Είδαμε το West Side Story στο Μέγαρο [και στις κακόφημες συνοικίες του βρήκαμε την... αγάπη]

19.07.2016
Tο West Side Story, το διασημότερο μιούζικαλ στην ιστορία του Broadway, είδαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών από την Καμεράτα, σε συν-σκηνοθεσία του Γιώργου Πέτρου με τον πολυβραβευμένο Αμερικανό σπεσιαλίστα του είδους John Todd και μείναμε έκπληκτοι από την υπέροχη απόδοσή του.

Η παράσταση αυτή απέδειξε ένα πολύ σημαντικό πράγμα. Πως για να κάνει κάποιος μιούζικαλ και μάλιστα καλό, δεν χρειάζεται «κράχτες». Δεν χρειάζεται υπερδιάσημους ηθοποιούς, που στην πλειοψηφία τους δεν μπορούν ούτε να τραγουδήσουν ούτε και να χορέψουν και σίγουρα δεν χρειάζεται υπερδιάσημους τραγουδιστές που δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της πρόζας και των δύσκολων χορευτικών. Χρειάζεται απλώς ανθρώπους γεμάτους ταλέντο, ανθρώπους που ανεξαρτήτως ονόματος μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του είδους, μπορούν να χορέψουν, να τραγουδήσουν και να παίξουν το ίδιο καλά. Γι΄αυτό και αποδεικνύεται σοφή η επιλογή του Γιώργου Πέτρου και της παραγωγής να επιλέξουν ηθοποιούς μέσω ακρόασης, ακόμη και ηθοποιούς που μόλις έχουν αποφοιτήσει από τις δραματικές σχολές, που σφύζουν από ταλέντο και όρεξη να «ματώσουν» στη σκηνή προκειμένου να βγει ένα καλό αποτέλεσμα.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή... Μετά την επιτυχία του περσινού ανεβάσματος του μιούζικαλ "Kiss me Kate" στο Ηρώδειο και στο Μέγαρο Μουσικής, η ΚΑΜΕΡΑΤΑ και ο Γιώργος Πέτρου είπαν να «δοκιμαστούν» με το αμερικανικό μουσικό θέατρο με άλλη μια φιλόδοξη επιλογή. Το West side Story, το απόλυτα "κλασικό" μιούζικαλ, πρωτοπαρουσιάστηκε το 1957 στο Broadway με τεράστια επιτυχία, ενώ έγινε διάσημο ανά τον κόσμο με την ομώνυμη ταινία των 10 Όσκαρ, του 1961. Ο συγγραφέας Arthur Laurents και ο στιχουργός Stephen Sondheim, μετέφεραν τη δράση στη Νέα Υόρκη, εστιάζοντας στην έχθρα ανάμεσα σε δύο νεανικές συμμορίες: τους Αμερικανούς "Σίφουνες" και τους Πορτορικανούς "Καρχαρίες", τους ντόπιους και τους ξένους. Μία αντιπαλότητα τόσο σύγχρονη και επίκαιρη που δεν έχει μόνο εφηβικές διαστάσεις, αλλά αντικατοπτρίζει τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας, όπως τον ρατσισμό και το μεταναστευτικό. Μέσα σ΄αυτό το «πολεμικό» κλίμα γεννιέται ο έρωτας ανάμεσα στην Πορτορικανή Μαρία και τον Αμερικανό Τόνυ. Ένας έρωτας που παραπέμπει ευθέως στην αθάνατη ερωτική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, ένας έρωτας που μπορεί να μην έχει happy end για το ζευγάρι, έχει όμως ένα καθαρτήριο και συμφιλιωτικό μήνυμα για όλη την κοινωνία.

