Με Την Πρώτη

26.07.2007
Στον ατέλειωτο συρφετό από κωμικές ανοησίες που σερβίρει απλόχερα πλέον το αμερικανικό σινεμά, η ταινία του Απατοου λάμπει ως φωτεινή εξαίρεση. Δεν έχει σπουδαίο κινηματογραφικό ενδιαφέρον- οι καιροί δεν ευνοούν, άλλωστε, τέτοιες πολυτέλειες.

Στον ατέλειωτο συρφετό από κωμικές ανοησίες που σερβίρει απλόχερα πλέον το αμερικανικό σινεμά, η ταινία του Απατοου λάμπει ως φωτεινή εξαίρεση. Δεν έχει σπουδαίο κινηματογραφικό ενδιαφέρον- οι καιροί δεν ευνοούν, άλλωστε, τέτοιες πολυτέλειες. Γνωρίζει όμως περισσότερο από κάθε όμοιά της ότι το αληθινό χιούμορ δεν πηγάζει από κάποιον μακρινό πλανήτη, αλλά από την οικεία μας πραγματικότητα. Δεν προέρχεται από τη φτηνή φάρσα, αλλά από την κωμική μεταχείριση μιας θεωρητικά σοβαρής κατάστασης. Δεν παραμένει εγκλωβισμένο σε μια παρατεταμένη κωμική εφηβεία, αλλά τολμά επιτέλους να ενηλικιωθεί.

Το «Με Την Πρώτη» αιφνιδιάζει ευχάριστα. Δεν απευθύνεται καταρχάς σε ξελιγωμένους πιτσιρικάδες. Δεν αποτελεί έναν πανηγυρικό του γάμου, της οικογένειας ή οποιωνδήποτε αξιών έχουν γίνει ξανά της μόδας στη σημερινή, νεoσυντηρητική Αμερική. Δεν συντάσσει καμιά στρατευμένη δήλωση για το πόσο ο ερχομός ενός παιδιού μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Το μόνο που προσπαθεί είναι να δώσει μια προσγειωμένη ματιά επάνω στις πολλές και απρόβλεπτες συνθήκες που κρύβει η έννοια της ανθρώπινης δέσμευσης. Ολων όσων χωρίζουν και ενώνουν έναν άντρα με μία γυναίκα.

Ο Απατοου τοποθετεί αυτή τη θεμελιώδη συνθήκη στο μέσο του κυνικού, στρυφνού μοντέρνου κόσμου που όλοι γνωρίζουμε. Η αγάπη που τρέφει για τους χαρακτήρες του όμως, είναι αρκετή ώστε να μην τους στερήσει το επιθυμητό χάπι εντ. Γιατί στο κινηματογραφικό σύμπαν του σκηνοθέτη, όσα εμπόδια κι αν χρειαστεί να διαβεί ο σπασίκλας ήρωας, στο τέλος είναι γραπτό να καταλήξει πάντα με την «πριγκίπισσα». Οσο ελάχιστα ρομαντικές κι αν είναι οι συμβάσεις μέσα στις οποίες το σενάριο τοποθετεί τους χαρακτήρες, βρίσκεται μονίμως ο δρόμος που θα τους επιστρέψει πίσω στον χαμένο ρομαντισμό. Μπορεί η σκηνοθεσία του να είναι στατική, η διάρκεια λίγο ξεχειλωμένη και το σενάριο να μην δικαιολογεί επαρκώς την έλξη ανάμεσα στους δυο διαμετρικά αντίθετους πρωταγωνιστές. Η ταινία έχει έναν ακαταμάχητο, εντούτοις, τρόπο να σε στέλνει έξω από την αίθουσα με ένα χαμόγελο και μια ζεστασιά που σπάνια θα συναντήσεις πλέον στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα των multiplex.

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