Μιράλ

07.05.2011
Το 1948, στην Ιερουσαλήμ, η Χιντ Χουσέινι βρίσκει 55 ορφανά στο δρόμο και αποφασίζει να τα πάρει σπίτι της για να τους δώσει τροφή και στέγη. Μέσα σε έξι μήνες ο αριθμός τους αυξάνεται ιλιγγιωδώς σε 2.000 με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ιδρύματος. Σε αυτόν τον χώρο θα καταλήξει το 1978, μετά το θάνατο της μητέρας της, η 7χρονη Μιράλ, η οποία θα βρεθεί κάποια στιγμή στο κέντρο της αραβο-ισραηλινής διαμάχης.

Ξεκινώντας ένα χρόνο πριν από την ίδρυση του Ισραήλ και τον Αραβο-Ισραηλινό πόλεμο του 1948 και καταλήγοντας λίγο πριν από το 1993 και την ανεφάρμοστη ακόμα συνθήκη του Οσλο για παραχώρηση εδαφών στην Παλαιστίνη, το «Miral» φιλοδοξεί να διατρέξει σαράντα ολόκληρα χρόνια από την ταραγμένη ιστορία ενός διχασμένου τόπου και των πιο αδικημένων κατοίκων του. Δομημένο ωστόσο ως μια αλληλλοδιαδοχή τεσσάρων πορτρέτων Παλαιστινίων γυναικών που βιώνουν καθημερινά μικρές και μεγάλες τραγωδίες, το «Miral» αναδύεται είτε υπερβολικά κατακερματισμένο, όταν πρόκειται για τις πιο σύντομες περιπτώσεις, είτε γεμάτο κλισέ, καταποντίζοντας ακόμα κι εκείνες τις ιστορίες όπου αφιερώνει περισσότερο κινηματογραφικό χρόνο. Οταν φτάνει τελικά στο βασικό νήμα της ζωής της Μιράλ, το όποιο χιλιοειπωμένο μήνυμα έχει ήδη εξαντληθεί.

Αν και εμφανώς στέκεται υπέρ των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων (άλλωστε όλες οι βασανισμένες ηρωίδες του ανήκουν σ’αυτούς), ο Σνάμπελ μοιάζει αποφασισμένος να μη θίξει επουδενί καμία πλευρά και κυρίως να μην τρομάξει ή ενοχλήσει τον μέσο θεατή, κατασκευάζοντας μια ανώδυνη ταινία στον αντίποδα του συναισθηματικού εκβιασμού. Έτσι μετατρέπει ακόμα και τη μοναδική σκηνή βασανισμού σε αδιάφορο θέαμα, εξοστρακίζει τις πιο έντονες συμπλοκές σε αποστασιοποιημένα επίκαιρα και ισοπεδώνει το δράμα αγκαλιάζοντας τις πιο φορτισμένες σκηνές με κινηματογράφηση που θα ταίριαζε καλύτερα σε αιθέριο, λουσάτο διαφημιστικό σποτ. Η μοναδική σύγκρουση που δείχνει να τον απασχολεί ουσιαστικά είναι μάλλον εκείνη που εκφράζεται μέσα από την αντίθεση της Μιράλ (που εμπλέκεται με τη δράση της πρώτης Ιντιφάντα) με τη μητρική φιγούρα της Χιντ: ο ένοπλος αγώνας απέναντι στην έμμεση αντίσταση μέσω της εκπαίδευσης και της ανατροφής της επόμενης γενιάς. Ακόμα κι αυτό το θέμα όμως προσεγγίζεται ξώπετσα μέσα από ξύλινους διαλόγους που αραδιάζουν αφηρημένες κοινοτοπίες για ειρηνική συμβίωση και ελπίδα. Ο Σνάμπελ δεν είναι βέβαια ο μόνος υπαίτιος για την απίστευτη αυτή ρηχότητα, καθώς η ίδια η Ρούλα Τζεμπρεάλ, η συγγραφέας του μυθιστορήματος στο οποίο βασίζεται το «Miral», έγραψε και το σενάριό του. Δεδομένης της σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικής φύσης του, η απουσία αποιασδήποτε αιχμής ή πραγματικού συναισθήματος είναι σχεδόν εξοργιστική.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση είναι πάντως απορίας άξιο πως ένα τόσο αδιάφορο και ακίνδυνο φιλμ προκάλεσε αρχικά αντιδράσεις ως αντισημιτικό. Χαμένο αβέβαια στις αγαθές του προθέσεις, το «Miral» δεν διασώζεται ούτε από τη γεμάτη φίλτρα ελκυστική φωτογραφία του, ούτε από τους αξιόλογους δευτεραγωνιστές που αναγκάζονται να υποδυθούν χάρτινα στερεότυπα, εναλλάσσοντας ανεξήγητα αλλόκοτες προφορές αγγλικών με αραβικά. Πόσω μάλλον από τη γοητευτική Ινδή(!) Φρέιντα Πίντο που αδυνατεί πλήρως να σηκώσει το βάρος της δυναμικής Μιράλ στους λεπτεπίλεπτους ώμους της.

Θανάσης Πατσαβός

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