Κατά Συρροήν Σκηνοθέτης

23.10.2007
Ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ σε πέντε (εύκολα) βήματα Μπορεί να μην ήταν ο σημαντικότερος δημιουργός της γενιάς του και σε καμία περίπτωση δεν ήταν ο πιο αξιαγάπητος. Ηταν όμως κάτι ακόμα καλύτερο (και φυσικά σπανιότερο): εξαιρετικά και κατ επανάληψη επικίνδυνος.

Από την Δέσποινα Παυλάκη

1. Mamma Mia
H ανικανότητα της Λιζελότε Εντερ να αντιμετωπίσει τα οικογενειακά βάρη μετά τη διάλυση του γάμου της το 1951, ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να συμβεί στο νεαρό Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Μόλις έκλεισε τα εφτά, η μεταφράστρια μητέρα του άρχισε να τον στέλνει καθημερινά στον κινηματογράφο, σε αντάλλαγμα με λίγες κλεμμένες στιγμές ηρεμίας, ώστε να κάνει αναπόσπαστα τη δουλειά της. Υπήρχαν φορές που ο μικρός έβλεπε μέχρι και τρεις ταινίες στη σειρά, και όπως παραδεχόταν κι ο ίδιος: «...το σινεμά ήταν η οικογενειακή ζωή που δεν βρήκα ποτέ στο σπίτι». Η μητρική αμέλεια όχι μόνο έδωσε, άθελά της, νόημα στη ζωή του, αλλά του προσέφερε μια πλούσια γκάμα ψυχολογικών τραυμάτων που θα εξερευνούσε επί της μεγάλης οθόνης μέχρι τελικής, κυριολεκτικά, πτώσης. Ο Φασμπίντερ, ευγνώμων, θα έδινε στη μητέρα του άφεση αμαρτιών, προσφέροντάς της την ευκαιρία να αναγεννηθεί μέσα από τις ταινίες του ως Lilo Pempeit (Λίλο Πέμπατ) σε δεκαπέντε καθόλου τυχαίους ρόλους.

2. Η Παρέα των Λύκων
Σε ηλικία 18 χρονών, έχοντας εγκαταλείψει το σχολείο, έχοντας ήδη εκ-δηλώσει την ομοφυλοφιλία του και χωρίς κανένα επίσημο πτυχίο στην κατοχή του, άρχισε να πλαισιώνει στρατηγικά το ταλέντο του με μια αυτοσχέδια οικογένεια εξιλαστήριων θυμάτων, αντλώντας από το έμψυχο υλικό του Fridl-Leonhard Studio, όπου είχε γνωρίσει τη μετέπειτα μούσα του, Χάνα Σιγκούλα. Το 1967 ο Φασμπίντερ και οι πιστοί του μετακόμισαν στο πειραματικό Action Theater, όπου μέσα σε ένα χρόνο είχε ήδη περάσει από όλα τα στάδια της παραγωγής και ήταν έτοιμος να σκηνοθετήσει. Λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του «Ο Ελληνας Γείτονας» το 1969, το Action Theater έκλεισε, κατεστραμμένο από το χέρι του ίδιου του ιδρυτή του, που ζήλευε παθιασμένα τον 23χρονο Φασμπίντερ λόγω της αυξανόμενης επιρροής του εντός της ομάδας. Παρόμοια οπερετικά δράματα -συνήθως υποκινούμενα από τον ίδιο- θα διατάρασσαν τις λεπτές ισορροπίες της κολεκτίβας, ακόμα και μετά το θάνατό του. Μόνιμα περιτριγυρισμένος από αφοσιωμένους συνεργάτες που τον υπηρετούσαν με μαζοχιστική αυταπάρνηση, ο Φασμπίντερ δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την καταδυναστευτική του φύση, αν και δεν υπήρχε τίποτα που να τον διασκεδάζει περισσότερο από μια καλή ανταρσία!

