Ο Μπάτλερ

04.12.2013
Πάνω από τριάντα παραγωγοί επιστρατεύτηκαν για να φέρουν στην οθόνη το ιστορικό έπος του Λι Ντάνιελς. Θα ευχόταν κανείς να είχαν βάλει την υπογραφή τους σε κάτι καλύτερο από αυτό το υπερφίαλο δράμα των μεγάλων μηνυμάτων, των πολλών αστέρων και των μετρίων αποτελεσμάτων.

Τέσσερα χρόνια αφότου απέκτησε ανεξήγητα τον σεβασμό της καλλιτεχνικής κοινότητας με την βαρύγδουπη και εκβιαστική «Μονάκριβη», και ένα χρόνο αφότου σέρβιρε στο κοινό παγκοσμίως ένα αθέλητα αστείο κομμάτι trash σινεμά με το «Paperboy», ο Λι Ντάνιελς επιβεβαιώνει περίτρανα και φέτος ότι είναι ένας ξεκάθαρα exploitation σκηνοθέτης που αγνοεί κάθε έννοια λεπτότητας.

Στην πιο πολιτικοποιημένη και φιλόδοξη ταινία του μέχρι στιγμής, θέλοντας να συνοψίσει ένα πανόραμα της σύγχρονης αφροαμερικανικής εμπειρίας και των σημαντικότερων αγώνων για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων, ο 54χρονος δημιουργός κατορθώνει να υποβιβάσει μια εξαίρετη αληθινή ιστορία στις διαστάσεις μιας αχαλίνωτης φαντασίας.

Η εν λόγω ιστορία προέρχεται από ένα άρθρο που δημοσίευσε η εφημερίδα Washington Post το 2008, ανασύροντας από την αφάνεια την αξιοθαύμαστη περίπτωση του Γιουτζίν Άλεν, ενός έγχρωμου άντρα ο οποίος χρησίμευσε ως οικονόμος στον Λευκό Οίκο για τρεις δεκαετίες, από το 1957 έως και το 1986, και σε μια περίοδο κατά την οποία η Αμερική άλλαξε εφτά προέδρους και γνώρισε μερικές από τις πιο κατακλυσμιαίας σημασίας κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της.

Στην κινηματογραφική μεταφορά της ζωής του, ο Γιουτζίν Άλεν έχει πλέον μετονομαστεί σε Σέσιλ Γκέινς, οι ομοιότητες μεταξύ των δυο προσώπων, εντούτοις, καταντούν να είναι απειροελάχιστες. Επειδή, όμως, βρισκόμαστε σε μια ταινία, συνεπώς και στα χωράφια της καθαρής εικασίας, οι πάμπολλες ελευθερίες που έχουν παρθεί σε βάρος των πραγματικών συμβάντων εν μέρει δικαιολογούνται.

Αυτό που δεν συγχωρείται με τίποτα είναι η τεμπελιά με την οποία το σενάριο του Ντάνι Στρονγκ (στην πρώτη του δουλειά εκτός τηλεόρασης) πασχίζει να στριμώξει όπως-όπως τριάντα χρόνια συλλογικής Ιστορίας σε μια σχηματική πλοκή που τηλεγραφεί συμβάντα, προτιμά να συνοψίζει αντί να διηγείται και σε σημεία αμφισβητεί κάθε αληθοφάνεια ή ρεαλισμό.

Κάπως έτσι ο πρωταγωνιστής τυχαίνει και βρίσκεται μαγικά παρών σε μερικές από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις των εκάστοτε προέδρων, ανήλικος ακόμη βλέπει μέσα σε λίγα λεπτά ένα λευκό αφεντικό να βιάζει τη μητέρα του και να σκοτώνει τον πατέρα του ή αργότερα στο φιλμ απελπίζεται με τους δύο γιους του, όταν ο ένας πηγαίνει να πολεμήσει στο Βιετνάμ και ο άλλος γίνεται μέλος των εξτρεμιστικών Μαύρων Πανθήρων, βιώνοντας, παρεμπιπτόντως, από πρώτο χέρι τις πιο καταλυτικές διεκδικήσεις της μαύρης φυλής μέσα στον 20ο αιώνα.

Σταθερά άτσαλος αφηγητής, όπως έχει αποδείξει και με τις προηγούμενες ταινίες του, ο Ντάνιελς υποκλίνεται εδώ στους μηχανισμούς του μελό, υπερφορτίζει συναισθηματικά κάθε δραματουργικό σκαρίφημα και παραδίδεται διαρκώς στο προφανές.

Έχοντας αντιληφθεί, επιπλέον, ότι αυτή τη φορά καλείται να προσφέρει λαϊκό θέαμα δίχως πολλές αξιώσεις, φροντίζει να εξαφανιστεί εντελώς πίσω από την κάμερα, αφήνοντας ορατές μοναχά τις πλείστες σκηνοθετικές αδυναμίες του: τις προβλέψιμες γωνίες λήψης, τις μπανάλ εικονογραφήσεις, το ανέμπνευστο μοντάζ, τους άτακτους ρυθμούς, τη δυσκολία εστίασης στις ουσιώδεις λεπτομέρειες κάθε σκηνής.

Ακόμη και οι ερμηνευτικές αναθέσεις του, από την άλλη, μοιάζουν ανεκδιήγητες. Η παρέλαση επωνύμων σε μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους (η τηλεπαρουσιάστρια Όπρα Γουίνφρεϊ ως σύζυγος του ήρωα, η τραγουδίστρια Μαράια Κάρεϊ ως ταλαιπωρημένη εργάτρια των φυτειών!) αποσπά διαρκώς την προσοχή από τα όσα εκτυλίσσονται επί οθόνης, εντελώς άστοχες και διόλου πιστευτές επιλογές ηθοποιών σε ρόλους προέδρων (ο Τζον Κιούζακ ως Ρίτσαρντ Νίξον, ο Τζέιμς Μάρσντεν ως Τζον Κένεντι) προσκαλούν την αποδοκιμασία και μόνο η δουλεμένη πρωταγωνιστική παρουσία του Φόρεστ Γουίτακερ αξίζει πραγματικά επαίνων.

Τίποτα παραπάνω από μια πληθωρική σαπουνόπερα με σοβαρές προθέσεις, ο «Μπάτλερ» του Λι Ντάνιελς είναι το πνευματικό τέκνο ενός σκηνοθέτη ο οποίος επωμίζεται τον ρόλο του καθηγητή, διδάσκοντας απλοϊκά μαθήματα Ιστορίας με το δάχτυλο μονίμως υψωμένο. Κάποιος πρέπει να τον συμβουλέψει, παρ' όλα αυτά, ότι οι αληθινές κινηματογραφικές αρετές δεν βρίσκονται στη μεγαλοστομία. Κρύβονται στη μετριοφροσύνη και την εγκράτεια.