Αμερική εναντίον Ρόμαν Πολάνσκι

03.04.2008
Ο Ρόμαν Πολάνσκι έφυγε από την Αμερική την πρώτη μέρα του Φεβρουαρίου του 1978. Και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Ούτε όταν το θύμα του τον συγχώρεσε δημοσίως, ούτε όταν οι δικαστικές αρχές συμφώνησαν να υποκύψουν στις διαπραγματεύσεις των δικηγόρων του, ούτε όταν η Ακαδημία φρόντισε να τον δικαιώσει ως μέγα καλλιτέχνη, χαρίζοντας του το Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας. Με την έκδοσή του για τον βιασμό της 13χρονης Σαμάνθα Γκέιμερ να εκκρεμεί για περισσότερα από 30 χρόνια και τις Αρχές να καιροφυλακτούν για τη στιγμή που θα πατήσει το πόδι του στην Αμερική, υπήρχαν περισσότεροι από ένας λόγοι για τους οποίους ο διάσημος σκηνοθέτης βρέθηκε να υποδύεται τον ήρωα σε ένα εφιαλτικό σενάριο μιας ταινίας που θα μπορούσε να είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Αν, φυσικά, δεν τον είχε προλάβει - ειρωνικά - η ίδια η ζωή.

Από τον Μανώλη Κρανάκη

Αλέ χωρίς ρετούρ
«Ο Ρόμαν Πολάνσκι βαρύνεται με την κατηγορία του βιασμού ενός 13χρονου κοριτσιού στο σπίτι του Τζακ Νίκολσον στο Χόλιγουντ. Ο 43χρονος σκηνοθέτης, ο οποίος βρίσκεται έξω με αναστολή, θα παρουσιαστεί στο δικαστήριο του Λος Αντζελες την επόμενη εβδομάδα. Αν βρεθεί ένοχος θα καταδικαστεί με ποινή φυλάκισης που θα υπερβαίνει τα 50 χρόνια. Ο Πολάνσκι βαρύνεται με τις κατηγορίες του βιασμού, του σοδομισμού, της παρενόχλησης και της προσφοράς ναρκωτικών σε ανήλικο. Σύμφωνα με την Αστυνομία του Λος Αντζελες, ο βιασμός έλαβε χώρα μετά από μία φωτογράφηση στο σπίτι του κ. Νίκολσον. Ο Πολάνσκι συνελήφθη σε ένα ξενοδοχείο στο Μπέβερλι Χιλς μετά την αναφορά που κατέθεσε η μητέρα του ανήλικου κοριτσιού».

Η ημερομηνία στα πρωτοσέλιδα εκείνης της ημέρας έγραφε 11 Μαρτίου του 1977. Για δεύτερη φορά το όνομα του Ρόμαν Πολάνσκι θα συνδεόταν με ένα έγκλημα, οκτώ μόλις χρόνια μετά την άγρια δολοφονία της εγκύου συζύγου του, Σάρον Τέιτ, από τον παρανοϊκό Τσαρλς Μάνσον. Μόνο που αυτή τη φορά ο Πολάνσκι θα βρισκόταν από την πλευρά του θύτη.

Ενα χρόνο αργότερα, την 1η Φεβρουαρίου του 1978, ο Πολάνσκι θα έμπαινε εσπευσμένα σε ένα αεροπλάνο για το Λονδίνο και μια μέρα αργότερα θα έφτανε στο Παρίσι, προκειμένου να αποφύγει την έκδοσή του στο έδαφος της Μεγάλης Βρετανίας. Αρνούμενη να εκδώσει τους υπηκόους της σε άλλη χώρα για το έγκλημα της παράνομης σεξουαλικής επαφής με ανήλικο (όπως τελικά κατοχυρώθηκε δικαστικά η άνομη πράξη του Πολάνσκι), η Γαλλία θα γινόταν για τον Πολάνσκι το μοναδικό μέρος που θα μπορούσε πια να ζήσει χωρίς το φόβο μίας σύλληψης που θα του κόστιζε εκτός από την υπόληψή του και την καριέρα του. Δεν επέστρεψε ποτέ ούτε και στη Μ. Βρετανία. Αντ αυτού πούλησε το σπίτι του στο Λονδίνο και περιόρισε τις μετακινήσεις του ανάμεσα στη Γαλλία και τη Πολωνία, τις δύο χώρες στις οποίες οι αρχές των Η.Π.Α. δεν θα μπορούσαν ποτέ να ζητήσουν την έκδοσή του. Πονοκέφαλος για τα στούντιο, η εξορία του Πολάνσκι δεν θα τον εμπόδιζε βέβαια να συνεχίσει την καριέρα του, η οποία θα γνώριζε επιτυχίες, βραβεία και extra διασημότητα. Αλλά, για την ιστορία, θα είναι πάντα και αυτός που ως σκηνοθέτης ανέλαβε την προώθηση της ταινίας του «Ο Θάνατος Και Η Κόρη» (1994) μέσα σε ένα καράβι που έπλεε συνεχώς ανάμεσα σε χωρικά ύδατα διαφορετικών χωρών, προκειμένου να μην συλληφθεί.

