Τα ανθρωπάκια του Γαΐτη είναι παντοτινά!

08.12.2009
Το ανθρωπάκι του τον έκανε διάσημο. Πάλεψε σθεναρά μέχρι να το επιβάλει. Hταν ο πρώτος Ελληνας ζωγράφος που έδωσε νέα μορφή στον άνθρωπο και τον σύγχρονο ρόλο του. Πληρώνοντάς το συχνά με κατακραυγή.

Το ανθρωπάκι του τον έκανε διάσημο. Πάλεψε σθεναρά μέχρι να το επιβάλει. Hταν ο πρώτος Ελληνας ζωγράφος που έδωσε νέα μορφή στον άνθρωπο και τον σύγχρονο ρόλο του. Πληρώνοντάς το συχνά με κατακραυγή.

«Δε ζωγραφίζω πεθαμένους», απαντά με περισσό θάρρος και θράσος στον αξιωματικό που του ζητά να του κάνει το πορτρέτο, όταν εν μέσω Εμφυλίου περνάει από επιτροπή για να πάρει τρελόχαρτο ώστε να μην υπηρετήσει. Μια διαδικασία καθόλου αυτονόητη και απλή. Αν προδοθεί ότι λέει ψέματα, θα οδηγηθεί κι ο ίδιος στο εκτελεστικό απόσπασμα για εσχάτη προδοσία.

Μαζί με τους εκατοντάδες συνομήλικούς του κομουνιστές, ανυπότακτους και λιποτάκτες. Προτιμάει να μπει έγκλειστος σε στρατιωτικό ψυχιατρείο, μια εμπειρία οδυνηρή, για να βγει μόνον κάτω από επιτήρηση. Να συμμετάσχει, όμως, σε αυτόν τον στημένο διχασμό και την αλληλοεξόντωση δεν επρόκειτο. Ούτε η ανθρώπινη συνείδηση ούτε η καλλιτεχνική ευαισθησία του νεαρού Γιάννη Γαΐτη τού το επιτρέπουν. Αυτού του παθιασμένου ζωγράφου, γόνου αστικής οικογένειας που στην Κατοχή έγραφε συνθήματα στους τοίχους και συμμετείχε στην ΕΠΟΝ.

Κι αυτή η περισσή του αγάπη για τον άνθρωπο και η αποστροφή του για κάθε είδους απολυταρχισμό θα τον έκανε να δημιουργήσει στα χρόνια της ωριμότητάς του το «ανθρωπάκι» τη διάσημη φιγούρα του σύγχρονου ανώνυμου ανθρώπου των μεγαλουπόλεων και της αλλοτρίωσης, που υπήρξε η μεγάλη του προσωπική κατάθεση και τον έκανε διάσημο διεθνώς.

Γεννημένος στην Αθήνα το 1923, σε μονοκατοικία της οδού Μαυροματαίων, ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμιά του εκπαίδευση στο 5ο Γυμνάσιο Αρρένων και μπήκε το 1942 στην Καλών Τεχνών με την απόλυτη συμπαράσταση και οικονομική στήριξη του πατέρα του και του θείου του. Μαύρη ανέχεια και πείνα βέβαια εκείνα τα χρόνια, αλλά έπρεπε να βρεθούν χρήματα για τα υλικά του ταλαντούχου νεαρού ζωγράφου της οικογένειας! Μαθητευόμενος στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη με συμφοιτητές του τον Τέτση, τον Μιγάδη, τον Δανιήλ, τον Μολφέση και τον στενό του φίλο Γιάννη Μαλτέζο.

Ο Γαΐτης δεν πολυπαρακολουθούσε τα μαθήματα, αφού προτιμούσε την πρακτική εξάσκηση στο σπίτι το οποίο μετέτρεψε σε ατελιέ και κέντρο διερχομένων καλλιτεχνών και διανοουμένων. Περνάνε από τον Τσαρούχη μέχρι τον Ελύτη, κι από τον Αργυράκη μέχρι τον Σινόπουλο, ενώ εκεί μέσα οργανώνει και την πρώτη του έκθεση εν έτει 1944. Ενας μη καλλιτέχνης τον στρέφει προς τις νέες μορφές της Τέχνης. Ο γιατρός Νεοκλής Κουτούζης είναι αυτός που τον φέρνει σε επαφή με τον γαλλικό σουρεαλισμό.

