BOB DYLAN στο Βερολίνο (Μax-Schmeling-Halle) 3 Μαΐου 2007:Ημουν κι εγώ εκεί, σε στάση προσευχής!

16.05.2007
BOB DYLAN στο Βερολίνο (Μax-Schmeling-Halle) 3 Μαΐου 2007:Ημουν κι εγώ εκεί, σε στάση προσευχής!

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: Κάτω από ένα μεγάλο καουμπόικο καπέλο, ένα πρόσωπο κρυμμένο μέσα στις σκιές των φώτων και συνεχώς σκυμμένο πάνω από την κιθάρα ή τα πλήκτρα που έπαιζε.
(Αμφιβάλλω αν ο Μπομπ Ντύλαν σήκωσε τα μάτια έστω και μία φορά για να κοιτάξει το κοινό ολόκληρη εκείνη τη βραδιά).
Πίσω από το πιάνο, που έκοβε το σώμα στα δύο, δυο πανύψηλα & πολύ αδύνατα πόδια (ντυμένα με μυτερές καουμπόικες μπότες) που δεν σταμάτησαν να χορεύουν, να κρατάνε ρυθμό, να κινούνται ακατάπαυστα, σαν να ήταν τα μόνα που μπορούσαν να εκφράσουν την αμηχανία ή την ανυπομονησία του 65χρονου ‘Θεού Ντύλαν’, ο οποίος μετράει φέτος 46 χρόνια Live πάνω στις σκηνές όλου του πλανήτη.
Το μεγάλο σαν γήπεδο Μax-Schmeling-Halle ήταν γεμάτο.
Εξηντάρηδες ‘Βikers’ που το σώμα τους έχει πάρει μόνιμα στάση της μηχανής που καβαλάνε από το ’60, και 18άρηδες που μάθανε τον Ντύλαν φέτος, μετά από τη μεγάλη επιτυχία που έκανε το τελευταίο του άλμπουμ, και ήρθαν να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να τραγουδήσουν μαζί του τα κλασικά του κομμάτια (ν’ ανάψουν και κανένα αναπτηράκι στο ?Blowin’ in the Wind?).
Μόνο που ο Μπομπ Ντύλαν δεν τους έδωσε την ευκαιρία. Ποτέ δε δίνει την ευκαιρία σε κανένα κοινό να συμπεριφερθεί όπως στις άλλες συναυλίες.
Διότι ο Μπομπ Ντύλαν δεν είναι ίδιος με τους «άλλους». Για την ακρίβεια δεν είναι ίδιος ούτε καν με τον εαυτό του (από συναυλία σε συναυλία κι από μέρα σε μέρα).
Ήμασταν πολλοί εκείνο το βράδυ που πήγαμε να δούμε έναν από τους ελάχιστους εναπομείναντες μεγάλους επαναστάτες & ‘μύθους’ της μουσικής του 20ου αιώνα. Αυτόν τον τύπο που από τα είκοσι χρόνια του κάνει τα πράγματα με το δικό του τρόπο και με τους δικούς του όρους. Τον μεγάλο ποιητή και τραγουδοποιό, με τις αυστηρές αρχές και την ‘γήινη’ φιλοσοφία για τη ζωή, που του επιβάλλουν μια συγκεκριμένη στάση απέναντι στα πράγματα (καμία σχέση με συμπεριφορές «ροκ Σταρ» και τέτοια παραμύθια).
Ο Μπομπ Ντύλαν, που παρεμπιπτόντως να πω ότι είχα ξαναδεί σε συναυλία στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’80, όπως ξανακατάλαβα το βράδυ της 3ης Μαΐου, είναι απλώς μοναδικός και ένας.
Ένας ντροπαλός (believe it or not) και μόνος cowboy με μια κιθάρα, μια μικρή παρέα μουσικών, ένα πιάνο και αυτή τη φυσαρμόνικα μέσα από την οποία φυσάει την ψυχή του από το 1960 μέχρι σήμερα. Ένας ‘πεισματάρης’ μεγαλοφυής ποιητής που επιμένει ότι στις συναυλίες του πρέπει να ΑΚΟΥΣ τα λόγια των τραγουδιών του, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα σε πετύχουν εκεί που τα έχεις περισσότερο ανάγκη: στο μυαλό & στην καρδιά.


