Αναδρομική έκθεση του Κόντογλου στη Θεσσαλονίκη

30.09.2002
Αναδρομική έκθεση του Φώτη Κόντογλου (1895 - 1965), του σημαντικότερου ίσως εκπροσώπου της νεοβυζαντινής ζωγραφικής, φιλοξενείται έως τις 3 του Νοέμβρη στην "Casa Bianca" στη Θεσσαλονίκη. Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των λζ΄ Δημητρίων.
Αναδρομική έκθεση του Φώτη Κόντογλου (1895 - 1965), του σημαντικότερου ίσως εκπροσώπου της νεοβυζαντινής ζωγραφικής, φιλοξενείται έως τις 3 του Νοέμβρη στην "Casa Bianca" στη Θεσσαλονίκη. Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο των λζ΄ Δημητρίων.

Ζωγράφος προικισμένος με πλούσιο ταλέντο, γνώστης της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, με αδιόρατη προτίμηση προς τον εξπρεσιονισμό, ο Κόντογλου έθεσε ως σκοπό της ζωής του τη δημιουργία μιας ζωγραφικής αυθεντικά ελληνικής, πιστεύοντας ότι η ελληνική έκφραση βρίσκεται στη βυζαντινή και τη λαϊκή τέχνη, καθώς και σε έργα της αρχαιότητας, όπως στις προσωπογραφίες του Φαγιούμ.
Ο νεαρός Φώτης Αποστολέλλης (όπως ήταν το πατρικό του όνομα, ενώ το Κόντογλου ήταν το όνομα της μητέρας του) παρακολούθησε μαθήματα στο Αϊβαλί της Μ. Ασίας, τις αρχαίες Κυδωνίες, όπου υπήρχε φημισμένο σχολείο. Κατά τα μαθητικά του χρόνια εμφανίστηκαν τα δύο ταλέντα του: της ζωγραφικής και το συγγραφικό.

Το 1913 βρίσκεται στην Αθήνα και εγγράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία εγκαταλείπει δύο χρόνια αργότερα και φεύγει στη Γαλλία. Στο Παρίσι γράφει και το αριστούργημά του "Pedro Cazas", που θα εκδοθεί μετά την επιστροφή του στην Αθήνα. Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή καταφεύγει πρόσφυγας αρχικά στη Μυτιλήνη και αργότερα στην Αθήνα, όπου εργάζεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη. Είναι τότε που επισκέπτεται το Αγιον Ορος κι έρχεται σε πρώτη ουσιαστική επαφή με τη ζωγραφική.
Στα 1925 εκδίδει τη "Φιλική Εταιρία", ένα περιοδικό τέχνης και "ελέγχου", όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, με συνεργάτες τους: Κ. Βάρναλη, Δ. Πικιώνη, Γ. Κεφαλληνό κ.ά.
Το μεγάλο έργο του στην κοσμική ζωγραφική θα το πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια πριν τον πόλεμο. Από το 1937 έως το 1939/40 ζωγραφίζει στο Δημαρχείο της Αθήνας τέσσερις συνθέσεις σε εντοιχισμένους καμβάδες στο ισόγειο και τους τέσσερις τοίχους του τότε αναγνωστηρίου. Στις μεγάλες αυτές μνημειακές συνθέσεις επιχειρεί να απεικονίσει την ενότητα και συνέχεια του ελληνισμού, ζωγραφίζοντας συνθέσεις ιστορικές και πνευματικές προσωπικότητες από τη μυθολογία έως την Επανάσταση του 1821.

Στην εκκλησιαστική ζωγραφική συνέχισε τη μεταβυζαντινή παράδοση. Με τους μαθητές του δημιουργεί μεγάλο αριθμό εικόνων (περίπου 600) και "ντύνει" με τις τοιχογραφίες του δεκαπέντε περίπου μικρούς και μεγάλους ναούς. Ανάμεσά τους ο βυζαντινός ναός της Καπνικαρέας, ο Αγιος Ανδρέας στα Κάτω Πατήσια (1950), ο Αγιος Χαράλαμπος στο Πεδίον του Αρεως (1954), ο Αγιος Γεώργιος στην Κυψέλη (1954) κ.ά.

Την πείρα την οποία είχε αποκτήσει ζωγραφίζοντας με τις τεχνικές και την τεχνοτροπία της βυζαντινής παράδοσης, από τη διδασκαλία αλλά και τη μελέτη παλαιών κειμένων, τη συγκέντρωσε στο δίτομο βιβλίο του "Εκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας", που τιμήθηκε με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1960).