Στον Εμφύλιο λόγω πολιτικών πεποιθήσεων κρύβεται για ένα διάστημα στο σπίτι του θείου του στην Κηφισιά. Επί τρεις συνεχόμενες χρονιές εκθέτει στον λογοτεχνικό όμιλο Παρνασσός, ώσπου το 1947, οι 34 πίνακές του σαφώς επηρεασμένοι από τον κυβισμό και τον υπερρεαλισμό δημιουργούν μεγάλο σκάνδαλο και την καθολική απόρριψη του κοινού. Από τους λίγους που τον στηρίζουν είναι ο Οδυσσέας Ελύτης μέσα από τις σελίδες της Καθημερινής. Απογοητεύεται προς στιγμήν κι αρχίζει να σκέφτεται τρόπους διαφυγής. Στέλνει στον Κριστιάν Ζερβός των Cahiers d’ art 50 σχέδιά του κρυμμένα μέσα στα μπαούλα των σκηνικών του Μπαλέτου του Champs-Elysees, που περιόδευε στην Αθήνα.

Θα χρειαστούν όμως αρκετά χρόνια ακόμα μέχρι τη μεγάλη έξοδο στο Παρίσι. Πρώτα έπρεπε να βγει από τον ελληνικό του λαβύρινθο. Τότε είναι που προσποιείται τον φρενοβλαβή και αποφεύγει τη στρατιωτική θητεία για να μην αναγκαστεί να πολεμήσει από τη «λάθος» πλευρά.

Το 1948 συμμετέχει στην πρώτη μεταπολεμική Πανελλήνια έκθεση, όπου δίνεται έμφαση στη γενιά του ’30. Eτσι, όταν έναν χρόνο μετά, που σηματοδοτεί και το τέλος του Εμφυλίου, το Γαλλικό Ινστιτούτο φέρνει έργα των Πικάσο, Μπρακ, Ματίς, Πικάμπια, Νταφί, Πράσινου, αποφασίζουν με τον Αλέκο Κοντόπουλο να δημιουργήσουν την ομάδα «Ακραίοι», δημοσιεύοντας μάλιστα και μανιφέστο!

Μεγάλη διαμάχη που ξεσπάει με αφορμή την έκθεσή του στο ξενοδοχείο Κεντρικόν μεταξύ οπαδών της ελληνικότητας και εκείνων του μοντερνισμού τον πείθουν ότι ήρθε η ώρα να ετοιμάσει τις βαλίτσες του. Παντρεύεται τον Σεπτέμβριο του ’54 τη γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι και τον επόμενο μήνα βρίσκονται εγκατεστημένοι σε ένα μικρό δωματιάκι του παρισινού ξενοδοχείου «Ideal» της οδού Verneuil 8. Γράφει στους φίλους του: «Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω». Παρ’ όλα αυτά μια ακατανίκητη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία του δίνουν ενέργεια. Δουλεύει κατάχαμα στα λίγα τετραγωνικά του δωματίου τους.

Στο Salon d’ Automne στο Grand Palais συμμετέχει στους Artistes Etrangers en France. Στρέφεται στην αφηρημένη τέχνη, έρχεται σε επαφή με σημαντικούς τεχνοκριτικούς, κυκλοφορεί στους κύκλους του Saint Germaine, όπου συναντάει καθημερινά Ελληνες ζωγράφους.

Οταν το 1959 επιστρέφει στην Αθήνα για την έκθεσή του «Φυλλώματα» στην γκαλερί Ζυγός, η ευρωπαϊκή του καριέρα ήδη έχει ξεκινήσει με εκθέσεις εκτός από τη Γαλλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία. Παράλληλα, συμμετέχει με τους Κανιάρη, Κοντό, Νίκο και Τσόκλη στην ομάδα «Σίγμα».

Παρουσιάζει έργα του στην τηλεοπτική εκπομπή «Pourquois Paris en 1960» και συνδέεται φιλικά με τον συγγραφέα Ζαν Μαρί Ντροτ. Μαζί ανακαλύπτουν και ερωτεύονται την Ιο, όπου του σχεδιάζει το 1964 ένα κυκλαδίτικο σπίτι. Χρόνια αργότερα, όταν η οικονομική του κατάσταση του το επιτρέπει θα σχεδιάσει και θα κτίσει ακόμα ένα στην απέναντι πλευρά για τον εαυτό του. Μια συνομιλία οικημάτων και δύο επιστήθιων φίλων.

