Τρισεύγενη: Μια αδάμαστη ψυχή στο Εθνικό(*****)

12.04.2011
H «Τρισεύγενη» το μοναδικό θεατρικό έργο του Κωστή Παλαμά παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου με την Στεφανία Γουλιώτη στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο.

H «Τρισεύγενη» το μοναδικό θεατρικό έργο του Κωστή Παλαμά παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου με την Στεφανία Γουλιώτη στον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η Τρισεύγενη γράφτηκε το 1902 - λίγο μετά την ήττα των Ελλήνων απ’ τους Τούρκους στον πόλεμο του 1897- και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα της νεοελληνικής δραματουργίας, καθώς είναι ένα έργο βαθιά ποιητικό και συμβολικό. Πολλοί μελετητές πιστεύουν πως ο Παλαμάς εμπνεύστηκε την Τρισεύγενη από την πτώση του Μεγαλοϊδεατισμού της εποχής, άλλοι θεωρούν πως αποτελεί σύμβολο επικράτησης της δημοτικής γλώσσας, φοβερός υπέρμαχος της οποίας ήταν ο Κωστής Παλαμάς. Γι΄αυτό και το έργο, νεωτερικό για την εποχή του, προκάλεσε δριμεία κριτική, καθώς αγνόησε τις μέχρι τότε καθιερωμένες δραματουργικές συμβάσεις. Όποιες και αν ήταν οι προσλαμβάνουσες του εθνικού μας ποιητή, η μορφή της Τρισεύγενης δεν παύει να είναι το σύμβολο του ανθρώπου που διεκδικεί το δικαίωμα να ζει ελεύθερα πέρα από τα στενά όρια των κοινωνικών συμβάσεων.

Η Τρισεύγενη, κόρη του Δεντρογαλή, όμορφη, εκρηκτική και ορμητική, «νεράιδα μαζί και άνθρωπος» έχει κερδίσει όλο το χωριό με την ευγενική και αθώα της ψυχή. Η θέλησή της για ζωή και ελευθερία είναι ασυγκράτητη και το πνεύμα της αδάμαστο και ανυπόταχτο. Αναζητώντας τον έρωτα, εναντιώνεται στον πατέρα της και παντρεύεται τον Πέτρο Φλώρη, το γιο του θανάσιμου εχθρού του. Η επιθυμία της για ελευθερία θα την φέρει τελικά σε σύγκρουση με την κλειστή και στενόμυαλη ηθική της κοινωνίας όπου ζει, χωρίς οδό διαφυγής.

Η Λυδία Κονιόρδου σκηνοθέτησε μοναδικά αυτό το κείμενο – σταθμό στη νεοελληνική δραματουργία, αφήνοντας τον πρώτο λόγο στην απολαυστική και κελαριστή γλώσσα του Κωστή Παλαμά (διαβάσαμε μάλιστα πως η σκηνοθέτις δεν προέβη σε καμία αλλαγή στο έργο, αλλά διατήρησε ακόμη και τις περικοπές που συναποφάσισαν ο Παλαμάς με τον Ροντήρη στο ανέβασμα του 1935). Σε παλ νοσταλγικούς χρωματισμούς δειλινού, με μία πηγή και το αέρινο άγαλμα μιας γοργόνας να δεσπόζει στο βάθος της σκηνής, στη δεξιά άκρη της οποίας είναι τοποθετημένη μία βάρκα, το σκηνικό χωρίς τίποτα απολύτως περιττό μαγεύει…

Η Κονιόρδου κατάφερε χωρίς φανφαρονισμούς και υπερφίαλα μέσα, να δημιουργήσει μία καθαρόαιμη ελληνική λαϊκή ατμόσφαιρα με το λαούτο του οργανοπαίκτη Νίκαρου να πρωτοστατεί και το χωριό να θυμίζει τραγικό χορό, περιστρεφόμενο με τα όμορφα παραδοσιακά ρούχα του γύρω από την αγαπημένη του Τρισεύγενη, να αναδείξει όλες τις διαχρονικές πτυχές του έργου (όπως την αδιέξοδη εμμονή στην ύλη, την ιδιοτέλεια με τον πλούτο, την απόρριψη της διαφορετικότητας, την αλληλεγγύη κ.ά) και να συγκινήσει.

Η Στεφανία Γουλιιώτη σε μια από τις καλύτερες στιγμές της, ενσάρκωσε με εξαιρετικό τρόπο την Τρισεύγενη. Αέρινη, δυναμική, σάρωσε τη σκηνή και πήρε αμέσως το κοινό με το μέρος της με το ανυπότακτο του χαρακτήρα της. Αποκορύφωμα η σκηνή σιωπής που μοιράστηκε με τον αγαπημένο της Πέτρο Φλώρη/ Νίκο Κουρή, οπότε και συμφώνησε μαζί του να μείνει ως καλή σύζυγος και νοικοκυρά στο σπίτι του και να τον περιμένει να γυρίσει από τα ταξίδια του. Αυτό βέβαια ίσχυσε μόνο για λίγο, αφού η ελεύθερη φύση της καταπάτησε με την πρώτη ευκαιρία όλες τις συμβάσεις του έγγαμου βίου, αλλά και της εποχής.

Ο Νίκος Κουρής ήταν εξίσου καλός στο ρόλο του Πέτρου Φλώρη, μολονότι σε πολλά σημεία επισκιάστηκε από το μεγαλείο της Γουλιώτη και δεν εξέφρασε τον απαιτούμενο δυναμισμό.

Μας άρεσε πολύ ο Γιώργος Γάλλος στο ρόλο του καρδιακού φίλου του Φλώρη, του Πάνου του Τράτα. Με μία διακριτική μεν, στιβαρή δε ερμηνεία προσπάθησε να προστατεύσει τον φίλο του και να υποτάξει την Τρισέγευνη στα ήθη και στις συμβάσεις της εποχής. Ούτε αυτός μπορεί να συνειδητοποιήσει το αδάμαστο του χαρακτήρα της και γι΄αυτό πασχίζει να τη «νουθετήσει».

Σε γενικές γραμμές όλος ο θίασος του έργου ήταν εξαιρετικός, όχι μόνο στις ερμηνείες, αλλά και στην κίνησή του, την οποία επιμελήθηκε η Αποστολία Παπαδαμάκη.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]