Την ίδια εκείνη ημέρα του Μαρτίου του 1977 όλες οι λεπτομέρειες για τη μοιραία νύχτα θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, η Αντζέλικα Χιούστον -ερωμένη του Νίκολσον εκείνη την εποχή- θα έφτανε μέχρι το αστυνομικό τμήμα για χρήση κοκαϊνης που βρέθηκε στη βίλα του Νίκολσον στη Mullholand Drive, αλλά θα αφηνόταν γρήγορα ελεύθερη. Και ο ίδιος ο Νίκολσον θα δήλωνε δικαιολογημένη άγνοια για το τραγικό γεγονός, κάνοντας σκι στο Κολοράντο την ίδια στιγμή που το σπίτι του θα μεταμορφωνόταν εκτός από «βίλα των οργίων» και σε σκηνικό εγκλήματος καμένο από τη λάμψη των φωτογραφικών φλας. Ο Πολάνσκι θα ακολουθούσε σιωπηλός τους αστυνομικούς που τον εντόπισαν το επόμενο βράδυ στο λόμπι του ξενοδοχείου Beverly Wilshire, δηλώνοντας «ένοχος» μόνο για το έγκλημα της παράνομης σεξουαλικής επαφής με ανήλικο, αλλά αρνούμενος επίμονα τις κατηγορίες του βιασμού. Κηρύσσοντας την έναρξη μιας από τις πιο πολυσυζητημένες αστυνομικές υποθέσεις που συνδέθηκαν ποτέ με το όνομα ενός σκηνοθέτη και γράφοντας με πλήρη συνείδηση την πιο σκοτεινή σελίδα στην έτσι κι αλλιώς σκοτεινή ιστορία της ζωής του.

Ακατάλληλο δι' ανηλίκους
Οσοι γνώριζαν τον Ρόμαν Πολάνσκι την εποχή πριν από τη σύλληψη του μπορούσαν να πιστοποιήσουν πως για την ελευθεριότητά του δεν ήταν υπεύθυνη μόνο η σεξουαλική επανάσταση των 70s και η επιτακτική ανάγκη της εποχής για ελεύθερα ναρκωτικά και ακόμη πιο ελεύθερο σεξ με οποιοδήποτε τίμημα. Εγωιστής και σίγουρος -περισσότερο απ όσο του επέτρεπε η εμφάνιση του- για τον εαυτό του ο Πολάνσκι ήταν στην πραγματικότητα ένας αρκετά τυχερός άνθρωπος. Είχε γλιτώσει από τους Ναζί, ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα του να φύγει από την Πολωνία και να μην ξαναγυρίσει ποτέ την ίδια στιγμή που οι γονείς του θα έβρισκαν φρικτό θάνατο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Είχε αναγνωριστεί ήδη με το ντεμπούτο του, «Το Μαχαίρι Στο Νερό» το 1962 ως ένας από τους πιο αυθεντικούς σκηνοθέτες της εποχής του και είχε ήδη φτάσει στο αποκορύφωμα της καριέρας του μετά τις δύο και μοναδικές ταινίες που έκανε στην Αμερική, το «Μωρό Της Ρόζμαρι» και την «Τσάιναταουν». Και φυσικά έλειπε από το σπίτι του την ημέρα που ο Τσαρλς Μάνσον θα αφαιρούσε τη ζωή της Σάρον Τέιτ και του αγέννητου παιδιού του.