3. Το Σεξ και η Ουσία
Παρόλο που είχε αρχίσει να διαλαλεί την ομοφυλοφιλία του πολύ πριν ενηλικιωθεί, ο Φασμπίντερ κατάφερε να παντρευτεί μία (συν μία) φορά: πρώτα με τη στενή του φίλη και συνεργάτιδα Ινγκριντ Κάβεν, που είχε μόλις ολοκληρώσει μακροχρόνια ψυχοθεραπεία για σαδομαζοχισμό -γεγονός που φυσικά του κέντρισε το ενδιαφέρον- και κατόπιν με την Γιουλιάνε Λόρεντς, πρώην μοντέρ και νυν επικεφαλής του Fassbinder Foundation, αν και κατά κοινή πεποίθηση πρόκειται για αποκύημα της υπερδραστήριας φαντασίας της, αφού το πιστοποιητικό γάμου δεν βρέθηκε ποτέ. Μικρό το κακό, αφού ο έρωτας για τον Φασμπίντερ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια πάλη για την επικράτηση του δυνατότερου. Δια του λόγου το αληθές, οι τρεις πρώτες μικρού μήκους ταινίες του χρηματοδοτήθηκαν από τον κατά πολύ μεγαλύτερο εραστή του, σε αντάλλαγμα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ξεκινώντας κάθε βραδινή του εξόρμηση από τις αντρικές τουαλέτες, ο Φασμπίντερ χρησιμοποιούσε συχνά τις σεξουαλικές εμπειρίες του ως ακατέργαστη πρώτη ύλη για μερικά από τα καλύτερα σενάριά του, αλλά και ως ζωτικό καύσιμο για να τροφοδοτεί την ακατάπαυστη εργασιομανία του. Διόλου τυχαίο, που η διεθνή του φήμη εδραιώθηκε με το «Fox And His Friends», μια πράξη εξιλέωσης απέναντι στη μνήμη του εραστή του, Αρμιν Μέιερ, που αυτοκτόνησε όταν ο Φασμπίντερ τον εγκατέλειψε. Και ο Φασμπίντερ μπορούσε πια να πατήσει επί πτωμάτων προκειμένου να υπηρετήσει τον ακατέργαστο νατουραλισμό του, γράφοντας ολόκληρη την ταινία ως μία ανάμνηση της σχέσης τους.

4. Α Hard Days Νight
Ενώ άλλοι σκηνοθέτες έχαναν πολύτιμο χρόνο επιλέγοντας προσεκτικά τους συνεργάτες τους, τo enfant terrible του Νέου Γερμανικού Σινεμά (που πολλοί πιστεύουν ότι πέθανε μαζί του) και οι βάκχες του, ολοκλήρωναν τη μία ταινία μετά την άλλη. Σύμφωνα με τη Χάνα Σιγκούλα, «...ο Φασμπίντερ είχε πάντοτε έτοιμη την αλληλουχία των σκηνών στο μυαλό του, αλλά δεν ήταν τελειομανής. Περισσότερο τον ένοιαζε να βγάζει μια καινούργια ταινία ενώ οι κριτικοί ασχολούνταν ακόμα με την προηγούμενη». Σκηνοθετώντας, κατά μέσο όρο, ένα φιλμ ανά 100 μέρες, κατάφερε να ολοκληρώσει 44 κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές -όπου εκτός από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, πολλές φορές αναλάμβανε το ρόλο καλλιτεχνικού διευθυντή, οπερατέρ, παραγωγού και ηθοποιού- ενώ η θεατρική του καριέρα περιλαμβάνει 14 θεατρικά, 6 διασκευές και 4 κομμάτια για το ραδιόφωνο. Μέχρι να τον ανακαλύψουν τα διεθνή καλλιτεχνικά κυκλώματα (χάρη στο «Ο Φόβος Τρώει Τα Σωθικά» το 1974), οι πολυάριθμοί τίτλοι που ήδη συνωστίζονταν στο βιογραφικό του, σε συνδυασμό με το χείμαρρο νέων πονημάτων, έκαναν την παραγωγικότητα του να φαντάζει ακόμα πιο εντυπωσιακή. Σύντομα, τα βραβεία και τα διάφορα αφιερώματα σε Παρίσι, Λος Αντζελες και Νέα Υόρκη, ανέβασαν το καλλιτεχνικό του γόητρο, ενώ ο παρακμιακός τρόπος ζωής του, τα απανωτά επαγγελματικά σκάνδαλα και η επιδεικτική του ομοφυλοφιλία κοσμούσαν πλέον σε μόνιμη βάση τα γερμανικά πρωτοσέλιδα, που ποτέ μέχρι τότε δεν τον είχαν πάρει στα σοβαρά. Ωσπου μια νύχτα, ένα εκρηκτικό μείγμα βαρβιτουρικών και κοκαϊνης τον έβγαλε πρόωρα στη σύνταξη σε ηλικία 37 ετών. Στα χέρια του βρέθηκε ένα πρώτο σενάριο για τη ζωή της Ρόζα Λούξεμπουργκ...

