Το ανέκδοτο εφηβικό έργο του

24.03.2009
Στα άδυτα του αρχείου του δρομοκαϊτειου ψυχιατρικού θεραπευτηρίου ανακαλύφθηκε ένας πραγματικός θησαυρός για τα ελληνικά γράμματα. Aνέκδοτα ποιήματα του μεγάλου μας ποιητή Κωστή Παλαμά προς τον ανεκπλήρωτο εφηβικό του ερώτα, την Ισαβέλλα Aννινου. οι εικόνες σας τα παρουσιάζουν.

Το ιστορικότερο και μεγαλύτερο Ψυχιατρικό Θεραπευτήριο της χώρας, το Δρομοκαΐτειο, είχε την τύχη αρκετά χρόνια τώρα, να διοικείται από τον, φιλόλογο-συγγραφέα κ. Νικόλαο Τσική. Λόγιος καθώς ήταν, αναζήτησε το Αρχείο του Νοσοκομείου γνωρίζοντας ότι εκεί είχαν νοσηλευθεί εξέχουσες μορφές των Γραμμάτων, των Τεχνών και της Επιστήμης. Οι έρευνές του όλα αυτά τα χρόνια ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Η πρόσφατη ανακάλυψή του όμως είναι από τις πολυτιμότερες, καθώς οι ιστορικοί της Νεοελληνικής Γραμματείας θα πρέπει στο εξής να τη συμπεριλαμβάνουν σε κάθε νέο τόμο που θα αφορά τη ζωή και το έργο του Κωστή Παλαμά.