«Ο Πολάνσκι είναι ένας θρασύς αλαζόνας. Ενας άνθρωπος που σε τρομάζει. Δεν νομίζω ότι του πέρασε ποτέ από το μυαλό πως κάποιος δεν θα ήθελε να κάνει σεξ μαζί του», δήλωνε χρόνια αργότερα η Σαμάνθα Γκέιμερ που τρεις μέρες μετά τη σύλληψή του και τις εκκρεμείς κατηγορίες για τον βιασμό της θα διάβαζε έντρομη πως ο Πολάνσκι είχε παρευρεθεί σε ένα πάρτι με μία κοπέλα αγνώστων λοιπών στοιχείων που δεν έμοιαζε να είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν.

Ολα βέβαια είχαν ξεκινήσει αλλιώς για τη 13χρονη Σαμάνθα από το Λος Αντζελες που κυνηγούσε το αμερικανικό όνειρο με τη βοήθεια της μητέρας της. Οι δυο τους θα συναντούσαν τον Ρόμαν Πολάνσκι, τον Φεβρουάριο του 1977, σε ένα εστιατόριο του Λος Αντζελες και λίγες μέρες αργότερα η νοικιασμένη Μερσεντές του θα έφτανε με απαράμιλλο στυλ έξω από το σπίτι τους στην Καλιφόρνια. Κρατώντας μαζί του το τεύχος της γαλλικής Vogue, όπου ο Πολάνσκι είχε κληθεί να αναλάβει χρέη guest editor, ο σκηνοθέτης θα πρότεινε στη Σαμάνθα να περπατήσουν μαζί τραβώντας μερικές φωτογραφίες. «Ηταν μόνο αυτός και εγώ. Τράβηξε μερικές φωτογραφίες αλλά συνέχισε και όσο εγώ άλλαζα ρούχα. Τράβηξε και μερικές ενώ ήμουν τόπλες αλλά εκείνη τη στιγμή μου είχαν φανεί όλα πολύ επαγγελματικά κι έτσι έκανα ό,τι ακριβώς μου έλεγε», θυμάται η Σαμάνθα. «Δεν το είπα στη μητέρα μου όταν επέστρεψα σπίτι. Δεν ξέρω γιατί. Το μόνο που ήθελα να της πω ήταν ότι δεν ήθελα άλλες φωτογραφίες».

Δύο εβδομάδες αργότερα, στις 10 Μαρτίου, ο Πολάνσκι επέστρεψε στο σπίτι των Γκέιμερ για να πάρει τη Σαμάνθα γι αυτό που ο ίδιος χαρακτήρισε ως την «επίσημη φωτογράφηση». Διάλεξαν μαζί τα ρούχα από την εφηβική ντουλάπα της και ξεκίνησαν για ένα σπίτι στη διάσημη Mullholand Drive, λίγα μέτρα πιο μακριά από τη βίλα του Τζακ Νίκολσον. Εκεί όπου τα όνειρα είχαν δύο επιλογές: ή γίνονταν πραγματικότητα ή μετατρέπονταν σε εφιάλτες.

Μια ώρα μετά, ο Πολάνσκι θα τηλεφωνούσε σε αυτόν που υποτίθεται ότι ήταν ο Τζακ Νίκολσον προκειμένου να του ζητήσει την άδεια να κατέβουν στο σπίτι του για να συνεχίσουν τη φωτογράφηση. Πέντε λεπτά μετά, η πύλη της βίλας του Νίκολσον θα άνοιγε τις πόρτες του για να υποδεχθεί τους δύο επισκέπτες και, σύμφωνα με την κατάθεση της Σαμάνθα, μία γυναίκα με μαύρα μαλλιά και δύο σκυλιά -η μόνη που βρισκόταν στο σπίτι εκείνη τη στιγμή- τους υποδέχθηκε. Ηπιαν όλοι μαζί ένα ποτήρι σαμπάνια και μετά μόνοι τους, ο Πολάνσκι με τη Σαμάνθα, μεταφέρθηκαν στην πισίνα για να ξεκινήσουν τη φωτογράφηση. Λίγη ώρα αργότερα, ο Πολάνσκι θα πρότεινε στη Σαμάνθα να της δείξει το τζακούζι του Νίκολσον και θα της ζητούσε να γδυθεί. «Με φωτογράφιζε και γέμιζε συνεχώς το ποτήρι μου με σαμπάνια. Οταν γδύθηκε και ο ίδιος για να μπει στο τζακούζι ήταν που τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Μου είπε έλα εδώ και άρχισε να με αγγίζει. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Τρομοκρατήθηκα και χρησιμοποίησα τη δικαιολογία του άσθματος που είχα για να γλιτώσω. Μου πρότεινε να βγω από το τζακούζι για να μπορέσω να αναπνεύσω». Ο Πολάνσκι θα της έδινε μισό χάπι Quaalude, ένα ισχυρό ηρεμιστικό, με την πρόφαση πως αυτό θα μπορούσε να τη βοηθήσει με το άσθμα της, πριν της προτείνει να μεταφερθούν στην κρεβατοκάμαρα.