Ήμουν κι εγώ εκεί...
«You think I’ m over the hill
You think I’m past my prime
Let me see what you got
We can have a whooping time»

[Bob Dylan, "Spirit on The Water", από το άλμπουμ «Modern Times», 2006]
Πέντε μουσικοί (με πάρα πολλές κιθάρες, ένα βιολί, πλήκτρα, ένα όρθιο κι ένα ηλεκτρικό μπάσο) ντυμένοι με ανοιχτά γκρι κοστούμια(!!). Οι τέσσερις από αυτούς φοράνε καπέλα ή σκουφιά, συν ο Ντύλαν με το καουμπόικο, πέντε καλύμματα κεφαλής επί σκηνής (ούτε στη συναγωγή να είμαστε).
Πάω στοίχημα ότι ο ένας στους τέσσερις από όσους βρισκόμασταν εκεί, δεν αναγνώρισε ούτε το ένα τρίτο των τραγουδιών που είπε ο Ντύλαν εκείνο το βράδυ. Κι είπε πολλά από τα «γνωστά» του.
Μελωδίες, ενορχηστρώσεις, χρόνοι όλα ανατιναγμένα και εντελώς αλλαγμένα.
Ούτε το «Blowin’ in the Wind» δεν κατάλαβαν οι περισσότεροι! Και δεν τους αδικώ.
Προσωπικά έμεινα κρεμασμένη από τα αόρατα χείλη του Μπομπ Ντύλαν επί δύο ώρες περίπου για να καταφέρω να «αναγνωρίσω» μερικά μόνο από τα τραγούδια του.
Όσες στιγμές μετακινήθηκα ή αφαιρέθηκα για λίγο, έχασα κεφάλαια ολόκληρα.
Με τη βραχνή (διαχρονική) φωνή του και με μια άρθρωση και τονισμό που μύριζε αμερικάνικο Νότο ο Ντύλαν (που ούτε από το Νότο είναι, ούτε στο Νότο έχει ζήσει ποτέ του, τα τελευταία χρόνια ζει στη Σκοτία!), είπε τραγούδια που πατάνε γερά πάνω στην αμερικανική «Tradition», και είναι αυστηρά μελετημένα ώστε να μην την προδίδουν ποτέ ούτε με ευκολίες ούτε με εντυπωσιασμούς τύπου «σταρ είμαι ό,τι θέλω κάνω».
Γενικά το σταριλίκι και ο Ντύλαν δεν τα πάνε καθόλου καλά. Κι όσο για τη συνήθεια να αλλάζει τα τραγούδια του, την απέκτησε με τα χρόνια μαζί με το χαρακτηριστικό που είχε ανέκαθεν, να μην ξέρει ούτε ο ίδιος τι θα τραγουδήσει, πως και ποια ακριβώς στιγμή. Αποτέλεσμα οι μουσικοί του κάποιες φορές να ακούγονται στις αρχές των κομματιών σαν ξεκούρδιστοι, ενώ στην πραγματικότητα ήταν εξαιρετικοί. Ο μόνος τρόπος να τον παρακολουθήσουν είναι να κοιτάνε τα χέρια του τα οποία καθώς συσπώνται για να περάσουν στο επόμενο ακόρντο αποκαλύπτουν και το άμεσο μέλλον αυτού που οι υπόλοιποι μουσικοί καλούνται να ακολουθήσουν.
Ειλικρινής, αυθόρμητος, πεισματάρης, «αδιόρθωτος» (ευτυχώς), και με μια πολύ σαφή άποψη στο μυαλό για το πως πρέπει να παίζεται και να ερμηνεύεται η μουσική και τα τραγούδια.
Στη συναυλία που τον είχα δει τη δεκαετία του ’80 ο Ντύλαν ήταν άλλος άνθρωπος.
Στο πρώτο μέρος έλεγε τα νεο-χριστιανικά του, με τη συνοδεία μικρής γυναικείας χορωδίας γκόσπελ, και στο δεύτερο τα κλασικά του (εκεί πάνω στο «Lay Lady Lay» κοντέψαμε να πάθουμε έμφραγμα από τη συγκίνηση). Τις προάλλες στο Βερολίνο, καμία σχέση.
Ο Ντύλαν ήταν απόμακρος, αγέλαστος, σκυφτός, και έδινε την εντύπωση ότι ήταν κάπου «αλλού».
Κάποια από τα λόγια που τραγουδούσε δεν ακούγονταν καθόλου (μεγάλη αίθουσα, πολύς κόσμος, ακατάλληλο περιβάλλον για ‘Ντύλαν’), κάποια άλλα στιχάκια τα έλεγε δυνατά και καθαρά σαν να σε προκαλούσε να ακούσεις και να απαντήσεις..