Κατά τη συνάντησή μας στο γραφείο του ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος: «Είναι αυτονόητη η σημασία της ανεύρεσης και παρουσίασης ανέκδοτων λογοτεχνικών έργων. Πιστεύω πως θα ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον κόσμο να πληροφορηθεί, πού και πώς βρέθηκαν τα κείμενα αυτά. Υπηρέτησα άμισθος και υπηρετώ χωρίς οποιαδήποτε εργασιακή σχέση στο ιστορικό φιλανθρωπικό δημιούργημα της ανθρωπιάς του Χιώτη Ζωρζή Δρομοκαΐτη, το οποίο παλαιότερα ονομαζόταν Δρομοκαΐτειον Θεραπευτήριον και προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες συνεχώς από το 1887. Οπως είναι σύνηθες στην ελληνική πραγματικότητα, υπήρχε εκεί ογκωδέστατο αρχείο ποικίλου περιεχομένου με μεγάλες και συχνά ανεπανόρθωτες φθορές αλλά και με πάρα πολλές απώλειες ?ατάκτως ερριμμένον και ουδέν χρήσιμον?. Αυτό το Αρχείο θέλησα και θεώρησα καθήκον μου να περισώσω και να τακτοποιήσω κατά το δυνατόν. Με την ευσυνείδητη και ανιδιοτελή εργασία εκλεκτού και προικισμένου υπαλλήλου του Δρομοκαϊτείου, του Παναγιώτη Πικιού, η προσπάθεια ευοδώθηκε και εκτός από τον καταρτισμό και την ίδρυση αξιόλογου Νοσοκομειακού Μουσείου εντός του Νοσοκομείου καταρτίσθηκε, χωρίς ακόμη να ολοκληρωθεί, Αρχείο σημαντικών και ποικίλου περιεχομένου εγγράφων, τα οποία, αφού συντηρούνται δεόντως, αρχειοθετούνται κατά χρονολογική σειρά με αρχή το 1886. Εχουμε φθάσει στο έτος 1921 και στον 21ο τόμο. Κατά την έρευνα αυτή και αφού είχε ανακαλυφθεί το έγγραφο εισαγωγής και το αποβιωτήριο του Γεωργίου Βιζυηνού, ο σταυρός του τάφου του Ρώμου Φιλύρα (ετάφη εντός του θεραπευτηρίου) και άλλα πολλά, μια άλλη ευχάριστη έκπληξη ακολούθησε. Παρακάλεσα τον προσεκτικό υπάλληλο να ερευνήσει για ορισμένο σκοπό το Αρχείο των περιουσιακών στοιχείων του Δρομοκαϊτείου και κατά τη διάρκεια της έρευνάς του αντίκρισε κάποια εντελώς ξένα προς το ερευνώμενο Αρχείο χειρόγραφα. Τα ξεδίπλωσε και είδε με πολλή χαρά ότι ήταν ποιήματα και μάλιστα ορισμένα εξ αυτών του Κωστή Παλαμά. Μου τα παρέδωσε για τα περαιτέρω και αυτά τα χειρόγραφα έχω τη χαρά να σας τα παρουσιάζω».
Οση ώρα μιλά ο Πρόεδρος του Δρομοκαΐτειου, το βλέμμα του δεν φεύγει πάνω από τα χειρόγραφα του Κωστή Παλαμά, θαρρείς και φοβάται μη τυχόν και χαθούν από το οπτικό του πεδίο. Τα κρατά στα χέρια του με ιδιαίτερη στοργή και σεβασμό σαν να είναι τα χαρτιά ανθρώπινες ψυχές. Του αποκαλύπτω τη σκέψη μου και μου απαντά μ’ ένα χαμόγελο όλο νόημα: «Μα είναι ψυχές τα χαρτιά. Να, αυτό εδώ είναι η ψυχή του Παλαμά, εσείς τι λέτε, δεν είναι;». Συμφωνώ μαζί του και καθώς μου τα δίνει να τα πιάσω στα χέρια μου, συνεχίζει: «Από έρευνα στο σχετικό Αρχείο διεπίστωσα ότι τα χειρόγραφα τα πήρε μαζί της κατά τον εγκλεισμό της στο Δρομοκαΐτειο, μiα ασθενής η οποία καταγόταν από την Κεφαλλονιά και είχε στενή συγγενική σχέση με την αρχοντική οικογένεια των Αννίνων. Επίσης ανακάλυψα ότι στον ίδιο χώρο νοσηλεύθηκε από τις 14 Αυγούστου του 1923 έως τις 13 Οκτωβρίου του ιδίου έτους ?ότε απολυθείς ιαθείς? ο Απόστολος Γερασίμου Αννινος ?ετών 60, εκ Σκάλας Κεφαλληνίας?, τον οποίον οδήγησε στο Δρομοκαΐτειο ο αδελφός του, Επαμεινώνδας. Στο Δρομοκαΐτειο νοσηλεύθηκε και η Ελένη Μιχαήλ Αννίνου, ?ετών 17, άγαμος, εξ Αργοστολίου Κεφαλληνίας?. Εισήχθη το 1919. Τα χειρόγραφα αυτά η Ελένη Αννινου τα είχε φέρει μαζί της ως καύχημα και φυλαχτό, τα οποία έμειναν στο Δρομοκαΐτειο, όπως έμειναν και διάφορα αντικείμενα ασθενών, ρολόγια τσέπης, δαχτυλίδια, ταυτότητες, αναπτήρες κ.ά., τα οποία έχουν συγκεντρωθεί και εκτίθενται στο Νοσοκομειακό Μουσείο. Η Ελένη Αννινου ήταν απόγονος ή του Απόστολου ή του Επαμεινώνδα Αννινου, των οποίων αδελφή υπήρξε η ενάρετη Ισαβέλλα, που κυριαρχεί στα δημοσιευμένα ποιήματα, και όλοι αυτοί με τον Παλαμά ήσαν περίπου συνομήλικοι. Τα ευρήματα βρέθηκαν σε καλή κατάσταση, είναι ευανάγνωστα και σε ορισμένα σημεία παρουσιάζουν δυσκολίες που με λίγη προσοχή όμως ξεπερνιούνται».

Παρατηρώντας το παλαιότερο χειρόγραφο με ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1876, διαπιστώνω πως υπάρχουν δύο ποιήματα ένα με υπογραφή ?Κωστής Μιχαήλ Παλαμάς? κι ένα άλλο με ?Ωρίων?. Μάλιστα διακρίνονται και τα δυο τους για την ακροστιχίδα τους, όπου σχηματίζεται από το πρώτο γράμμα κάθε στίχου το όνομα ΙΣΑΒΕΛΛΑ. Την απορία μου, ποιος είναι ο Ωρίων, τη λύνει ο κ. Τσικής: «Πρόκειται για τον ποιητή Νίκο Καμπά, που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1857 και πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 1939. Είχαν γνωριστεί με τον Παλαμά σε κάποιο φοιτητικό σύλλογο, έγιναν αγαπημένοι φίλοι και συγκατοίκησαν ένα χρόνο σε μικρό οίκημα της οδού Ασκληπιού. Ποια ήταν όμως η Ισαβέλλα, η «λατρευομένη, πάναγνος, μυρόεσσα, ακμαία» που «άνθη φύονται και ρόδα εις τα βήματά της»;