«Καθίσαμε στον καναπέ όταν συνέβη. Αρχισε να με φιλάει. Αντιστάθηκα αλλά τελικά υποχώρησα. Είχα ζαλιστεί από τη σαμπάνια και φοβούμουν να τον σπρώξω. Ηταν διάσημος, ήταν σχεδόν πάνω μου. Ημασταν μόνοι και δεν έβλεπα τίποτα από το σκοτάδι. Ηξερα τι ήθελε να κάνει και δεν ήθελα να συμβεί. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν να τελειώσει όλο αυτό γρήγορα και να μπορέσω να γυρίσω σπίτι. Είχα ακινητοποιηθεί». Σύμφωνα με την κατάθεση της Σαμάνθα, ο Πολάνσκι θα επιδιδόταν σε στοματικό σεξ και σοδομισμό. Πριν την αφήσει έξω από το σπίτι της θα τη συμβούλευε: «Μην πεις τίποτα στη μαμά σου και στη φίλη σου. Αυτό θα είναι το μικρό μας μυστικό».

Πίσω στο σπίτι, η Σαμάνθα θα τηλεφωνούσε αμέσως στη φίλη της -η οποία παραλίγο να ερχόταν μαζί της για τη φωτογράφηση αλλά τελευταία στιγμή ακύρωσε, μετά από την παραίνεση του Πολάνσκι ότι έπρεπε να είναι οι δύο τους- και η μητέρα της θα μάθαινε κρυφακούγοντας το τηλεφώνημα όλα όσα τρομερά είχαν συμβεί.

Δημόσια συγχώρεση
Ολόκληρη η κατάθεση της Σαμάνθα Γκέιμερ, που έλαβε χώρα στο Λος Αντζελες την 4η Απριλίου του 1977, παρέμενε σφραγισμένη για 27 ολόκληρα χρόνια. Τον Δεκέμβριο του 2002 ο δικαστής Ντείβιντ Γουέσλι του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λος Αντζελες την έδωσε στο φως της δημοσιότητας ανοίγοντας ξανά τον φάκελο «υπόθεση Πολάνσκι», λίγους μόνο μήνες πριν ανοίξει ο φάκελος του Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας που τελικά απέσπασε ο Πολάνσκι για τον «Πιανίστα». Τον Φεβρουάριο του 2003, η Σαμάνθα Γκέιμερ θα εμφανιζόταν στην πρώτη της τηλεοπτική συνέντευξη στο CNN και στον Λάρι Κινγκ, ξαναζώντας από την αρχή την ημέρα που έχασε για πάντα την αθωότητά της. Το προηγούμενο βράδυ, ο Χάρισον Φορντ θα δεχόταν το Οσκαρ σκηνοθεσίας για λογαριασμό του Πολάνσκι ο οποίος φυσικά δεν θα επέστρεφε ούτε για να δεχθεί την συγγνώμη της Αμερικής - έστω και από την πλάγια οδό της Ακαδημίας.

Πριν, όμως, απ όλα αυτά, είκοσι χρόνια μετά τον μοιραίο εκείνο Μάρτιο που θα έστελνε για πάντα τον Πολάνσκι εκτός Αμερικής, η Σαμάνθα Γκέιμερ, μόνιμη κάτοικος Χαβάης, παντρεμένη και μητέρα τριών παιδιών θα εμφανιζόταν στην τηλεόραση για πρώτη φορά με το πραγματικό της όνομα και το πραγματικό της πρόσωπο. Αν και στο παρελθόν είχε μιλήσει για το γεγονός, είχε απαγορεύσει ρητά τη χρήση φωτογραφιών της ή τη χρήση του ονόματος της, θέλοντας έστω και καθυστερημένα να προστατεύσει ό,τι είχε απομείνει από την εφηβεία της. Το 1997, στα πλαίσια της διάσημης ειδησεογραφικής εκπομπής Inside News ζήτησε, προς έκπληξη όλων, κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με δημόσια συγχώρεση. «Εύχομαι πραγματικά να τελείωναν όλα. Να μπορούσε να φτάσει σε μία συμφωνία με το δικαστήριο και να μην είναι πια φυγάς. Νιώθω πως ό,τι έγινε ήταν απλά ότι με ανάγκασε να κάνω σεξ μαζί του. Η λέξη βιασμός μου φέρνει στο μυαλό ένα επίπεδο βίας που δεν υπήρξε ποτέ μεταξύ μας».