Αυτό το 4στιχο από τον τελευταίο (αριστουργηματικό) δίσκο του, το «You think I’ m over the hill/ You think I’m past my prime/ Let me see what you got/ We can have a whooping time» , για παράδειγμα, το άκουσα διαυγώς και σαν καμπάνα, διότι αυτό είναι και το όλο ‘θέμα’ με τον Ντύλαν. Στα 65 του κάθεται και γράφει ένα άλμπουμ ποιητικό και εξαίσιο και βγαίνει στην αρένα μαζί με όλα αυτά τα παρατράγουδα που κυκλοφορούν στη βιομηχανία του τραγουδιού και παίρνει κεφάλια. «Νομίζεις ότι ‘τέλειωσα’/ ότι έχω περάσει την ακμή μου/ Δείξε μου τι έχεις και μπορούμε να περάσουμε καλά». Μόνο που κανένας δεν έχει αυτό που διαθέτει ο «τελειωμένος» Ντύλαν, ο οποίος είναι.. ολοζώντανος, γεμάτος μουσική και much younger than that now.. ή, μάλλον, πιο σοφός σήμερα από τότε..
"Half-wracked prejudice leaped forth
‘Rip Down all hate’, I Screamed
Lies that life is black and white
Spoke from my skull. I dreamed
Romantic facts of musketeers
Foundation deep, somehow.
Ah, but I was so much older then
I’m younger than that now"

[Bob Dylan, "My Back Pages", 1964]

Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δεν έχει παραιτηθεί από τίποτα, δεν έχει πάρει πίσω ούτε μισή λέξη ή πράξη του, δεν έχει μετακινηθεί ως προς τα πράγματα που του αρέσουν και ως προς τη μουσική που θέλει να υπηρετεί. Ο Ντύλαν είναι ο Ντύλαν και Thank God που τον γνώρισα μέσα από τα αριστουργήματα που έχει τραγουδήσει, τις συνεντεύξεις του, (τις παλιές γιατί τελευταίως δε δίνει πια _ έχει χρόνια ανοιχτό πόλεμο με τους ηλίθιους εκπροσώπους των ΜΜΕ), τα ντοκυμαντέρ που έχουν γυριστεί γι’ αυτόν (τα έχουμε όλα εδώ στο σπίτι των μεγάλων φαν), τα βιβλία του, τη στάση ζωής του.
O πιο «εξηγημένος» (ερμηνευμένος & παρερμηνευμένος) και παρεξηγημένος ποιητής του 20ου αιώνα των ΗΠΑ, ο πιο ειλικρινής τραγουδοποιός (όπως οφείλει να είναι κάθε τραγουδοποιός, αλλιώς δεν.. υπάρχει), ο άνθρωπος που τα έχει γράψει.. ‘όλα’, τα έχει εξομολογηθεί όλα κι έχει παρεξηγηθεί για κάθε του κίνηση.
Ο Ντύλαν που έχει γράψει τη μάνα όλων των ερωτικοσεξουαλικών τραγουδιών της εποχής του («Lay, Lady Lay») και την πιο τολμηρή και από καρδιάς εξομολόγηση αγάπης σε γυναίκα (το «Sarah» που έγραψε για τη γυναίκα του και ηχογράφησε μπροστά της).
Ο άνθρωπος που δεν είναι «επαναστάτης» ενώ έχει γράψει κάποιους από τους ύμνους της επαναστατημένης νεολαίας της δεκαετίας του ’60, ο πιστός που τόλμησε να γίνει Χριστιανός, να παραμείνει Εβραίος και να πιστεύει στο Θεό που αμφισβητεί και προβοκάρει με κάθε του λέξη.
Ο Ντύλαν που βλέπει το σκοτάδι γύρω του και συνεχίζει να τραγουδάει για και με το μέσα φως του.
Ο ‘Μπομπ’ που γράφει ακόμη ερωτικά μπλουζ όπως μόνο οι μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι μπλουζμεν έχουν γράψει.
Ο «τρελός» Ντύλαν που συνεχίζει να ηχογραφεί ΜΕΓΑΛΑ τραγούδια, ατέλειωτης διάρκειας, και να σε κάνει να μη θέλεις να σταματήσουν ποτέ.
Ο μεγαλοφυής Ντύλαν που ξέρει να αφηγείται ιστορίες ανθρώπων κανονικών, πληγωμένων, κουρασμένων και απελπισμένων και που συνεχίζει να βγάζει τη γλώσσα στον «γυμνό» Πρόεδρο των ΗΠΑ.
Σαράντα έξι χρόνια κάνει την ‘ατέλειωτη περιοδεία’ αυτός ο μοναχικός τύπος που στέκει μακριά από το κοινό, δεν αντέχει τους ‘τρελούς’ fans και που στο τέλος της συναυλίας στάθηκε επί δυο τρία λεπτά όρθιος μπροστά στο πλήθος που τον καταχειροκροτούσε, με τα ψηλά αδύνατα πόδια του ντυμένα στα μαύρα, ως συνήθως, ακίνητος, περιτριγυρισμένος από τους «γκρι» μουσικούς του, και δεν έσκυψε ούτε μια φορά το κεφάλι σε αναγνώριση της «αναγνώρισης».
«Δεν ήταν καλή η συναυλία του Βερολίνου», ισχυρίζονται οι μανιακοί φαν που παρακολουθούν ΟΛΕΣ τις συναυλίες του.
[Στο διαδίκτυο υπάρχουν περίπου 100.000 (εκατό χιλιάδες ολογράφως) site αφιερωμένα στο μεγαλείο του. Χιλιάδες άνθρωποι που παρακολουθούν κάθε του κίνηση και λατρεύουν κάθε του λέξη σαν μηνύματα από το Θεό. Άλλοι εντελώς τρελαμένοι κι άλλοι απλώς, και δικαίως, εντελώς παθιασμένοι.]
"How many times must a man look up
Before he can see the sky?
Yes, 'n' how many ears must one man have
Before he can hear people cry?
Yes, 'n' how many deaths will it take till he knows
That too many people have died?

How many years can a mountain exist
Before it's washed to the sea?
Yes, 'n' how many years can some people exist
Before they're allowed to be free?
Yes, 'n' how many times can a man turn his head,
Pretending he just doesn't see?
The answer, my friend, is blowin' in the wind
The answer is blowin' in the wind."

