηθεί μία καθαρόαιμη νοσταλγική τσεχοφική ατμόσφαιρα σ΄ ένα άλλο, πιο «μαζεμένο» θέατρο, καθώς το τεράστιο, σχεδόν χαοτικό και αρκετά ψυχρό λόγω του ισχυρού κλιματισμού Βadminton αντενδείκνυται για τέτοιες παραστάσεις, για παραστάσεις δηλαδή που είναι αναγκαία η εκ του σύνεγγυς επαφή με τους ηθοποιούς- ο Βυσσινόκηπος του μεγάλου Ρώσου δημιουργού μας αποζημίωσε με το παραπάνω (όσους είχαμε την τύχη να καθόμαστε κοντά στη σκηνή).

Η παράσταση διαδραματίστηκε σ’ ένα υπερβολικά αφαιρετικό σκηνικό, με λιγοστές καρέκλες και πάγκους να «πηγαινοέρχονται», με το μαύρο χρώμα να δεσπόζει και με τεράστια παραπετάσματα- κουρτίνες στα οποία φιγούραρε ο Γλάρος, το έμβλημα του θεάτρου της Μόσχας, να περικυκλώνουν τη σκηνή. Μόνο τα κοστούμια των ηθοποιών παρέπεμπαν στην εποχή που διαδραματιζόταν το έργο, ενώ μοναδικό σύγχρονο, αλλά και ευρηματικότατο για την παράσταση μέσο, ήταν ο κυλιόμενος κυκλικός διάδρομος στον οποίο αρκετές φορές περπάτησαν οι πρωταγωνιστές.

Η σκηνοθεσία του Adolf Shapiro θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διακριτικότατη, σχεδόν αόρατη καθώς άφηνε άπλετο χώρο στους ηθοποιούςκαι έδινε μεγάλη πνοή στο κείμενο.
Οι ερμηνείες όλων ήταν εξαιρετικές. Χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, κατάφεραν να αποδώσουν τον εύθραυστο ψυχισμό των ηρώων, που με ευκολία αποτινάσσουν το παρελθόν τους, ακόμη και το πατρικό τους σπίτι, προς χάριν μίας άλλης νέας ζωής.
Την παράσταση έκλεψε ο Andrey Smolyakov στο ρόλο του Λοπάχιν, του εμπόρου που αγοράζει τον Βυσσινόκηπο για να τον μετατρέψει σε οικόπεδα με ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Ο Smolyakov κατάφερε να μας μεταδώσει την εσωτερική ενέργεια του χαρακτήρα του και να σπάσει το φράγμα της ρωσικής γλώσσας, κάνοντάς άλλους θεατές συμμέτοχους στο όραμά του και βυθίζοντας άλλους στη νοσταλγία του παρελθόντος.

Εξαιρετική ήταν και η Renata Litvinova στο ρόλο της ξεπεσμένης πια αριστοκράτισσας Λιούμποβ Αντρέγεβνα. Μολονότι περιμέναμε -έτσι τουλάχιστον είχαμε συνηθίσει στα ελληνικά τσεχοφικά ανεβάσματα- μια πιο στιβαρή και ίσως πιο μεγάλη σε ηλικία παρουσία, η λεπτεπίλεπτη Litvinova μας συγκίνησε με τις ευαισθησίες, τον άκρατο ρομαντισμό που απέπνεε, αλλά και με την καθαρή στανισλαφκική ερμηνεία της. Μολονότι αρχικά μας ξένισε το ότι η ερμηνεία της απευθυνόταν κυρίως προς το κοινό, σταδιακά μας κέρδισε και στην τελευταία σκηνή,όπου αποχαιρέτησε την παλιά της ζωή και τον Βυσσινόκηπο, μας συγκίνησε (το αξιοσημείωτο με την Litvinova είναι ότι παρόλο που είναι μία από τις πιο διάσημες ρωσίδες ηθοποιούς, αυτή ήταν η πρώτη της θεατρική παρουσία. Όλη της η καριέρα έχει χτιστεί στον κινηματογράφο).

Γεωργία Οικονόμου