Ο Πολάνσκι, όμως, θα έλυνε και αυτός την σιωπή του η οποία διεκόπη ελάχιστες φορές στο παρελθόν και μόνο για να υποστηρίξει πως η κατηγορία για τον βιασμό ήταν ένα προσχεδιασμένο κόλπο της 13χρονης και της μητέρας της προκειμένου να αναγκαστεί ο Πολάνσκι να κάνει τη Σαμάνθα σταρ του σινεμά. Σε συνέντευξη του στο ανδρικό περιοδικό Esquire, ο 67χρονος τότε σκηνοθέτης θα παραδεχόταν πως «δεν υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εναντίον μου. Δεν υπήρξε ποτέ παγίδα. Για όλα φταίω εγώ. Νομίζω πως το λάθος μου ήταν μεγαλύτερο και από αυτό του Μπιλ Κλίντον. Και είναι σίγουρο πως η δικαιοσύνη αντιμετωπίζει διαφορετικά τους διάσημους από τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους».

Και αφήνοντας οριστικά πίσω τις μέρες που δήλωνε πως «Οταν είσαι 12 δεν χρειάζεσαι πλέον τους γονείς σου», ενίσχυσε τις φήμες που τον ήθελαν να επιστρέφει σε μία προσπάθεια να κλείσουν επιτέλους επιτυχώς οι διαπραγματεύσεις που για είκοσι χρόνια έβρισκαν την αμερικανική δικαιοσύνη ανένδοτη και έτοιμη να συλλάβει τον Πολάνσκι το ίδιο δευτερόλεπτο που το αεροπλάνο του θα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο JFK.

To 2003, η ισχυρή παρουσία του στην πεντάδα των υποψήφιων σκηνοθετών για το Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας για τον «Πιανίστα» ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει μια σειρά από πικρά σχόλια του Τύπου. Η ερώτηση αν το Οσκαρ θα παραδοθεί στον Πολάνσκι-σκηνοθέτη ή στον Πολάνσκι-βιαστή θα έβρισκε ιδανική απάντηση στα όσα θα δήλωνε, προς έκπληξη όλων, το θύμα του. «Είναι τόσο περίεργο που με ρωτάνε όλοι αν ο Πολάνσκι πρέπει να κερδίσει αυτό το βραβείο μετά από όσα έκανε ή αν θα πρέπει να του επιτραπεί η είσοδος του στην Αμερική για να συμμετάσχει στην απονομή. Είναι τόσο περίεργο που μια γυναίκα με τρία παιδιά και έναν σύζυγο που ζει μια καλά προφυλαγμένη ζωή στη Χαβάη αναγκάζεται να παραδεχτεί πως, το μόνο που πρέπει να γίνει, είναι να κάνει η Ακαδημία αυτό που πρέπει να κάνει. Αυτό που έκανε δεν έχει καμία σχέση με το αν πρέπει να κερδίσει το Οσκαρ. Η ταινία πρέπει να κριθεί σύμφωνα με τις αρετές της. Φαντάζομαι πως ο κόσμος θα ήθελε να εκφράζω συνεχώς το μίσος μου γιαυτόν. Ειλικρινά δεν νιώθω έτσι. Νομίζω πως είναι ένας πολύ καλός σκηνοθέτης».

