10η Μέρα

28.10.2013
Ο Βασίλης Μαζωμένος αναμειγνύει μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, ζωντανεύοντας επί της οθόνης τις μνήμες ενός πρόσφυγα από το Αφγανιστάν που ζει στην Ελλάδα της κρίσης. Επίμονη επίκληση στο συναίσθημα και μονοδιάστατη προσέγγιση του γενικότερου προβλήματος της ανθρώπινης εκμετάλλευσης περιορίζουν αισθητά, χωρίς να ακυρώνουν, ωστόσο, τις καλές προθέσεις της «10ης Μέρας».

Οι μνήμες του Αλί, ενός πρόσφυγα από το Αφγανιστάν, είναι το όχημα πάνω στο οποίο πατά η νέα ταινία του Βασίλη Μαζωμένου, προκειμένου να αφηγηθεί το γεμάτο αντιξοότητες οδοιπορικό ενός νέου ανθρώπου, από την πατρίδα του ως τη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής και προπαντός ανθρωπιστικής κρίσης. Όλα ξεκινούν από την προσπάθεια του Αλί να αναζητήσει έναν δρόμο της διαφυγής προς την Ευρώπη, «μία Ευρώπη γεμάτη ευκαιρίες», όπως συνήθιζε να ακούει.

Ο Βασίλης Μαζωμένος, σκηνοθέτης του προ τετραετίας «Guilt», επιστρέφει με την έβδομη μεγάλου μήκους ταινία του, προσεγγίζοντας ένα ζήτημα εξαιρετικά επίκαιρο και ακανθώδες όπως το μεταναστευτικό, αποκλειστικά από τη μεριά ενός Αφγανού μετανάστη. Η «10η Μέρα» είναι ένα ψευδοντοκιμαντέρ, το οποίο αποτελεί επί της ουσίας μία σύνθεση πολλών διαφορετικών ιστοριών από πρόσφυγες που ζουν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.

Ξεκάθαρος σκοπός της ταινίας είναι η αναζήτηση κοινών σημείων επαφής του θεατή με τον «Άλλο». Αυτόν τον άγνωστο, διαφορετικό, εξαθλιωμένο συνάνθρωπο που βρέθηκε ξαφνικά στην ίδια πόλη με εκείνον και του οποίου η παρουσία εκεί εγείρει ένα σωρό συζητήσεις και αντιδράσεις, σε μια χώρα η οποία τελεί υπό ένα διασχιστικό καθεστώς που συνδυάζει μοναδικά τον παροξυσμό με τον λήθαργο.

Προκειμένου να βρεθεί αυτό το σημείο επαφής ανάμεσα στον Αλί και τον θεατή, ο σκηνοθέτης της «10ης Μέρας» επιστρατεύει συστηματικά την επίκληση στο συναίσθημα, σε μία επίμονη προσπάθεια να ενεργοποιήσει εκείνα τα κοιμώμενα κομμάτια ανθρωπισμού μιας κοινωνίας που, πάνω στην παραζάλη της κρίσης, καλμάρει τις ματαιώσεις και την οργή της αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα.

Ωστόσο, αυτού του είδους η συναισθηματική υπερφόρτωση, αποτέλεσμα της στρατευμένης λογικής πάνω στην οποία δομείται η «10η Μέρα», σε συνδυασμό με τη μάλλον παράταιρη χρήση εκτεταμένων σκηνών από την τελετή της Ασούρα, μίας από τις σημαντικότερες του Ισλάμ, καταλήγει να βραχυκυκλώνει το σύμπαν της ταινίας, κάνοντάς το να μοιάζει με έναν μονοδιάστατο, παρατεταμένο εφιάλτη, εντός του οποίου ένα ευρύτατο φάσμα βίας απλώνεται σχεδόν νομοτελειακά γύρω τον ήρωα και τους υπόλοιπους μετανάστες/πρόσφυγες.

Άλλωστε, οι βίαιες σκηνές από την Ασούρα (η οποία στα Φαρσί σημαίνει «ανάμνηση»), θα μπορούσαν κάλλιστα να μπερδέψουν τον αμύητο στα του Ισλάμ θεατή, κατ’ αναλογία με το πώς ξενίζει έναν τυπικό «δυτικό» χριστιανό η θέα της αληθινής σταύρωσης δεκάδων Φιλιππινέζων κατά τους ετήσιους εορτασμούς του Πάσχα στις Φιλιππίνες.

Την ίδια στιγμή, παρά το γεγονός πως η ταινία του Μαζωμένου φωτογραφίζει την παγίδα που απειλεί τόσο τον Αλί όσο και τον θεατή, εκείνη δηλαδή της ψευδαίσθησης του «δυτικού ονείρου» η οποία οδηγεί στην εκμετάλλευση και την εξαθλίωση, αποφασίζει να την προσπεράσει, απομακρύνοντας τελικά το βλέμμα από τη ρίζα του προβλήματος και παραμένοντας προσκολλημένη στο συναίσθημα. Αυτό είναι ακριβώς και το σημείο όπου η μονοδιάστατη φύση της «10ης Μέρας» ομολογεί τους αυτοπεριορισμούς της.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