Ασφαλώς είναι η Ισαβέλλα Αννινου και ο Παλαμάς ως γνωστόν είχε φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Αννινου. Το λέει ο ίδιος το 1936, σε ερώτηση του Δημ. Λουκάτου: «-Πήγατε ποτέ Κεφαλονιά; -Ναι, πήγα, ήμουν όμως μικρός. Μαθητής Γυμνασίου, θα ήταν το 1876. Ημουν ώς 16 χρονών. Είχα φίλον εκεί τον Επαμεινώνδα Αννινο. Εμεινα στ’ Αργοστόλι ολόκληρο το καλοκαίρι. Μα δεν θυμάμαι λεπτομέρειες?.

Εκεί, φαίνεται, γνώρισε ο έφηβος Παλαμάς την Ισαβέλλα με τις περίσσιες αρετές και γοητεύτηκε. Ακολούθως τη γνώρισε και στον Νίκο Καμπά κι έτσι εξηγείται ο παιγνιώδης ποιητικός διαγωνισμός μεταξύ των δύο φίλων. Το πρώτο χρονολογικά ποίημα του Παλαμά είναι λυρικό και γράφτηκε με ερέθισμα έμπνευσης την Ισαβέλλα. Το δεύτερο όμως, το μεγάλο, γράφτηκε για να ανακοινωθεί ο έρωτάς του προς αυτήν και είναι εξομολογητικό. Ημερομηνία έχει «Αθήνα, 10 Οκτωβρίου» δίχως αναγραφή έτους, αλλά μάλλον χρονικά είναι το δεύτερο, γιατί το τρίτο είναι στις 31 Δεκεμβρίου 1877 όπου εκεί φαίνεται ότι η Ισαβέλλα δεν απέρριψε την εξομολόγησή του γι’ αυτό κι έχει τίτλο ?Τη Καλή Ισαβέλλα» κι ο Παλαμάς τη ραντίζει με «χρυσά χαρίσματα» και άλλα πολλά.

Θα πρέπει ακόμα να αναφέρουμε για όσους δεν το γνωρίζουν, πως ο Παλαμάς υπήρξε ιδιαίτερα ερωτικός άνθρωπος, η δε σύζυγός του, Μαρία Βόλβη Παλαμά, που ήταν παρούσα κάποτε σε μια συνέντευξή του, τον πείραξε λέγοντάς του: «Ξεχνάς να πεις πως ήσουν ερωτευμένος με όλα τα κορίτσια του Μεσολογγιού». Ο Παλαμάς τότε, με ειλικρίνεια της απάντησε: «Ερωτευμένος; Ναι, πάντα ήμουν ερωτευμένος».

Αποχαιρετώ τον Πρόεδρο του Δρομοκαΐτειου και καθώς βγαίνω στο προαύλιο με τους ασθενείς να λιάζονται κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, αναλογίζομαι πόσα άραγε μυστικά να κρύβονται ακόμα στα 14.000 στρέμματα που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο και ιστορικότερο ψυχιατρείο της χώρας. Ούτως ή άλλως, όπου κι αν κοιτάξεις έχει πολλά να σου διδάξει?

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Ισην έχεις προς αγγέλους της ψυχής την καλλονήν.
Σωφροσύνην δέ και χάριν απροσποίητον κι αγνήν.
Ανθη φύονται και ρόδα είς τα βήματά σου κόρη
Βλέμμα έν σου δέ φιλτάτη στέλλει τόν θνητόν στα όρη.
Ευλογημένη πάντοτε η μήτηρ πού σ’ εγέννα
Λαμπρόν δ’ έστω το μέλλον σου και μειδιών σε σένα.
Λόγοι πικροί ουδέποτε τα ώτα σου να πλήξουν
Αγνά δέ και ευδαίμονα τα έτη σου να λήξουν.

