Η Σκληρή Αγάπη των Αδελφών Νταρντέν

24.11.2008
Οταν ο Ρομπέρ Μπρεσόν εγκατέλειψε οριστικά αυτή τη ζωή, πρόλαβε να αφήσει πίσω του μια πόρτα ανοιχτή. Διασχίζοντάς την, οι Βέλγοι αδελφοί Νταρντέν έγιναν άτυποι και όμως τόσο ταιριαστοί συνεχιστές του έργου και της φιλοσοφίας του Γάλλου σκηνοθέτη γύρω από τον τρόπο τού να κάνεις κινηματογράφο.

Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα

Το 1999 που ο Μπρεσόν απεβίωσε, ο Ζαν- Πιέρ και ο κατά τρία χρόνια νεώτερος αδερφός του, Λικ, είχαν ήδη εγκαθιδρύσει στον κινηματογραφικό χάρτη μια φιλμογραφία που μετρούσε δέκα μεγάλου και μικρού μήκους δημιουργίες.

Αφοσιωμένοι αρχικά στον τομέα του κοινωνικού ντοκιμαντέρ και έχοντας ήδη δρομολογήσει την ενασχόλησή τους με το σινεμά μυθοπλασίας, σύστηναν εκείνη την χρονιά στον κόσμο την «Ροζέτα» και κέρδιζαν τον πρώτο τους Χρυσό Φοίνικα, για να ακολουθήσει ένας δεύτερος το 2005 για το «Παιδί». Μέσα στο ελάχιστο αυτό διάστημα -και έχοντας ήδη γυρίσει το 2002 τον εξαιρετικό «Γιο»- η καριέρα τους μετατράπηκε σε ένα καταφύγιο.

Μέσα σε αυτό μπόρεσαν να ριζώσουν οι πιο αναπάντεχοι ήρωες: βασανισμένες ψυχές που ζητούν λίγη ελπίδα, αμαρτωλοί που αναρωτιούνται αν η ζωή επιφυλάσσει γι αυτούς κάποια μορφή χάριτος και κοινωνικοί απόκληροι που αγωνίζονται να βρουν λίγη ανακούφιση και ίσως μια ευκαιρία. Ολους αυτούς τους χαρακτήρες, οι δυο Βέλγοι σκηνοθέτες τους προσεγγίζουν με μια συγκινητική συμπόνια. Και τις περισσότερες φορές τους χαρίζουν το δικαίωμα και την δυνατότητα μιας μικρής εξιλέωσης. «Αγαπάμε πραγματικά τους ήρωες αυτούς» επιβεβαιώνει και ο Ζαν Λικ, στην διάρκεια μιας ημίωρης συζήτησης του περιοδικού με τους δυο δημιουργούς στις πρόσφατες Κάννες. «Και μας συνεπαίρνουν για έναν λόγο παραπάνω: επειδή δεν βλέπουμε τέτοιους χαρακτήρες τακτικά στην οθόνη. Προέρχονται από το περιθώριο και από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, περιοχές από τις οποίες το σινεμά δεν συνηθίζει να αντλεί τους πρωταγωνιστές του».

Οπως ακριβώς οι τυραννισμένοι πρωταγωνιστές του Μπρεσόν, έτσι και εκείνοι των Νταρντέν αποκτούσαν στο τέλος κάθε αφήγησης την δυνατότητα της μεταμέλειας και της λύτρωσης. Οπως ακριβώς ο Γάλλος σκηνοθέτης, έτσι και οι δυο βέλγοι μαθητές του εμπιστεύονταν την ειλικρίνεια που επιθυμούσαν να κατοικεί στις ταινίες τους στα χέρια πρωτοεμφανιζόμενων ή ερασιτεχνών ηθοποιών, η απειρία των οποίων μπροστά στην κάμερα θα έγραφε στον φακό ως η πιο ανεπιτήδευτη μορφή αμεσότητας. «Σε έναν ερασιτέχνη ηθοποιό συναντάς τον αυθορμητισμό και την αθωότητα που χρειάζεσαι, για να διαπεράσεις με αυτά το φιλμ σου και να το κάνεις πιο αληθινό» σημειώνει ο 54χρονος Λικ.
«Η εισφορά των ερμηνευτών στις ταινίες μας, όμως, είναι ούτως ή άλλως ανυπέρβλητη. Διότι με τις κινήσεις τους, την εκφραστικότητά τους, το προσωπικό τους ταμπεραμέντο, τον τρόπο με τον οποίο καταλαμβάνουν τον χώρο, το φιλμ αυτομάτως μεταμορφώνεται. Το ίδιο πράγμα ξέραμε ότι θα συμβεί και στη "Λόρνα". Τα πάντα στο φιλμ εξαρτιόνταν από την πρωταγωνίστρια που θα βρίσκαμε. Αν η ταινία προέκυπτε περισσότερο συναισθηματική ή πιο εγκρατής, αυτό γνωρίζαμε ότι θα επηρεαζόταν από την βασική μας ερμηνεύτρια».