Ο John Todd και ο Γιώργος Πέτρου σκηνοθέτησαν το έργο ιδανικά και ανέδειξαν το μεγαλείο του, καθώς το έντυσαν με εντυπωσιακές χορογραφίες αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες όλων των ηθοποιών και χορευτών και ταυτόχρονα κατάφεραν να κρατήσουν μία αξιοσημείωτη ισορροπία ανάμεσα στην εξωστρέφεια και την εσωστρέφειά του. Με όχημα τα μινιμαλιστικά και πολύ σύγχρονα σκηνικά του Πάρι Μέξη, η παράσταση αποτέλεσε ένα ηχηρό μήνυμα στο σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης. Έτσι, όταν η ομάδα των κοριτσιών χορεύουν και τραγουδούν το “America”, δεν μπορέσαμε να συγκρατήσουμε ένα ειρωνικό μειδίαμα, καθώς σήμερα η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων στη χώρα μας αποζητά το αμερικάνικο όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Αργότερα, ο Τόνυ και η Μαρία τραγουδούν το οπερατικό «Somewhere» και είναι αδύνατο να μη συγκινηθούμε από τους στίχους του, αλλά και την έξοχη ονειρική στα λευκά αναπαράστασή του.
Η Καμεράτα, σε 35μελή συμφωνική σύνθεση, ερμήνευσε υπέροχα την υπέροχη αυθεντική ενορχήστρωση του έργου, όπως ακριβώς παρουσιάστηκε το 1957, με τις τελευταίες βελτιώσεις του ίδιου του Bernstein, που έγιναν κατά τη διάρκεια της θρυλικής ηχογράφησης του έργου με την Kiri te Kanawa και τον José Carreras για την Deutsche Gramophone. Ο Γιώργος Πέτρου διηύθυνε την ορχήστρα με ξεχωριστό μπρίο και χρωμάτισε μοναδικά τις αγαπημένες μουσικές μιας από τις σημαντικότερες μουσικές προσωπικότητες του 20 αι., του Leonard Bernstein.

Οι ερμηνείες όλων ανεξαρτήτως των ηθοποιών ήταν εντυπωσιακές, καθώς κατάφεραν αφενός μεν να πετύχουν τον εξαιρετικά δύσκολο – για τα ελληνικά δεδομένα τουλάχιστον- συνδυασμό του χορού- τραγουδιού- ερμηνείας, αφετέρου δε έβγαλαν από μέσα τους όλη τη νεανική ορμή κατακλύζοντας τη σκηνή της αίθουσας Αλεξάνδρας Τριάντη στο Μέγαρο. Πιο συγκεκριμένα, η Μαρίνα Σάττι «έντυσε» με τη βελούδινη, σχεδόν μεταξένια φωνή της, το ρόλο της ευαίσθητης και εύθραυστης πορτορικανής Μαρίας που αψηφά τους νόμους των συμμοριών και ερωτεύεται τον Αμερικανό Τόνυ. Μας εντυπωσίασε όχι μόνο φωνητικά, αλλά και στην πρόζα του ο Γιάννης Καλυβας ως Τόνυ. Ο νεαρός ηθοποιός, τον οποίο και πρώτη φορά βλέπαμε επί σκηνής, μας χάρισε μία πολύ όμορφη ερμηνεία του αγαπημένου και χιλιοακουσμένου «Maria» και κατάφερε να φέρει εις πέρας τον πολύ δύσκολο και φωνητικά και ερμηνευτικά ρόλο του. Μαζί με την Μαρίνα Σάττι ταίριαξαν απόλυτα και παρόλο που στις δραματικές κορυφώσεις της πρόζας επέδειξαν μια μικρή αδυναμία, μας έπεισαν απόλυτα και μας κέρδισαν. Εξαιρετικός και ο Ιάσονας Μανδηλάς ως Ριφ, ο Αντρέας Βούλγαρης ως Μπερνάντο, αλλά και η Ελένη Σταμίδου στο ρόλο της μπριόζας Ανίτα.

Αξίζει να δει κανείς το West Side Story; Ναι, γιατί αποτελεί μια περίτρανη απόδειξη πως και στην Ελλάδα μπορούμε να κάνουμε καλό μιούζικαλ, όταν το βλέμμα των παραγωγών δεν κοιτάζει την… μαρκίζα. Οι συντελεστές αυτής της ομάδας βρήκαν τη μαγική συνταγή και μας χάρισαν μια εξαιρετική παράσταση διεθνών προδιαγραφών.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]