Ωρiων

Ιδέ εις ένα ίασμον τήν συμπαθή μορφήν σου
Σύ και εκείνος αδελφήν δυάδα παριστάτε
Αυτού το μύρον το γλυκύ στολίζει την ψυχήν σου
Βαθέως εν τή όψει σου ή χάρις του πλανάται.
Είθ΄ εις ιάσμου άρωμα να ρέη η ζωή σου,
Λατρευομένη, πάναγνος, μυρόεσσα, ακμαία
Λαμπράν ψυχήν να ενδυθούν οι πόθοι της ψυχής σου,
Αγιος νύμφης στέφανος να στέψει σε, ω νέα..

Αθήνα, τη 31 Δεκεμβρίου 1876 κ.μ.π.

ΤΗ ΚΑΛΗ ΙΣΑΒΕΛΛΑ
Διά την πρώτην του έτους
Νεράιδα ήθελα νάμουνα να καταιβώ σιμά σου
Τη νύχτα αυτή, σαν όνειρο γλυκό, να σε κοιμίσω,
Να σκύψω σά μητέρα σου, ν’ ανοίξω την καρδιά σου,
Να ιδώ τι θέλει, τι διψά, αυτό να της χαρίσω.
Η Ευτυχία νάμουνα γι’ αυτή τη νύχτα μόνο
Να’ ρχόμουν, με χαρίσματα χρυσά να σε ραντίσω,
Το γέλοιο μου το αθάνατο ΄ς το στόμα σου ν’ αφήσω,
Κι’ ολόδροση να σηκωθής, σαν τον καινούριο χρόνο.
Μά τώρα εγώ φτωχή καρδιά, με τί να στεφανώσω,
Ποιο να ταιριάσω χάρισμα, ‘ς τά εύοσμα σου νιάτα;
Άχ! μόνο μια φτωχή ευχή, δεν έχω άλλο να δώσω:
Πάντα να βλέπης άνοιξι ‘ς του βίου σου τη στράτα!
31 Δεκεμβρίου 1877 Κ.Μ.Π.

ΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΙ Ισαβέλλα Αννίνου

Ι
Εντός εμού ενίοτε αισθάνομ’ άγνωστον τι
Συναίσθημα ενδόμυχον, βαθύ, αόριστον τι,
Ηδύτητα ανέκφραστον εντός εμού ενσπείρον,
Κι’ εις ρεμβασμούς το πνεύμα μου και σκέψεις επίσυρον.
Είναι ωραία η στιγμή αυτή του πνεύματός μου.
Το σύμπαν νέον, έκλαμπρον παρίσταται εμπρός μου
Ως να μετέχω φύσεως αλλοίας, ουρανίας,
Εις ξένον κόσμον φέρομαι μεστός ευδαιμονίας.
Ηρέμα τότε και δειλώς λαμβάνουσα γραφίδα,
Υπείκουσα εις μακρινήν, αόριστον ελπίδα,
Γραμμές εμμέτρους συνεχώς η χειρ μου εγχαράττει,
Ενώ μ’ εμπνέει άνθος τι η ύπαρξις φιλτάτη.
Δεν έχουν αι γραμμαί αυταί λαμπρότητας, πυρ, κάλλη.
Είν’ ασθενή δοκίμια, θερμή μόνον αιθάλη.
Δεν είναι αυταί ισχυραί και πλούσιαι ποιήσεις,
Αλλ’ όμως της καρδίας μου εισίν αι συγκινήσεις.
Γνωρίζω το αδέξιον αυτών και την πτωχείαν,
Και δη τας κατεδίκασα εις μόνωσιν, σκοτίαν.
Και δειλιών τρέμω το φως και το τυπογραφείον,
Μη προδοθή το μέτριον των ατυχών τεκνίων...

ΙΙ
Αλλ’ έστιν ότε λύεται η τόση μου δειλία,
Και την καρδίαν μου πληροί ακτίς ελπίδος μία·
Αλλ’ ευθαρσής ενίοτε του στίχους μου προβάλλω
Προ ευαισθήτων καρδιών, κι’ υπό δειλίας πάλλω.
Δεν θέλω γέρων έμπλεως σχολαστικής σοφίας
Να κρίνει τας παραφοράς, τους πόθους της καρδίας.
Ο γέρων θεωρών εγγύς την πεπρωμένην κλίνην
Τους κρίνει με την κρυεράν του γήρως του γαλήνην.
Τω φαίνονται προσοποιητοί, ψυχροί, παρηλ(λ)αγμένοι
Τω νέων οι σφοδροί παλμοί, οι έρωτες των νέων
Προ των στροφών των δύστροπος, βεβαρυμένος μένει,
Χασμάται· -εις την παρακμήν ουδέν φαίνετ’ ακμαίον-.
Θέλει στο πυρ επί πυράς να τίθηται η νεότης.
Νομίζει την νεότητα ότι ευστόχως κρίνει.
Ποθώ την τρυφερότητα να κριν’ η τρυφερότης.
Σάλον σφοδρόν, πλήρη ζωής, μισεί νεκρά γαλήνη.