Ξεκινάει τα εικαστικά δρώμενα σε ιδιωτικούς και εκθεσιακούς χώρους. Ζωγραφίζει πέφτοντας στα τέσσερα ημίγυμνος, χρησιμοποιώντας το σώμα του, τις παλάμες του και τα δάχτυλα του, με απίστευτη ταχύτητα και δεξιοτεχνία. Ενα παιχνίδι δημιουργικής απόλαυσης. Στο τέλος πουλάει ό,τι βγαίνει από τη διαδικασία αυτή. Μέχρι και είκοσι πίνακες τη βραδιά. Ετσι βιοπορίζεται τους επτά μήνες που πέρασε στη Βραζιλία ταξιδεύοντας, δουλεύοντας, εκθέτοντας.

Ο έρωτας του για τη γυναίκα και η πίστη του στη φιλία αναζωογονούν τη δίψα του για τη ζωή. Στο Παρίσι με άλλους καλλιτέχνες που τους χαρακτηρίζει η «αφηγηματική αναπαράσταση», δηλαδή τους Κρεμονίνι, Πιστολέτο, Νίκι ντε Σεν Φαλ, στήνουν την έκθεση «Mythologie Quotidienne». Τη δική του «καθημερινή μυθολογία» την αποτελούν ανθρωποειδήμυρμηγκοειδείς μορφές με μεγάλα κεφάλια? προσωπεία με έκπληκτα μάτια. Σε αναμονή της εξέλιξής του

Οταν το 1967 εγκαθιδρύεται η δικτατορία, εκτελεί το «Tiens», στο οποίο ένας μοτοσικλετιστής κοιτάζει ένα λευκό περιστέρι που κείται στη γη, και το «Η δολοφονία της ελευθερίας», όπου μια ομάδα στρατιωτικών πυροβολούν ένα περιστέρι: Τα ανθρωπάκια εν τη γενέσει τους.

Τα πρώτα χαρακτηριστικά απρόσωπα ανθρωπάκια, με το καπέλο μελόν, τα ριγέ κοστούμια, μαύρη γραβάτα, στοιχισμένα ασάλευτα σε γραμμές κάνουν την εμφάνισή τους στη Ρώμη το ’68. Εναν χρόνο αργότερα δίνουν το «παρών» στο Ινστιτούτο Γκαίτε της οδού Ομήρου στην Αθήνα. Πιόνια μια πολιτείας που θέλει τα πλήθη σε ομοιογένεια, ομοιομορφία, απόλυτη υπακοή. Αλλά σύντομα τα ανθρωπάκια ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, κοινωνοί της παθητικότητας και της ανωνυμίας μιας συγχυσμένης εποχής που αναδύεται. Μέσα από την περιπαικτική μεν, αλλά καυστική κριτική του δημιουργού τους.

Σε ένα ταινιάκι που γυρίζει ο Σερζ Μπερζόν με τίτλο «Gaitis le Baladin», ένα ανθρωπάκι το ‘σκάσε και παίζει κρυφτούλι με τον Γαΐτη (μέγας σκανταλιάρης από έφηβος) στους δρόμους του Παρισιού, μνημειώδη προφίλ στήνονται αγέρωχα στην αμμουδιά του Μουσείου des Sables de Port Barcares, στην Αθήνα του ’73 γίνονται φίλαθλοι στο φόντο κατασκευών σε φυσικό μέγεθος των παικτών του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού για τον Δεσμό. Στην «Κηδεία της ζωγραφικής», μια εγκατάσταση με πομπή από ξύλινα ανθρωπάκια και ένα φέρετρο κάνει σαφή αναφορά στο Πολυτεχνείο.

Μεταπολίτευση. Ο Γαΐτης εγκαταλείπει το Παρίσι έπειτα από είκοσι χρόνια. Η γυναίκα του και η κόρη του δεν τον ακολουθούν. Συνδέεται με τη νέα ζωγράφο Αννη Κωστοπούλου. Στο αθηναϊκό του ατελιέ, χαίρεται να συναναστρέφεται νέα παιδιά και να τους συμβουλεύει. Μια φρενήρης και ακατάπαυστη δημιουργικότητα ακολουθεί τα επόμενα χρόνια.

