Μικελάντζελο Αντονιόνι (1912-2007)

17.09.2007
Δεν ξέρω αν μιλάω εκ μέρους πολλών όταν λέω ότι χρωστάω πολλά στον Αντονιόνι. Φράσεις όπως αυτή δεν εκφέρονται συνήθως δίχως να αποφύγουν κάποια επιτήδευση, εγώ όμως την εννοώ στην πιο ειλικρινή της μορφή. Σε μια προβολή της «Εκλειψης» χρωστάω την επαγγελματική μου ενασχόληση με το σινεμά.

Δεν ξέρω αν μιλάω εκ μέρους πολλών όταν λέω ότι χρωστάω πολλά στον Αντονιόνι. Φράσεις όπως αυτή δεν εκφέρονται συνήθως δίχως να αποφύγουν κάποια επιτήδευση, εγώ όμως την εννοώ στην πιο ειλικρινή της μορφή. Σε μια προβολή της «Εκλειψης» χρωστάω την επαγγελματική μου ενασχόληση με το σινεμά. Στα τελευταία, αινιγματικά λεπτά του φιλμ αισθάνθηκα ότι κάτι με έσπρωχνε να αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα μέχρι τότε ταινίες. Να γυρέψω αυτό το κάτι περισσότερο που κρυβόταν πίσω από τις εικόνες. Μια αλήθεια, μια ζωή που συνήθως μας διαφεύγει. Αργότερα είδα την «Περιπέτεια», το «Επάγγελμα Ρεπόρτερ», το «Μπλόου Απ» και σιγουρεύτηκα: το σινεμά του Ιταλού σκηνοθέτη ήταν το σινεμά ενός αόρατου κόσμου που παραμονεύει πίσω από όλα όσα ξεγελούν το βλέμμα μας. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου ως θεατής δεν έπαψα ποτέ να κουβαλώ αυτή την αμφιβολία. Αυτή την αίσθηση του δέους για κάτι ανώτερο. Κάτι που με ξεπερνά και με καλεί διαρκώς κοντά του, επειδή κάθε φορά που θα πλησιάσω, θα αντικρίσω και κάτι περισσότερο.

Ανέκαθεν είχα σχηματίσει τον Αντονιόνι στο μυαλό μου ως κάτι μυθικό, που ζει μόνο στις σελίδες των βιβλίων και στο σκοτάδι της αίθουσας. Για ελάχιστα λεπτά, μου δόθηκε η ευκαιρία να τον δω κι από κοντά. Ηταν 2004 στις Κάννες και το μικρού μήκους φιλμ «Το Βλέμμα Του Μικελάντζελο» που ο σκηνοθέτης είχε καταφέρει να ολοκληρώσει, παρά τα τεράστια προβλήματα υγείας του, έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ. Κόντρα στις προσδοκίες των πάντων, δεδομένου της εξαιρετικά εύθραυστης φυσικής του κατάστασης, ο Αντονιόνι ξεπρόβαλλε δειλά από την είσοδο. Προσπαθούσε με μικρά βήματα να φτάσει στη θέση του. Από ένα χαμόγελο της τύχης έτυχε να βρίσκομαι ακριβώς πίσω από αυτήν. Διακρίνοντας τη δυσκολία με την οποία επιχειρούσε να κάτσει έσπευσα και, με δυο παρευρισκόμενους ακόμη, τον βοήθησα. Τον κράτησα, θυμάμαι καλά, από τη μέση του και προσεκτικά τον τράβηξα προς την πολυθρόνα. Καθισμένος πια, εκείνος γύρισε πολύ αργά, σχεδόν επώδυνα προς το μέρος όσων τον είχαμε βοηθήσει και έριξε μια ματιά που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Επειτα τα φώτα έσβησαν και παρακολούθησα όλο το φιλμ με τη σκιά του μπροστά από την οθόνη, στην ακριβώς μπροστινή θέση. Ηταν μια εικόνα απείρως συγκινητική για μένα, όσο και παράξενη-με έναν τρόπο που δυσκολεύομαι να εξηγήσω. Αυτή την εικόνα έφερα πρώτη στο μυαλό μου όταν πληροφορήθηκα ότι πέθανε. Και ήταν αδύνατο να χωρέσει σε λόγια, όπως συνέβαινε πάντα με όλες τις αγαπημένες μου εικόνες από τις ταινίες του. Που είναι πολλές. Και που, όπως τα πιο θεσπέσια αινίγματα στον κόσμο, δεν θα μου γίνουν ποτέ εντελώς κατανοητές.

Λουκάς Κατσίκας