Είδαμε τους Μυστικούς Αρραβώνες στο Εθνικό

14.11.2014
Αλήθεια έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί ενώ έχετε πάρει τα καλύτερα υλικά για μία συνταγή, το αποτέλεσμα είναι …τελικά άτυχες; Αν ναι, τότε σίγουρα ξέρετε πως το μυστικό βρίσκεται στη σωστή εκτέλεση της συνταγής. Γιατί μας απασχόλησε ένα τόσο απλοϊκό ερώτημα; Γιατί είδαμε τους Μυστικούς Αρραβώνες σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη στο Εθνικό Θέατρο και μολονότι οι βασικοί πρωταγωνιστές ήταν διαμάντια, το αποτέλεσμα ήταν επιεικώς μετριότατο. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Οι Μυστικοί Αρραβώνες στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα δεδομένου ότι ο κεντρικός ήρωας είναι ο ίδιος ο Ξενόπουλος και η ηρωίδα η γνωστή ποιήτρια Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα, διαχρονικά και ερωτικά έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο. Για τους δύο αυτούς λόγους η παράσταση αποτέλεσε ένα θεατρικό πρέπει για εμάς…


Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον γοητευτικό ζωγράφο Νάσο Ανάστη, ένα περιζήτητο καλλιτέχνη στους κύκλους των φιλότεχνων αστών. Ανάμεσα σε όλες τις κοπέλες που τον θέλουν δίπλα τους, η νεαρή Θάλεια κερδίζει την καρδιά του. Όμως αυτό βάζει σε κίνδυνο τον μυστικό του αρραβώνα με την Καίτη, Στην αλληλογραφία που ακολουθεί ανάμεσά τους, το πάθος δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Ωστόσο, η επιταγή του καθήκοντος, αλλά και μια μεγάλη παρεξήγηση, οδηγούν τον Νάσο σε μια επιλογή που θα τον βυθίσει στη δυστυχία…


Τι έφταιξε λοιπόν και η παράσταση αυτή δεν λειτούργησε; Αρχικά η διασκευή του Ακη Δήμου είχε πολλά προβλήματα. Εκεί που το έργο είχε αποκτήσει μία ικανοποιητική ροή, παρεμβάλλονταν κάποιες τελείως αποπροσανατολιστικές σκηνές που μας έβγαζαν από το κλίμα και μας ξένιζαν (για παράδειγμα, η θεατρική αναπαράσταση του έργου του Ξενόπουλου, Στέλλα Βιολάντη, και το τελευταίο τραγούδι της παράστασης). Τελείως αψυχολόγητο – τουλάχιστον για τη δική μας λογική- ήταν, επίσης, το βαρυφορτωμένο σκηνικό της Έρσης Δρίνη που απαρτιζόταν από μία τεράστια αρχαία μαρμάρινη πύλη δωρικού ρυθμού ενώ τριγύρω υπήρχαν διάσπαρτες κολώνες που έμοιαζαν είτε με ψηλά δέντρα είτε με κιόνες (;).

Η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη δεν διακρινόταν από κάτι ιδιαίτερο. Τουναντίον ήταν τόσο αναμενόμενη, που, όχι μόνο δεν μπορούσε καν να συντηρήσει το ενδιαφέρον μας, αλλά μας θύμιζε παλιές ξεπερασμένες πομπώδεις και κυρίως επιφανειακές παραστάσεις. Στημένοι γέλωτες, χορογραφίες όμορφες που παρέπεμπαν μεν σε μια παλαιότερη εποχή, αλλά ήταν αυτιστικά επαναλαμβανόμενες και κλισέ στησίματα των ηθοποιών με αποκορύφωμα την απαγγελία της αλληλογραφίας του Νάσου και της Θάλειας από τους ίδιους τους ήρωες κάτω από το φως ενός προβολέα. Τελείως άστοχη και μη λειτουργική η σύλληψη της ύπαρξης των δύο των πεθαμένων αδελφιών της Καίτης, της συζύγου του Ανάστη, που διαρκώς περιφέρονταν στη σκηνή σαν φαντάσματα.