Πώς κατόρθωσαν, ωστόσο, να βρουν την εξαίσια Αρτα Ντομπρόσι από το Κόσοβο, η οποία μεταμορφώθηκε μέσα σε λίγο μόλις καιρό σε μια ακόμη από τις κλασικές φιγούρες του έργου των Νταρντέν; Ο Ζαν-Πιερ αναλαμβάνει με την σειρά του να δώσει τις απαραίτητες διευκρινίσεις: «Ετοιμάσαμε μια μικρή αγγελία στην οποία εξηγούσαμε ότι αναζητάμε μια νεαρή ηθοποιό ανάμεσα στα 25 και τα 30 που να μιλά καλά την αλβανική γλώσσα. Στη συνέχεια στείλαμε έναν από τους πιο έμπιστους συνεργάτες μας στο Σεράγεβο, τα Σκόπια και την Πρίστινα, για να αναζητήσει πιθανές υποψήφιες. Από τις τριακόσιες περίπου κοπέλες που απάντησαν στην αγγελία, μείναμε όλοι μας έκθαμβοι από μια αλβανή ηθοποιό που καταγόταν από το Κόσοβο και είχε μοναδική εκφραστικότητα. Ηταν η Αρτα Ντομπρόσι».

Η πορεία της Λόρνα δεν είναι διαφορετική από τον δρόμο που υποχρεώνονται να βαδίσουν σχεδόν πάντα οι ήρωες των Νταρντέν, ερχόμενοι στην θέση να αντιμετωπίσουν ένα ογκώδες εμπόδιο ή ένα τεράστιο δίλημμα που θα χρειαστεί να υπερπηδήσουν, θέτοντας μονίμως σε αμφισβήτηση την δική τους ηθική. «Στην καρδιά κάθε ταινίας μας κρύβεται μονίμως μια δοκιμασία» διευκρινίζει ο Ζαν -Πιέρ. «Ετσι συμβαίνει και στο καινούριο μας φιλμ. Η ηρωίδα βρίσκεται στο κρίσιμο σημείο όπου θα χρειαστεί να αποφασίσει αν θέλει να πραγματοποιήσει ένα μεγάλο της όνειρο, με τίμημα την ζωή ενός ανθρώπου, ή αν θα θυσιάσει αυτό της το όνειρο για να τον σώσει». Είναι και μια αναπάντεχη ιστορία αγάπης, όμως ταυτόχρονα η «Λόρνα», έτσι δεν είναι; «Είναι μια σκληρή ιστορία για την αγάπη και για την ανακάλυψη της αγάπης» συμφωνεί μαζί του ο Λικ. «Η οποία επιτυγχάνεται είτε μέσα από την αυξανόμενη ενοχή που φέρει η ηρωίδα για τον χαμό του νεαρού ναρκομανούς που περιέθαλπε, είτε μέσα από το βρέφος που πείθει από ένα σημείο και έπειτα τον εαυτό της ότι κουβαλά μέσα της και νιώθει την ανάγκη να προστατεύσει».

Συνεπείς σε ένα αίσθημα θρησκευτικότητας που ενυπάρχει σε ολόκληρο το νεώτερο έργο τους, οι Νταρντέν προικίζουν την «Σιωπή Της Λόρνα» με τη μορφή μιας παραβολής. «Παρ όλο που ούτε εγώ ούτε ο αδερφός μου πιστεύουμε στον Θεό» σπεύδει να σημειώσει, εντούτοις, ο Ζαν-Πιέρ, «πρέπει να σας πω ότι καταφεύγουμε συχνά στις σελίδες της Βίβλου, γιατί πολλές από τις ιστορίες της μιλούν με ενδιαφέροντα τρόπο για θεμελιώδη ζητήματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη κατάσταση.

Κι αυτό είναι ένα γεγονός αναμφισβήτητο. Είτε ανήκεις σε εκείνους που πιστεύουν, είτε όχι». Λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση των βραβείων του φεστιβάλ, απ όπου η «Λόρνα» θα έφευγε τελικά με το έπαθλο του καλύτερου σεναρίου, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που πλησιάζουν τους βέλγους δημιουργούς, το κάνουν είτε για να ρωτήσουν τα προγνωστικά τους για την πιθανότητα ενός ακόμη Χρυσού Φοίνικα στην κατοχή τους, είτε για να τους συγχαρούν ακόμη μια φορά για την σταθερή ποιότητα και αξιοπρέπεια των ταινιών τους. Φύσει μετριόφρονες και διακριτικοί, οι Νταρντέν χαμογελούν, σαν να δέχονται ευγενικά τα κομπλιμέντα, αλλά φροντίζουν να παραμείνουν λακωνικοί και λιγομίλητοι για καθένα από τα δυο αυτά θέματα.

«Ο Τριφό έλεγε ότι εάν πρόκειται να ξεκινήσεις το γύρισμα μιας ταινίας, να έχεις στο μυαλό σου την σκέψη ότι κάνεις κάτι σημαντικό» υπογραμμίζει ο Λικ. «Πράγμα που είναι αλήθεια. Ποτέ κανείς δεν καταπιάνεται με κάτι, δίχως να καλλιεργεί μέσα του την ιδέα ότι επιχειρεί κάτι σημαντικό. Αυτό προσπαθούμε κι εμείς, ασχέτως αν δεν το καταφέρνουμε πάντοτε. Οσο και αν είμαστε ευγνώμονες για τα βραβεία και για την αναγνώριση που έχουμε λάβει, από την άλλη, πιστεύω ότι μερικές φορές η υπερβολική αγάπη μπορεί να σε πνίξει. Γι αυτό κι εμείς προσπαθούμε να μην ακούμε το τραγούδι των σειρήνων που θέλουν να μας πάρουν μαζί τους στον βυθό της θάλασσας. Επειδή δεν ξέρουμε κολύμπι. Και μπορεί να πνιγούμε...».