Φτάνει Να Μαστε Μαζί

26.07.2007
Παλιά καραβάνα της γαλλικής κινηματογραφίας, ο Κλοντ Μπερί στα 73 του χρόνια υπογράφει αυτή τη συμπαθητική ρομαντική κομεντί...

Παλιά καραβάνα της γαλλικής κινηματογραφίας, ο Κλοντ Μπερί στα 73 του χρόνια υπογράφει αυτή τη συμπαθητική ρομαντική κομεντί. Κινούμενος ανάμεσα σε λογοτεχνικά-ιστορικά έπη ( «Jean De Florette», «Manon De Sources») και σε πιο down to earth κωμωδιοδράματα ( «Une Femme De Menage»), ο γάλλος κινηματογραφιστής έχει σχεδόν πάντα στο επίκεντρο τα άγχη και τα βάσανα των διαπροσωπικών σχέσεων, τα οποία όμως φιλτράρει με έναν καθαρά «γαλλικό» κωμικό τόνο.

Το «Φτάνει Να ‘μαστε Μαζί», δεν ξεφεύγει από τα παραπάνω, με τρεις νεαρούς να προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τις σχέσεις τους και να βρουν το δρόμο τους στο σύγχρονο Παρίσι. Έχοντας ως πρωταγωνιστές δύο από τα πιο hot «φρέσκα» ονόματα του γαλλικού σινεμά ( Οντρει Τοτού, Γκιγιόμ Κανέ), ο Μπερί χτίζει το φιλμ του γύρω από τους χαρακτήρες τους σε ένα προβλέψιμο στόρι τύπου «τα ετερώνυμα έλκονται». Γρήγορα το αρχικά διαφαινόμενο ερωτικό τρίγωνο με τον τρίτο της παρέας (τον Λορέντ Στοκέρ, έξοχος στο ρόλο του Φιλιμπέρ) «σβήνει» και το φιλμ επικεντρώνεται στη σχέση των δύο σταρ.

Στο σημείο αυτό, ο Μπερί φαίνεται ότι ξεχνά τον πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα του (Φιλιμπέρ) και η ταινία πέφτει εύκολα στις επιταγές μιας mainstream ρομαντικής κομεντί με τις απαραίτητες δόσεις περί υπευθυνότητας και αναπάντεχης ενηλικίωσης. Αυτό φαίνεται και από τη συνεχή εναλλαγή σκηνοθετικού ύφους μεταξύ μιας καθαρά «ρεαλιστικής» ματιάς και ενός μαγικού ρεαλισμού στα πρότυπα της «Αμελί». Παρολά αυτά, δεν μπορούμε παρά να ενδώσουμε στην ικανότητα του βετεράνου σκηνοθέτη να δημιουργεί πιστευτούς και ζωντανούς χαρακτήρες με «αληθινά» χαρακτηριστικά και ελαττώματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τρόπος που χειρίζεται τη σχέση εγγονού (Φρανκ) -γιαγιάς, όπου και αποφεύγει την παγίδα του εύκολου μελοδραματισμού κάνοντας ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στο λεγόμενο «χάσμα των γενεών». Σε αυτό συμβάλλουν βέβαια και οι φυσικές ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών (με τους Κανέ και Στοκέρ να κλέβουν τις εντυπώσεις), τους οποίους ο Μπερί καθοδηγεί με χαρακτηριστική άνεση.

Κρίμα πάντως που ο Μπερί, στο βωμό των mainstream επιταγών, δείχνει να «αγαπά» περισσότερο από όσο πρέπει τους χαρακτήρες του, χαρίζοντάς τους ένα φινάλε-«ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», αντί για μια πιο «ανοιχτή» και διφορούμενη ίσως κατάληξη.

ΝΩΝΤΑΣ ΜΕΡΜΙΓΚΗΣ