Τελική ετυμηγορία
Η όλη συμπεριφορά της Γκέιμερ κρίθηκε «ύποπτη», ειδικά για την εποχή που επέλεξε να «συγχωρέσει» έστω και με τον τρόπο της τον Πολάνσκι. Και παρ όλες τις φήμες για την επιστροφή του Πολάνσκι ώστε να συμμετάσχει στην τελετή, αυτός δεν επέστρεψε ποτέ. Το Οσκαρ θα έφτανε μέρες αργότερα στον παραλήπτη του με το ταχυδρομείο στο Παρίσι. Εκεί όπου η σχέση του με την 19χρονη Ναστάζια Κίνσκι (που αργότερα θα πρωταγωνιστούσε στο «Τess» του 1980) θα επιβεβαίωνε τελεσίδικα την προτίμηση του Πολάνσκι στα νεαρά κορίτσια. Εκεί όπου για 30 ολόκληρα χρόνια θα απαντούσε με ένα «όχι» σε όλα τα τηλεφωνήματα και τις επίμονες ερωτήσεις των δημοσιογράφων που θα αναζητούσαν έστω και την παραμικρή δήλωση για το γεγονός. «Για τη δική μου ψυχική ηρεμία, θα ήθελα η υπόθεση κάποια στιγμή να κλείσει. Αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να ζήσω στην Αμερική. Για έναν σκηνοθέτη, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ζήσει στο Λος Αντζελες. Εχω πολλές δυσάρεστες αναμνήσεις για να μπορέσω ποτέ να επιστρέψω εκεί».

Πίσω στο 1977, ο Πολάνσκι θα μεταφερόταν στο αστυνομικό τμήμα της Καλιφόρνια για να παραδεχθεί τη σεξουαλική του επαφή με την 13χρονη Σαμάνθα, όχι όμως και τον βιασμό. Φίλοι και συνεργάτες θα έσπευδαν να τον υποστηρίξουν, την ίδια στιγμή που το ίδιο το Χόλιγουντ του έδειχνε την μοναδική έξοδο κινδύνου που δεν ήταν άλλη από την εξορία. 42 μέρες μετά τον εγκλεισμό του για ψυχιατρική παρακολούθηση, θα έπαιρνε τη μεγάλη απόφαση. Οι ενδείξεις ότι ο δικαστής Λόρενς Τζ. Ρίτενμπαντ θα ήταν αδίστακτος ετοιμάζοντας για τον σκηνοθέτη μία καταδίκη 50 ετών, αγνοώντας τον συμβιβασμό στον οποίο είχαν προχωρήσει οι δύο πλευρές, έκαναν την επιλογή της φυγής του πιο εύκολη. Η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του «Τess» (1980) θα του έδιναν την πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία για μία καριέρα που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα που ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Roman Polanski: Wanted And Desired» ανοίγει για ακόμη μια φορά τον φάκελο της πολύκροτης υπόθεσης. Μίας υπόθεσης που έκανε τον Πολάνσκι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στην

ιστορία του κινηματογράφου για το αν ένας σκηνοθέτης πρέπει να κρίνεται με βάση το έργο του ή με βάση τη ζωή του. Ενα ερώτημα που από τη φύση του μοιάζει να μην έχει καμία ικανοποιητική απάντηση.

Wanted And Desired
Σε ελεύθερη μετάφραση το ντοκιμαντέρ «Roman Polanski: Wanted and Desired» της Μαρίνα Ζένοβιτς που έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ του Σάντανς θα μπορούσε να αποδοθεί ως: «Ρόμαν Πολάνσκι: Ενας καταζητούμενος που γοητεύει ακόμη», δηλώνοντας σαφώς την έλξη που ασκεί ακόμη και σήμερα, 30 χρόνια μετά, η υπόθεση «Πολάνσκι». Ο τίτλος, όπως αναφέρεται και μέσα στην ταινία, προέρχεται από την αντίφαση γύρω από το πρόσωπο του Πολάνσκι: ενώ στην Αμερική παραμένει ένας από τους λίγους σκηνοθέτες που φιγουράρουν στη λίστα των καταζητούμενων από το FBI, η Ευρώπη παραμένει αδιάκοπα γοητευμένη από το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα.

Σαφώς προσκείμενο προς την πλευρά του σκηνοθέτη, το ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ του Σάντανς ανοίγει ξανά τον φάκελο της εξορίας του Ρόμαν Πολάνσκι διασχίζοντας όλη τη διαδρομή μίας δικαστικής υπόθεσης που έμελλε να μετατραπεί σε θρίλερ, χωρίς ωστόσο να περιέχει καινούριες συνεντεύξεις από τους δύο πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές του δράματος: τον ίδιο τον Πολάνσκι και τον δικαστή Λόρενς Τζ. Ρίτενμπαντ.

