Ο Λύκος της Wall Street

04.12.2013
Τρίωρης διάρκειας και σε κατάσταση διαρκούς ταχυπαλμίας, η σαρωτική εξτραβαγκάντσα του Μάρτιν Σκορσέζε αναδεικνύεται, μέσα από τις μεγαλειώδεις στιγμές και τις πάμπολλες αμετροέπειές της, σε μια από τις πιο ατίθασες ταινίες της καριέρας του.

Ο καινούργιος Σκορσέζε είναι φρενήρης, θορυβώδης και σαφώς μεγαλύτερος σε διάρκεια απ' όσο χρειαζόταν. Ανοίγει δρόμο σαν οδοστρωτήρας μέσα από στιγμιότυπα βακχικών οργίων και απίστευτων καταχρήσεων, δίχως να στέκεται στιγμή για να πάρει ανάσα. Απλώνει στην οθόνη μια ιλιγγιώδη παρέλαση ακροτήτων και συστήνει ήρωες που αφήνουν μηδαμινά περιθώρια στο κοινό για να τους συμπαθήσει.

Αποτελεί, όμως, ταυτόχρονα ένα γνήσιο φιλμικό τονωτικό. Μια κινηματογραφική ένεση αδρεναλίνης, ερχόμενη από έναν αμετανόητο τζάνκι της σκηνοθεσίας και των εικόνων, ο οποίος κατορθώνει στα 71 του χρόνια και παραδίδει ένα φιλμ με τον τρόπο που μόνο ένας ενθουσιώδης νεαρός κινηματογραφιστής θα μπορούσε να το είχε καταφέρει.

Τα «ναρκωτικά» της αρεσκείας του παραμένουν κι εδώ ίδια. Όπως συνέβη στο μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του, έτσι και τώρα, ο Σκορσέζε αντλεί τη «δόση» του από κόσμους παραβατικούς και υπεράνω κάθε ηθικού νόμου, από μετεωρικές διαδρομές ζωής, από παράδοξες ενσαρκώσεις του Αμερικανικού Ονείρου, από αυτοκαταστροφικούς χαρακτήρες που οδηγούνται στον χαμό τους με τρόπους επικούς και ηχηρούς.

Στηριγμένος στα διόλου απολογητικά απομνημονεύματα του Τζόρνταν Μπέλφορτ, ενός δαιμόνιου αλλά και επιρρεπή στην ξέφρενη ζωή εκατομμυριούχου χρηματιστή, ο «Λύκος» περιγράφει την αστραπιαία άνοδο και βίαιη πτώση του μέσα στο αδίστακτο πολιτικο-οικονομικό τοπίο που επικρατούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την διάρκεια των τελών της δεκαετίας του '80, μια πορεία η οποία τον καταλήγει από το πολυτελές γραφείο και την αχανή έπαυλή του σε ένα κελί φυλακής, όπου θα βρεθεί κλεισμένος με την κατηγορία της απάτης και του ξεπλύματος χρημάτων.

Ο Σκορσέζε αναγνωρίζει στην αυτοβιογραφική διήγηση του Μπέλφορντ μια περίπτωση ανάλογη με εκείνη του Χένρι Χιλ, του ανθρώπου ο οποίος ενέπνευσε τα «Καλά Παιδιά», και η αλήθεια είναι ότι αν ο «Λύκος» συγγενεύει θεματικά και στυλιστικά με κάποια ταινία του Ιταλοαμερικανού δημιουργού, αυτή είναι σίγουρα το γκανγκστερικό του αριστούργημα.

Εδώ, όμως, ο υπόκοσμος της μαφίας έχει αντικατασταθεί από την αριθμητική των μετοχών, τους μηχανισμούς της χρηματιστηριακής απάτης και τη μεθοδολογία του οικονομικού εγκλήματος. Κι αν η ιστορία μοιάζει εκ πρώτης όψεως αδιαπραγμάτευτα δραματική, με την βοήθεια του σεναρίου ο σκηνοθέτης την προσεγγίζει από μια σκωπτική και χιουμοριστική πλευρά, αφήνοντας για σπάνια φορά την ξεκάθαρη κωμωδία και τα στοιχεία της φάρσας να εισχωρήσουν στο αυστηρά αρρενωπό και συχνά αγέλαστο σύμπαν των ταινιών του.

Απόλυτα εναρμονισμένος με την ιλαροτραγική διάσταση του ήρωά του, στο ρόλο του ακόρεστου κερδοσκόπου, ο οποίος χάνει κάθε αίσθηση μοραλισμού, σπρώχνει διαρκώς το σώμα του στα επίπεδα της φυσικής εξόντωσης και στις πιο νηφάλιες στιγμές του χρησιμεύει ως ένας μανιακός ρήτορας για τους υπαλλήλους του, ψέλνοντας το ευαγγέλιο του με κάθε τίμημα πλουτισμού, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο παραδίδει εδώ μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του.

Γύρω από τον άφοβο πρωταγωνιστή του, ο οποίος κατορθώνει να ανταποκριθεί σωματικά σε μια σκηνή παραισθησιογόνου σλάπστικ με την ίδια ευλυγισία που αφοσιώνεται ψυχολογικά στις αιφνίδιες μεταπτώσεις και διαθέσεις της πλοκής, ο Σκορσέζε ενορχηστρώνει μια όπερα της υπερβολής και της υπέρβασης των ορίων. Φιλμάρει τα πάντα στη διαπασών, χωρίς χαλαρωτικές παύσεις στο ενδιάμεσο, με μια ενέργεια που γίνεται σχεδόν μεταδοτική και με έναν παροξυσμό που προδίδει ενίοτε ότι ο δημιουργός αφήνει να τον παρασύρει το υλικό του.

Στις τρεις πυκνές ώρες που διαρκεί, ο «Λύκος της Wall Street» παραμένει ένα ογκώδες και εκκωφαντικό θέαμα που σκοντάφτει κατά καιρούς σε αχρείαστες επαναλήψεις και επενδύει τη μεγάλη διάρκειά του προκειμένου να καταστήσει σαφές ένα μήνυμα που παραμένει παλιό όσο κι ο χρόνος.

Επιθυμία του Σκορσέζε είναι, παρ’ όλα αυτά, να αντιμετωπίσει αυτό το χρονικό της απληστίας και της σπατάλης μετωπικά, εξασφαλίζοντας στον θεατή προνομιούχο θέση σε έναν ασταμάτητο πανηγυρικό των ναρκωτικών, της ασυδοσίας, του σεξ και της ανθρώπινης ανοησίας, ο οποίος δεν κρίνει, αλλά μόνο παρατηρεί.

Πρόκειται για μια βαθιά κατάδυση σε έναν πλήρως μηδενιστικό κόσμο, από τον οποίο η έξοδος θα προκύψει μόνο ελάχιστα λεπτά πριν το τέλος και δίχως να παρέχει κάποιο ξεκάθαρο δίδαγμα. Ίσως γιατί, αντί να παραδίδει μια ηθικοπλαστική παραβολή, ο Σκορσέζε προτιμά να εικονογραφήσει μια συλλογική φαντασίωση επιτυχίας και καταξίωσης σαν ένα υλιστικό πορνό που είναι φτιαγμένο για να προκαλεί δέος όσο και ναυτία.

Κι αντί να επαναπαύεται στη μετρημένη ωριμότητα που περιμένει κανείς από βετεράνους δημιουργούς της ηλικίας του, εκείνος ανταποκρίνεται στο σαρωτικό opus του με την ευφορία, την παρόρμηση και συχνά την απερισκεψία ενός νεαρού.