Εριχ Μαρία Ρεμάρκ, Η Νύχτα της Λισαβώνας

12.02.2007
Βρισκόμαστε στο κατώφλι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια νύχτα στο λιμάνι της Λισαβώνας δύο άντρες που επιχειρούν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη θα αναπτύξουν μεταξύ τους έναν δεσμό που θα διαρκέσει για όλη τους τη ζωή...
«Αργά τη νύχτα η προκυμαία ήταν άδεια. Ύστερα από λίγο, ωστόσο, αντιλήφθηκα κάποιον άντρα να περιφέρεται άσκοπα, κι ύστερα να στέκει κι εκείνος κοιτώντας το βαπόρι. Θα είναι ένας από τους πολλούς απόκληρους, υπέθεσα, και δεν του ξανάδωσα σημασία, μέχρι που ένιωσα ότι με παρακολουθούσε. Ο φόβος της αστυνομίας δεν εγκαταλείπει ποτέ έναν πρόσφυγα, ούτε καν στον ύπνο του, ακόμα κι αν δεν έχει τίποτα να φοβηθεί ? γι’ αυτό τον λόγο έκαναν αμέσως μεταβολή, κάπως βαριεστημένος, και εγκατέλειψα αργά την προκυμαία, όπως θα έκανε κάποιος που δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Λίγο αργότερα άκουσα βήματα πίσω μου. Συνέχισα να βαδίζω χωρίς να επιταχύνω το βήμα, ενώ ταυτόχρονα αναλογιζόμουν πώς θα ενημέρωνα τη Ρουθ αν με συλλάμβαναν. Το αχνόχρωμα σπίτια, που κούρνιαζαν σαν τις πεταλούδες τη νύχτα στην άλλη άκρη της προκυμαίας, απείχαν ακόμη αρκετά, ώστε να φτάσω γρήγορα απέναντι και να χαθώ μες στα σοκάκια, χωρίς τον κίνδυνο να με πυροβολήσουν.
Ο άντρας βρισκόταν τώρα δίπλα μου. Ήταν λίγο πιο κοντός από μένα. «Είστε Γερμανός;» Με ρώτησε στα γερμανικά. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι και προχώρησα.
«Αυστριακός;»
Δεν απάντησα κοιτούσα τα αχνόχρωμα σπίτια που πλησίαζαν προς το με΄ρος μου με πολύ αργό ρυθμό. Γνώριζα πως υπήρχαν Πορτογάλοι αστυνομικοί που μιλούσαν τα γερμανικά πολύ καλά.
«Δεν είμαι αστυνομικός», είπε ο άντρας. «....» Δεν απάντησα. Δεν μου χρειάζονταν παρά μονάχα είκοσι μέτρα για να τον ρίξω κάτω και να μπορέσω να διαφύγω, εφόσον παρουσιαζόταν ανάγκη.
«Εδώ έχω δύο εισιτήρια για το βαπόρι που είναι αγκυροβολημένο εκεί απέναντι», είπε ο άντρας και έχωσε το χέρι στην τσέπη.
Είδα τα αποκόμματα. Δεν μπορούσα να τα διαβάσω στο αδύναμο φως. Τώρα, όμως, είχαμε φτάσει αρκετά μακριά. Μπορούσα να διακινδυνεύσω να μείνω μαζί του. «Τι είναι όλα αυτά;» ρώτησα στα πορτογαλικά. Δυο τρεις λέξεις τις γνώριζα. «Μπορείτε να τα πάρετε», είπε ο άντρας. «Δεν τα χρειάζομαι».
«Δεν τα χρειάζεστε; Τι σημαίνει αυτό;»
«Δεν τα χρειάζομαι πλέον». Τον κοίταξα προσεκτικά. Δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε. Δεν φαινόταν για αστυνομικός. Δεν χρειαζόταν τέτοια απαρχαιωμένα κόλπα για να με συλλάβει. Αν, όμως, τα εισιτήρια ήταν γνήσια, γιατί να μην μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ο ίδιος; Και γιατί τα πρόσφερε σ’ εμένα; Ήθελε μήπως να τα πουλήσει; Ένιωσα κάτι να τρέμει μέσα μου.
«Δεν μπορώ να τα αγοράσω», του αποκρίθηκα τελικά στα γερμανικά. «Αξίζουν μια περιουσία. Σίγουρα θα υπάρχουν στη Λισαβώνα πλούσιοι εμιγκρέδες. Εκείνοι θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν όσα τους ζητήσετε. Πλησιάσατε λάθος άνθρωπο. Δεν έχω καθόλου χρήματα».
«Δεν θέλω να τα πουλήσω», είπε ο άντρας.
Κοίταξα πάλι τα αποκόμματα. «Είναι γνήσια;»
Τα έτεινε προς το μέρος μου δίχως να μου αποκριθεί. Θρόιζαν μες στα χέρια μου. Ήταν γνήσια. Η κατοχή τους και μόνο άνοιγε τον δρόμο που οδηγούσε στη σωτηρία. Ακόμη κι αν δεν μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω, επειδή δεν είχαμε αμερικανική βίζα, με δύο εισιτήρια στο χέρι ίσως προλάβαινα ακόμη να βγάλω τα χαρτιά νωρίς αύριο το πρωί ? ή τουλάχιστον να τα πουλήσω. Αυτό σήμαινε έξι μήνες ζωή. Δεν καταλάβαινα πού το πήγαινε.
«Δεν σας καταλαβαίνω», είπα.
«Μπορείτε να τα πάρετε», αποκρίθηκε. «Δωρεάν. Αύριο, πριν το μεσημέρι, θα έχω φύγει από τη Λισαβώνα. Υπό έναν όρο».
Τα χέρια μου έπεσαν άψυχα στο πλάι. Ήξερα ότι δεν ήταν δυνατόν να έλεγε την αλήθεια.
«Τι;» ρώτησα.
«Δεν θέλω να μείνω μόνος αυτή τη νύχτα».
«Θέλετε να μείνω μαζί σας;»
«Ναι. Μέχρι αύριο το πρωί».
«Αυτό είναι όλο;»
«Αυτό είναι όλο».
«Τίποτα άλλο;»
«Τίποτα άλλο».
(απόσπασμα από το βιβλίο)

Βρισκόμαστε στο κατώφλι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια νύχτα στο λιμάνι της Λισαβώνας δύο άντρες που επιχειρούν να εγκαταλείψουν την Ευρώπη θα αναπτύξουν μεταξύ τους έναν δεσμό που θα διαρκέσει για όλη τους τη ζωή.
Φτωχός και χωρίς μέσο διαφυγής ο ένας θα δεχτεί δύο εισιτήρια από τον άλλον με την προϋπόθεση να ακούσει την προσωπική του ιστορία, μια ιστορία στην οποία κυριαρχούν ο έρωτας κι ο θάνατος σε μια εποχή βασιλείας του κακού.
Η Νύχτα της Λισαβώνας δημοσιεύτηκε το 1964 και θεωρείται όχι το γνωστότερο αλλά το κορυφαίο έργο του Γερμανού συγγραφέα. Εδώ το αντιπολεμικό στοιχείο δεν είναι πια μια νεανική κραυγή όπως στο Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο αλλά κατασταλαγμένη επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.

Εκδόσεις Ηλέκτρα
Τίτλος: Η Νύχτα της Λισαβώνας
Συγγραφέας: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Μετάφραση: Γιάννης Κέλογλου
β: Βίκη Δέμου
Σελίδες: 312
ISBN: 978-960-6627-52-1