[Bob Dylan, ?Blowin’ in the Wind?, 1962]

Παίζει κιθάρα στην αρχή και μετά, επί μιάμιση ώρα περίπου, μόνο πιάνο και φυσαρμόνικα (η οποία δεν είναι πλέον στηριγμένη στην ιδιοκατασκευή γύρω από το λαιμό του _ σήμα κατατεθέν του επί δεκαετίες), την οποία κρατάει με το ένα χέρι ενώ παίζει τα πλήκτρα του πιάνου με το άλλο.
Σκύβει για να φτάσει το μικρόφωνο σε σημείο να σε κάνει να απορείς γιατί κάποιος δεν το σηκώνει λίγο πιο ψηλά. Είναι, όμως το πιάνο χαμηλό κι έτσι περνάει δύο ώρες κυρτός με τα αεικίνητα πόδια όμως να μη σταματάνε παρά το άβολο της κατάστασης.
Έχει «σπάσει» η φωνή του, λένε στα site οι ‘γνώστες’. Ο Ντύλαν όμως, ο οποίος διαθέτει μια εξαιρετικά μελωδική και σωστή φωνή, επέλεξε τη βραχνάδα από το 1960, που άρχισε να τραγουδάει στα μικρά κλαμπ της Νέας Υόρκης.
Διότι η βραχνάδα είναι διαχρονική, η μόδα της «ωραίας» φωνής περνάει. Άλλωστε τα τραγούδια του δεν υπάρχει τραγουδιστής που να μην τα έχει πει και να συνεχίζει να τα λέει, με όλους τους τρόπους. Ο Ντύλαν όμως, είναι ο μόνος που τα λέει «έτσι», άλλοτε περιπατητικά, άλλοτε λυρικά, πάντα με το νόημα που θέλει να τους δώσει, πάντα με την έμφαση στις λέξεις, στην ΚΑΘΕ λέξη.
"Ain’t talkin’ just walkin’
Hand me down my walkin’ cane
Heart burnin’, still yearnin’
Got to get you out of my miserable brain"

[Bob Dylan, "Ain’t Talkin’", 2006]

Κάθε βράδυ που εμφανίζεται σε κάποιο μέρος του κόσμου είναι διαφορετικός, το ξέρω. Άρα δεν έχει νόημα να σου περιγράφω τι ακριβώς συνέβη στο Βερολίνο διότι αυτό που έζησα εγώ το έχει ήδη πάρει ο αέρας του τραγουδιού.
Αυτό που θέλω να σου φωνάξω όμως είναι μην τυχόν και σκάσει μύτη κατά τα μέρη μας ο Μπομπ και τολμήσεις να διανοηθείς να ΜΗΝ πας στην συναυλία του. Διότι ακόμη και στις χειρότερες βραδιές του ο ‘Bob’ παραμένει ο καλύτερος, ο σημαντικότερος και ο πιο βαθιά σκεπτόμενος εκπρόσωπος της γενιάς των σημαντικών και μεγάλων.

«"There must be some way out of here", said the joker to the thief,
«There's too much confusion, I can't get no relief.
Businessmen, they drink my wine, plowmen dig my earth,
None of them along the line know what any of it is worth».

«No reason to get excited», the thief, he kindly spoke,
«There are many here among us who feel that life is but a joke.
But you and I, we've been through that, and this is not our fate,
So let us not talk falsely now, the hour is getting late»

[Bob Dylan, "All Along the Watchtower", 1968]

Και..

Bob Dylan, «Nettie Moore», από το «Modern Times», 2006:
«Gonna travel the world is what I'm gonna do
Then come back and see you.
All I ever do is struggle and strive.
If I don't do anybody any harm, I might make it back home alive.
[..]
Oh, I miss you, Nettie Moore
And my happiness is over
Winter's gone, the river's on the rise
I loved you then, and ever shall
But there's no one left here to tell
The world has gone black before my eyes
Well, the world of research has gone berserk
Too much paperwork
Albert's in the graveyard, Frankie's raising hell
I'm beginning to believe what the scriptures tell»

Κι όποιος θέλει και μπορεί, ακούει και καταλαβαίνει..

Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]