Εκθέσεις ανά τον κόσμο, παραγωγή πολλαπλών, τα ανθρωπάκια γίνονται παιχνίδια, έπιπλα, πιάτα, υφάσματα, μόδα από τον Τσεκλένη, βγαίνουν στους δρόμους, συμμετέχουν στο Πατρινό καρναβάλι, ζωντανά ανδρείκελα με μελόν και ριγέ κοστουμάκια, ταξιδεύουν στα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες, φωτογραφίζονται μπροστά στο Cafe Flores. Διακωμωδώντας την αρχαιολατρία, γίνονται Οδυσσέας, Οιδίποδας, Σφίγγα, Ερμής, αμφορέας, πολεμιστές, φτερωτοί άγγελοι, κολόνες σε αρχαίους ναούς, Καρυάτιδες.

Ενας άγγελος με γυναικεία μορφή στην «Αποκαθήλωση» του 1980 κρατάει στα χέρια ένα νεκρό ανθρωπάκι. Οσο βρίσκεται σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, η Εθνική Πινακοθήκη τού ετοιμάζει αναδρομική έκθεση. Την επισκέπτεται λίγο προτού ανοίξει και σχολιάζει: « Ανακάλυψα το ανθρωπάκι δέκα χρόνια πριν την ώρα του». Πεθαίνει στις 22 Ιουλίου 1984, λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια, στα οποία δεν μπόρεσε καν να παρευρεθεί.?

«Φροντίστε να σωθούμε»
«Θέλω πάρα πολύ να εξηγήσω τη δουλειά μου [...] υπάρχουν ειδικοί που μπορούν να κάνουν αυτήν τη δουλειά [...] αλλά εγώ νομίζω έχω πιο πολύ δικαίωμα να μιλήσω για τα Ανθρωπάκια, αυτά τα οποία είναι ξύλινα βέβαια, αλλά αληθινά Ανθρωπάκια. Δηλαδή είναι τα Ανθρωπάκια τού σήμερα, είναι το κατεστημένο και το ίδιο το Ανθρωπάκι αυτό αντιδρά στο κατεστημένο.

Οι άνθρωποι, τα Ανθρωπάκια που λέω, το κατεστημένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου δεν παίρνει άλλο να πάει πιο μακριά [...] γίνανε ένα νούμερο και τίποτα παραπάνω. Εδώ εγώ κάνω μια μαρτυρία και σας λέω: Φροντίστε να σωθείτε, να σωθούμε. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο εγώ εκτός απ’ αυτήν τη μαρτυρία».

«Μονόγραμμα» ΕΡΤ2, Γιάννης Γαΐτης, Νοέμβριος 1984

Το παιχνίδι της ανώνυμης σφαγής
«Τα ανώνυμα πλήθη του Γαΐτη αποτελούν ένα σύνολο από φιγούρες-στόχους για άσκηση σκοποβολής, η μανιώδης επανάληψη ανθρώπων στοιχισμένων σε ζυγούς που μας γυρίζουν την πλάτη, φορώντας καπελάκια μελόν και λευκά κολάρα που ξεχωρίζουν κάτω από τα γυαλισμένα σαν από μπριγιαντίνη μαύρα μαλλιά. Πανομοιότυπες φιγούρες μηχανικών ανθρώπων που παρατηρούν, που "συμμετέχουν", που παρευρίσκονται άφωνοι στην άφιξη ενός παιδικού μονοπλάνου, μιας γοργόνας που αναδύθηκε από τη θάλασσα, ταχυδακτυλουργών που ελευθερώνουν ένα περιστέρι της ειρήνης, σεληνιακοί μοτοσικλετιστές [...] Στο έργο του Γαΐτη, οι «προθέσεις» γίνονται καλλιτεχνική πραγματικότητα πριν γίνουν ειρωνική ερμηνεία. Μια μοναδική πραγματικότητα που πλησιάζει τον κόσμο όπου ζούμε, μέσω μιας μυθικής και φανταστικής προοπτικής.

Ο Γαΐτης μάς διδάσκει πώς να μη γίνουμε πλήθος: Οι φιγούρες του μπορεί να γίνουν ένα πραγματικό ηθικοπλαστικό αντίδοτο για όσους δεν θέλουν πια να έχουν σχέση με το παιχνίδι της ανώνυμης σφαγής». Τζιουζέπε Μαρκιόρι Galerie Schneider, Απρίλιος 1968

Από τον Χρήστο Παρίδη