ΙΙΙ
Συ δύνασαι τους στίχους μου καλλίτερον να κρίνης,
Και επ’ αυτών το βλέμμα σου βαθύτερον να τείνης.
Πολύ εις την καρδίαν σου τη συμπαθή ελπίζω,
Κι εις την παρθένον σου ψυχή τους λόγους μου στηρίζω
Πίστευσον, νέα, πίστευσον· καρδίαι, ναι, καρδίαι
Πρέπει να κρίνουν ποιητάς ν’ αναγιγνώσκουν στίχους,
Παρά διάνοι’ εμβρίθεις, διάνοιαι βαθείαι.
Ναι· αι καρδίαι εννοούν παλμούς τους ενδομύχους.
Και οι ποιηταί ουχί προς νους, λαλούσι προς καρδίας
Των καρδιών των ψάλλοντες παλμούς και τρικυμίας.
Καρδίαν ποία πλάσματα ωραιοτέραν έχουν,
Οποία το μυστήριον το τιμαλφές κατέχουν
Που εννούν του ποιητού τας εξομολογήσεις
Κι’ αισθάνονται του έρωτος τας θείας συγκινήσεις·
- Η κόρη, μ’ απαντά το παν, η κόρη, η παρθένος,
Του Πλάστου τ’ αριστούργημα, των ποιητών ο αίνος
Και είσαι κόρη... ευμενώς εμπρός των στίχων κλίνε,
Προ αθυρμάτων παιδικών ολίγην ώραν μείνε,
Γαλούχημα της μουσικής, της αρμονίας μύστις,
ιεροφάντις συμπαθής της τέχνης της καλλίστης.
Γνωρίζεις τι η μουσική γεννά και τι εμπνέει,
Που οδηγεί και ανυψοί, είτε γελά ή κλαίει;
Εάν, ως λέγουν, άλλοτε τους λίθους συνεκίνει,
Εις της παρθένου την ψυχήν τι δωρεάς εγχύνει;
Πίστευε, νέα, πίστευε· εάν μυστηριώδης
Χάρις, αιγλήεσσα, κοσμεί το λείον πρόσωπόν σου,
Οπόταν πρόθυμος, κομψή, γελόεσσα, οιστρώδης,
Αβρούς δακτύλους οδηγείς επί το κύμβαλόν σου,
Της μουσικής ειν’ εκλεκτόν η χάρις αυτή δώρον
Ευνοίας ούτω άριστον σοι αποτίει φόρον.

ΙV
Αλλ’ είναι στίχοι παιδικής χειρός και απειρίας,
Ουδ’ εντυπώσεις προκαλούν ευνοϊκάς, βαθείας.

V
Αν διατρέξης τας στροφάς μετά ευαρεσκείας,
Και σου φανούν αυταί καιρού ολίγης απωλείας
Αντάξιαι· αν δυνηθούν μικρόν να σ’ εξεγείρουν
Ενδιαφέρον ένδον σου μικρόν να διεγείρουν
Αν με πονέσης πάσχοντα κι’ ερώντα μ’ ελεήσης,
Γνωρίζεις ποίαν άρρητον χαράν θα μοι δωρήσεις;
-Πίστευσον, νέα, πίστευσον. Της δάφνης ανταξία
Κόρης ευμούσου δι’ εμέ επιδοκιμασία.
Και τότε χάριν δι’ εμέ μεγάλην θα αιτήσω,
Και άφες την επίτευξιν εκείνης να ελπίσω.
Προ του κυμβάλου σου αβρόν εν μέλος να ρυθμίσης,
Κ’ εμοί εμπρός σου μένοντι πτέρυγας να δωρήσης...
Αθήνα, 10 Οκτωβρίου Κ. Π. Παλαμάς

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΑΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