Ναυαγήσαμε στο Νησί των Σκλάβων [και αλυσοδεθήκαμε]

08.02.2015
«Το νησί των σκλάβων» του Μαριβώ, το ανάλαφρο και ταυτόχρονα σκοτεινό έργο του κλασικού Γάλλου συγγραφέα, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1725, παρακολουθήσαμε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης, σε μετάφραση και σκηνοθεσία της νέας Καλλιτεχνικής Διευθύντριας Μαριάννας Κάλμπαρη.

Εξαιρετική επιλογή έργου, καθώς είναι από τις σπάνιες φορές που ένα έργο του 18ου αιώνα μοιάζει πιo επίκαιρο από ποτέ σήμερα, καθώς πραγματεύεται με ευφυή τρόπο τις έννοιες της δουλείας και της ελευθερίας, αλλά και τα ανθρώπινα όρια.

Ας θυμηθούμε λίγο την υπόθεση όμως:

Δύο αριστοκράτες και οι υπηρέτες τους, ναυαγούν σ΄ένα νησί που κατοικείται από εξεγερμένους σκλάβους της Αθήνας. Στον παράξενο αυτό τόπο, τα αφεντικά υποχρεώνονται ν΄ανταλλάξουν ρούχα και ρόλους με τους σκλάβους τους και να τους υπηρετούν μέχρι να «νιώσουν τι σημαίνει πόνος» προκειμένου να πάρουν ένα ισχυρό μάθημα δικαιοσύνης και ανθρωπιάς. Το παιχνίδι των ρόλων ανάμεσα σε αφεντικά και σκλάβους, γρήγορα μετατρέπεται σε ένα επικίνδυνο και αποκαλυπτικά βίαιο παιχνίδι εξουσίας, εκδίκησης και έρωτα.

Είναι ίσως από τις λίγες φορές σε μια παράσταση που το σκηνικό (Κωνσταντίνος Ζαμάνης) και οι φωτισμοί (Στέλλα Κάλτσου) συμβάλλουν τόσο καθοριστικά στη μεταφορά της παράστασης στο σήμερα. Η σκηνή του Υπογείου είναι ασφυκτικά γεμάτη από ρούχα, ενώ στο βάθος δεσπόζουν παραμορφωτικοί καθρέφτες σαν ένα τεράστιο παγόβουνο. Οι φωτισμοί ως επί το πλείστον νέον και ψυχροί, αναδεικνύουν την διαρκώς μεταβαλλόμενη και εύθραυστη ψυχοσύνθεση των ηρώων.

Η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη ήταν ευφυής, καθώς εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο σκηνικά και φωτισμούς και συμπεριφέρθηκε στα ζευγάρια του έργου άλλοτε σαν πιόνια/μαριονέτες και άλλοτε σαν αυτόνομες προσωπικότητες. Έξοχη και η σύλληψή της να μην παρουσιάσει στη σκηνή τον Τριβελίνο, αλλά να αφήσει μόνο τη φωνή του να δεσπόσει στο χώρο, σαν μία ανώτερη δύναμη που επιθυμεί να κινήσει τα νήματα. Το πιο σημαντικό, ωστόσο, είναι πως κατόρθωσε να φέρει τους ήρωες του Μαριβώ στα μέτρα της και στα μέτρα μας. Και αυτό γιατί έδωσε στην έννοια της δουλείας μια πιο επίκαιρη χροιά. Αν αναλογιστεί κάποιος τις ανθρώπινες σχέσεις, τις ερωτικές, τις κοινωνικές και κυρίως τις σύγχρονες εργασιακές, θα δει ότι πως αφέντες και δούλοι υπάρχουν τελικά ακόμη παντού.

Και εδώ τίθεται το μεγάλο ερώτημα: αν οι ρόλοι και οι όροι αντιστρέφονταν θα επιβαλλόταν κοινωνική δικαιοσύνη ή θα επικρατούσαν οι εκδικητικές τάσεις; Δυστυχώς η Μαριάννα Κάλμπαρη είναι υπερβολικά… απαισιόδοξη. Δεν λυτρώνει τους ήρωές της από τη σκλαβιά, ούτε από την ασύδοτη ελευθερία. Δεν θεμελιώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν εξισώνει τους ανθρώπους. Στον κόσμο της Μαριάννας Κάλμπαρη ο δυνατός υπερισχύει πάντα και τα πάντα καταπατώνται στο όνομα του συμφέροντος. Με λίγα λόγια ο κόσμος της είναι ο κόσμος μας....

Οι τέσσερεις πρωταγωνιστές της παράστασης έδωσαν τόσο εξαιρετικές ερμηνείες, που πολλές φορές νιώθαμε πως επιδίδονται σ΄έναν εξαίσιο υποκριτικό αγώνα.

Ο Αινείας Τσαμάτης ήταν κυριολεκτικά σαρωτικός ως Αρλεκίνος. Με πάθος και ορμή πάλεψε με όλο του το είναι να αποτινάξει τα δεσμά της σκλαβιάς του, αλλά τελικά ηττήθηκε από τον ίδιο του τον… εαυτό. Η Ιωάννα Παππά μας εξέπληξε και απέδειξε πως από πέρσι που ενσάρκωσε τη Μαρία Πολυδούρη έχει κάνει ένα τεράστιο υποκριτικό άλμα. Υποδυόμενη την Κλεάνθη, έναν πολύ δύσκολο ρόλο, κατάφερε να ισορροπήσει με χειρουργική ακρίβεια στις ψυχολογικές της μεταπτώσεις και να μας χαρίσει μία εξαιρετικά δυναμική, αλλά και συγκινητική ερμηνεία. Η Βίκυ Βολιώτη υποδύθηκε την αριστοκρατική περσόνα της Ευφροσύνης τόσο πειστικά και ολοκληρωτικά που μερικές στιγμές δεν μπορούσαμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω της. Αυτό ωστόσο που μας έκανε τρομερή εντύπωση ήταν οι συγκλονιστικές σιωπές της. Επί 75 λεπτά (όσο δηλαδή διαρκ η παράσταση) ήταν μέσα στο ρόλο της ψυχή τε και σώματι, ακόμη και αν δεν μιλούσε, το πρόσωπό της συσπόταν διαρκώς και το βλέμμα της ήταν βουτηγμένο μέσα στον χαρακτήρα της. Ο Νίκος Αλεξίου έδωσε μία αξιοπρεπή ερμηνεία στον ρόλο του αφέντη Ιφικράτη, ωστόσο νιώσαμε πως ο χαρακτήρας και ο ρόλος του «θαμπώθηκε» από τον κυρίαρχο Αινεία Τσαμάτη.

Να σημειώσουμε επίσης, πως οι μουσικές επιλογές του Νέστορα Κοψιδά ήταν πολύ εύστοχες και άφησαν το δικό τους στίγμα στην παράσταση, καθώς έπαιρναν ένα μεγάλο μέρος από τη σκοτεινιά του έργου.

Καλύτερη στιγμή της παράστασης; Σίγουρα η τελευταία, που μολονότι απαισιόδοξη, «ρούφηξε» όλον τον διδακτισμό του έργου και μας συγκλόνισε.

Αξίζει να δει κάποιος το Νησί των Σκλάβων; Επιβάλλεται, καθώς το έργο αυτό αποτελεί κανονική σπουδή για το πώς να ανεβάσει κανείς ένα κλασικό έργο με σύγχρονα μέσα φέρνοντάς το στο σήμερα.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]