Οι μόνοι που κατάφεραν να διασώσουν την παράσταση ήταν οι βασικοί της πρωταγωνιστές.
Ο Αλκης Κούρκουλος έδωσε μία ξεχωριστή υπόσταση στον χαρακτήρα του Νάσου Ανάστη και σκιαγράφησε με την ερμηνεία του έναν καθαρόαιμο Ξενοπουλικό ήρωα, έναν ήρωα δυναμικό, αλλά και εύθραυστο, έναν ήρωα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα θέλω και στη λογική του, έναν καλλιτέχνη που θυσίασε ακόμη και την έμπνευσή του στο βωμό της μεγάλης του αγάπης. Η Μαρίνα Καλογήρου υπήρξε η ιδανική επιλογή για το ρόλο της Θάλειας. Αέρινη, ρομαντική και ευαίσθητη, δίνει σάρκα και οστά στην μοναδική κοπέλα που κατάφερε να ενεργοποιήσει την καρδιά του πιο περιζήτητου εργένη της Αθήνας. Εκπληξη αποτέλεσε η ερμηνεία της Δανάης Σκιάδη στο ρόλο της Καίτης, της γυναίκας που τελικά παντρεύτηκε τον Ανάστη, καθώς κατάφερε με περίσσια ευκολία να υποδυθεί μια τυπική κοπέλα της εποχής εκείνης, μια κοπέλα πιο απλή, χωρίς περαιτέρω αναζητήσεις που άνετα μπορεί να συμβιβαστεί με τα…οικοκυρικά. Πολύ καλός και απόλυτα πειστικός ο Αλέξης Γεωργούλης στο ρόλο του Αλέξανδρου Στρατίδη, έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στον χαρακτήρα του, ενώ εξαιρετική ήταν και η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου ως μητέρα του Ανάστη. Ο Δημήτρης Αλεξανδρής στον πολυεπίπεδο και δύσκολο ρόλο- κλειδί του Γιώργου Μαράνου, μπορεί να μη μας συνεπήρε με την ερμηνεία του, κατόρθωσε ωστόσο να βρει τις ισορροπίες του χαρακτήρα του και να μας πείσει. Η Ευδοκία Ρουμελιώτη, τέλος, παρασύρθηκε πολλές φορές από την τραγικότητα του ρόλου της και στις κρίσιμες στιγμές του έργου ήταν πολύ υπερβολική...


Η πιο καλή στιγμή; Σίγουρα η τελευταία σκηνή, όπου οι δύο ήρωες μετά από πολλά χρόνια ξανασυναντιούνται και συνειδητοποιούν την άσβεστη φλόγα της αγάπης τους…

Η πιο κακή στιγμή; Το τελευταίο τραγούδι της παράστασης, αυτό δηλαδή που ακολουθεί την παραπάνω σκηνή. Αυτό εξαφάνισε τελείως την ιδιαίτερη αίσθηση που μας είχε δημιουργηθεί από την εκρηκτική συνάντηση του άτυχου ζευγαριού.

Αξίζει να δείτε την παράσταση αυτή; Μόνο αν θέλετε να απολαύσετε τις ερμηνείες των βασικών πρωταγωνιστών. Διαφορετικά δεν το συνιστούμε ιδιαίτερα…

Γεωργία Οικονόμου ([email protected])

Η Κική Παπαδοπούλου είδε και αυτή την παράσταση και σχολιάζει....

Υπάρχουν στις ζωές μας όλων μας κάποιοι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε ένα δέσιμο ξεχωριστό και μας δημιουργούν έντονα συναισθήματα που δε μπορούμε να ελέγξουμε. Όσα χρόνια κι αν σβήνουμε από τα ημερολόγια κι όσα κλισέ κι αν χρησιμοποιήσουμε.

Κι η ζωή θα γελάει πάντα μαζί μας γιατί υπερίσχυσε και δεν καταφέραμε να διαχειριστούμε αυτή τη μαγεία πάνω από τα αριστερά ημισφαίρια της λογικής και ζήσαμε χωριστά ο ένας από τον άλλον.

Στην ιστορία του Γρηγορίου Ξενόπουλου, η Θάλεια και ο Νάσος ερωτεύτηκαν σε μία χρονική συγκυρία με πολλά πρέπει να κυριαρχούν και σε μια Αθήνα παραδομένη στο φαίνεσθαι, τα ταμπού και τους καθωσπρεπισμούς. Οι πρωταγωνιστές των Μυστικών Αρραβώνων ρίχνουν ατελείωτο μελάνι σε κρυφά γράμματα με ερωτικές εξολογήσεις, τριγυρνούν σε χορούς, και προσπαθούν να ζήσουν όσα επιθυμούν στην πραγματικότητα.

Κι ενώ το έργο από μόνο του έχει έναν μοναδικό συνδυασμό ρομαντισμού και έντονου πάθους και οι ηθοποιοί, ιδιαίτερα ο καθηλωτικός Άλκης Κούρκουλος, η αέρινη Μαρίνα Καλογήρου, ο στιβαρός Μελέτης Γεωργιάδης, η παρά πολύ καλή Δανάη Σκιάδη δεν δίνουν τίποτα λιγότερο από το 100%, η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χαντζάκη καταστρέφει ό,τι ωραίο έχει η παράσταση. Άστοχη, ανέμπνευστη, χωρίς καμία ατμόσφαιρα, δεν αναδεικνύει καμία ιδιαίτερη στιγμή και νιώθεις εκτός του ότι έχει μείνει σε μία άλλη εποχή, ότι ο θίασος του καθοδηγείται μόνος του. Είναι εντελώς αμέτοχος, δεν εκμεταλλεύτηκε ούτε στο ελάχιστο την μεγάλη σκηνή και επέλεξε την ψυχρότητα κάποιων διάσπαρτων μαρμάρων να γεμίσουν το χώρο.

"Και τώρα μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι αλλά ο καθένας στον δικό του δρόμο". Όσες αλλοιώσεις κι αν γίνουν, ευτυχώς το κείμενο του Ξενόπουλου θα υπάρχει στα ράφια χωρίς παρεμβάσεις για να επιλέγεις τις δικές σου γωνίες στα ατελιέ και στις αθηναϊκές γειτονιές.

Κική Παπαδοπούλου