Ο Ρίτενμπαντ, δικαστής στην Καλιφόρνια για 30 χρόνια, ήταν πρόεδρος την εποχή της δίκης του σκηνοθέτη. Αλλά ακόμη και όταν ο Πολάνσκι έφυγε για να μην ξαναγυρίσει ποτέ, ο Ρίτενμπαντ είχε ορκιστεί πως θα κλείσει την καριέρα του μόνο όταν θα τον καταδικάσει αμά τη επιστροφή του. Το 1989, ο Ρίτενμπαντ πέθανε στην ηλικία των 88 ετών χωρίς να εκπληρώσει τον όρκο του αλλά αφήνοντας πίσω του έναν όγκο στοιχείων που η Ζένοβιτς ανοίγει με σκοπό την αποκατάσταση της φήμης του Πολάνσκι: «Δεν θέλησα ποτέ να υποτιμήσω τη σοβαρότητα της πράξης του, αλλά φτάνοντας στο θέμα του εγκλήματος και της τιμωρίας αναρωτιέμαι πόσο πολύ πρέπει κάποιος να πληρώσει για ένα έγκλημα. Αυτό που ήθελα να αποδείξω είναι ότι, πέρα από την αποτρόπαια πράξη του, υπήρξε και ο ίδιος θύμα της άδικης συμπεριφοράς του συγκεκριμένου δικαστή».

Μιλώντας με περισσότερους από 100 ανθρώπους (συμπεριλαμβανομένης της Σαμάνθα Γκέιμερ, της Μία Φάροου, της Ναστάζια Κίνσκι, του παραγωγού Ρόμπερτ Εβανς και του σεναριογράφου Ρόμπερτ Τάουνι αλλά όχι και του Ρόμαν Πολάνσκι που αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή του με το ντοκιμαντέρ), η Ζένοβιτς φέρνει σε παράλληλες τροχιές τις ζωές των δύο αντρών, χτυπώντας κάτω από τη μέση τον Ρίτενμπαντ: «Δεν παντρεύτηκε ποτέ και λάτρευε το γεγονός ότι ήταν ένας επιθυμητός εργένης, έχοντας περισσότερες από μία φιλενάδες την ίδια στιγμή. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ενώ προσπαθούσε να πλασάρει τον εαυτό του ως ηθικό, ανακάλυψα ότι διατηρούσε σχέσεις με μία κοπέλα 20 ετών όταν αυτός ήταν 54».

Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, όλες οι πλευρές είχαν συμφωνήσει πως ο Πολάνσκι έπρεπε να εκτίσει ποινή 90 ημερών υπό ψυχιατρική παρακολούθηση στις φυλακές του Τσίνο της Καλιφόρνια. Αλλά όταν οι αρχές του Τσίνο φοβούμενες για την ασφάλεια του διάσημου κρατούμενου τους τον άφησαν ελεύθερο στις 42 ημέρες, ένας οργισμένος Ρίτενμπαντ κάλεσε και τις δύο πλευρές, ανακοινώνοντας ένα καινούριο σχέδιο καιλέγοντας: «Αν νομίζει πως θα ξεφύγει, γελιέται οικτρά. Θα διώξουμε αυτόν τον ασήμαντο μακριά για την υπόλοιπη ζωή του».

Διατρέχοντας ολόκληρη την αλληλουχία των γεγονότων που ακολούθησαν τη σύλληψη του Πολάνσκι, η Ζένοβιτς αποκαλύπτει επίσης πως το 1997 ο νέος δικαστής που ανέλαβε την υπόθεση συμφώνησε να απαλλάξει τον δημιουργό από τις κατηγορίες υπό τον όρο πως η δίκη θα λάμβανε χώρα σε ζωντανή μετάδοση από την τηλεόραση. Αναγκάζοντας, δικαιολογημένα, τον Πολάνσκι να αρνηθεί στην κλήση για επιστροφή.

Η Ζένοβιτς επιμένει πως ήταν αποφασισμένη να διατηρήσει κάθε ισορροπία συμπεριλαμβάνοντας και μαρτυρίες υπέρ του δικαστή αλλά και σαφώς κατά του καλλιτέχνη. Αν και η ίδια παραμένει σαφής γύρω από την άποψη της για την όλη υπόθεση: «Τη μια μέρα τον αγαπάς, την άλλη τον μισείς. Είπα σε κάποιους για το ντοκιμαντέρ που ήθελα να κάνω και όλοι τρόμαζαν λέγοντάς μου: Αυτόν τον παιδόφιλο!. Αλλά όλη η έρευνα μου με οδήγησε να πιστεύω πως είναι ένας άνθρωπος παρεξηγημένος και την ίδια στιγμή απίστευτα συναρπαστικός».