5. Requiem
Κι όπως φυσικά αρμόζει σ' ένα υπέροχο κουμάσι σαν και του λόγου του, τα δέκα χρόνια μετά το θάνατό του δεν γιορτάστηκαν μέσα σε κλίμα νοσταλγίας και συγκίνησης, αλλά με λασπολογικά όργια ανάμεσα στην, ομολογουμένως ύποπτη, διευθύντρια του Fassbinder Institute και υποτιθέμενη τελευταία σύντροφό του, και όλους τους παλιούς του συνεργάτες, τους οποίους προσπάθησε να εξαφανίσει από τα credits των αποκαταστημένων ταινιών του! Η διαμάχη πήρε φωτιά, όταν η μάλλον φαντασιόπληκτη κ. Λόρεντς δήλωσε σε γνωστό Γερμανό κριτικό και ντοκιμαντερίστα εν έτει 1992, ότι ο Φασμπίντερ δεν ήταν πραγματικά ομοφυλόφιλος και ούτε έπαιρνε ναρκωτικά! Η μητέρα του -και μοναδική δικαιούχος της περιουσίας- που μάλλον πρώτη φορά άκουγε κάποιον να λέει καλά λόγια για το γιο της, έσπευσε να αναθέσει τη διεύθυνση του ιδρύματος στα (αν)ίκανα χέρια της Λόρεντς, η οποία βάλθηκε να εξοστρακίσει μια μακριά λίστα ανεπιθύμητων πρώην συνεργατών του από την απανταχού κινηματογραφική μνήμη του κόσμου. Οι πολέμιοί του εξαγριώθηκαν, θυμήθηκαν την κατηγορία του αντισημιτισμού επειδή κάποτε ο Φασμπίντερ τόλμησε να πει πως οι ομοφυλόφιλοι υπέφεραν περισσότερο από του Εβραίους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θυμήθηκαν και την κατηγορία του μισογυνισμού, θυμήθηκαν και όσα δεν πρόλαβαν να του προσάψουν τα χρόνια που τους προλάβαινε στη γωνία με μία καινούργια ταινία. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά από την τιτάνια προσπάθεια αποκατάστασης του 16ωρου «Βerlin Αlexanderplatz» υπό την επίβλεψη του διευθυντή φωτογραφίας της ταινίας, αποφάσισε να προσθέσει επιπλέον φωτεινότητα στο μελετημένα σκοτεινό αριστούργημα, διότι «...θα ήταν σαν ένα μουσείο να κρεμάει το μοναδικό του Πικάσο στο σκοτάδι!». 25 χρόνια μετά οι ιστορίες γύρω από το όνομα του μοιάζουν περισσότερες και από τις ταινίες του: ευτελείς, αληθινές, αληθοφανείς, υπερβολικές.