Ο Ταξιδιώτης, το όχημα, ο δρόμος, το βιβλίο και η Μαρούσκα Τριαντάρη

12.11.2012
Ο ταξιδιώτης, το όχημα, ο δρόμος, το βιβλίο (ή χαϊδευτικά My66) είναι μια ξεχωριστή μνεία στην ιστορική Route 66, τον πιο διάσημο ίσως δρόμο του κόσμου, που κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα για να συνδέσει το Σικάγο με το Λος Αντζελες και να δώσει διέξοδο στην οικονομική δυσφορία των κεντρικών αμερικανικών πολιτειών προς την πιο εύρωστη αμερικανική Δύση.

Ο ταξιδιώτης, το όχημα, ο δρόμος, το βιβλίο (ή χαϊδευτικά My66) είναι μια ξεχωριστή μνεία στην ιστορική Route 66, τον πιο διάσημο ίσως δρόμο του κόσμου, που κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα για να συνδέσει το Σικάγο με το Λος Αντζελες και να δώσει διέξοδο στην οικονομική δυσφορία των κεντρικών αμερικανικών πολιτειών προς την πιο εύρωστη αμερικανική Δύση.
Πρώτος ασφαλτοστρωμένος αυτοκινητόδρομος που διέσχισε τη χώρα, η Route 66 κέρδισε αμέσως τις καρδιές όσων την ταξίδεψαν, γιατί έκλεινε μέσα της τα όνειρα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους για την ανακάλυψη μιας άλλης, καλύτερης, Αμερικής.

Αυτήν την ιστορική διαδρομή των 4000 (περίπου) χιλιομέτρων διήνυσε η συγγραφέας του βιβλίου Μαρούσκα Τριαντάρη και τη μοναδική αυτή εμπειρία μεταφέρει μοναδικά στο χαρτί αφηγούμενη απολαυστικά τα όσα είδε κι έζησε.

Το βιβλίο παρουσιάζεται επίσημα την Κυριακή 18 Νοεμβρίου στις 18Η00 στο Γκαζάρτε από τους συντελεστές του Μαρούσκα Τριαντάρη και Νίκο Μπόγδανο (nibo) και τις εκδόσεις Withink.

Γκαζάρτε
Βουτάδων 32 - 34 στο Γκάζι
Στάση Κεραμεικός
Τηλέφωνο: 210 3460347, 210 3452277

Χαρακτηριστικά η Μαρούσκα Τριαντάρη αναφέρει για το βιβλίο της αποκλειστικά στο www.e-go.gr.

"Ολα ξεκίνησαν από ένα ταξίδι... Ενα ταξίδι στη Route 66, τον ιστορικό δρόμο που διασχίζει τις Η.Π.Α. κι ενώνει το Σικάγο με το Λος Αντζελες, το Ιλλινόις με την Καλιφόρνια, διαγράφοντας στον αμερικανικό χάρτη 4000 περίπου χιλιόμετρα, απ’την Ανατολή ως τη Δύση κι απ’το Βορρά ως το Νότο της χώρας... Ενα ταξίδι στη Route 66, που από το 1926 και για πολλές δεκαετίες είχε ταυτιστεί με τα όνειρα και τις ελπίδες των Αμερικανών, που στις δύσκολες ιστορικές εποχές αναζήτησαν στις δυτικές ακτές τής απέραντης χώρας τους και στον ήλιο, μία καλύτερη ζωή... Ενα ταξίδι στη Route 66, που ρομαντικά πια σήμερα κάνουν χιλιάδες ταξιδευτές από όλο τον κόσμο επιθυμώντας να ζήσουν τη μοναδική εμπειρία του δρόμου, αποφάσισα κι εγώ να κάνω το καλοκαίρι του 2009.

Το ταξίδι λοιπόν ήρθε στην αρχή κι ύστερα, ήταν τυχερό, κι η εμπειρία του γέννησε ένα βιβλίο. Ενα βιβλίο-εμπειρία.

ΤΟ βιβλίο. Στην πραγματικότητα το βιβλίο αυτό αποφάσισε μόνο του να γίνει βιβλίο. Την ώρα που γράφονταν μία-μία οι σελίδες τού κειμένου, δεν ήταν ακόμα παρά ένα προσωπικό ταξιδιωτικό ημερολόγιο, που αποστελλόταν, μέρα με τη μέρα, με τη μορφή ηλεκτρονικών επιστολών σε κάποιον αγαπημένο φίλο στην Αθήνα. Κάποιον που δεν είχε επισκεφθεί την Αμερική, που θα ήθελε κάποτε να το κάνει και που γι’ αυτόν και μόνο το λόγο, είχε κερδίσει το «βραβείο» των καθημερινών σχεδόν επιστολών μου με τις εντυπώσεις από το ταξίδι μου που ήταν σε εξέλιξη. Οταν μετά από ένα μήνα τα γράμματα (και το ταξίδι) τελείωσαν και το ημερολόγιο διαβάστηκε ολόκληρο, τότε αποκαλύφθηκε ότι τα κείμενα, αν και είχαν γραφτεί χωριστά και αποσπασματικά, παρουσίαζαν μια αξιοσημείωτη συνοχή κι έφτιαχναν μία κανονική ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Κι ακόμα, ότι ενώ η γραφή ήταν προσωπική, το περιεχόμενο ήταν γενικό, προσιτό και βατό και μπορούσε να διαβαστεί και να ενδιαφέρει ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό. Ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν έδωσε την ιδέα, το ημερολόγιο να γινόταν ένα κανονικό βιβλίο μαζί και με κάποιες από τις φωτογραφίες που είχα βγάλει : «Θα ήταν κρίμα, είπε, να το διαβάσει μόνον ένας άνθρωπος».

Μετά απ’αυτό ξεκίνησε, σε συνεργασία με τον γραφίστα, εικαστικό και πολύ καλό μου φίλο, Νίκο Μπόγδανο (nibo) και τις νεοσύστατες εικαστικές του εκδόσεις που ακούν στο όνομα Withink*, η διαδικασία της δημιουργίας αυτού του ιδιαίτερου βιβλίου, που τιτλοφορήθηκε «Ο ταξιδιώτης, το όχημα, ο δρόμος, το βιβλίο» ή χαϊδευτικά «Μy66». Τα κείμενα διατηρήθηκαν όπως ακριβώς γράφτηκαν από την πρώτη στιγμή. Από τις φωτογραφίες επιλέχθηκε μια ενδεικτική μόνο συλλογή ενώ μια σειρά από ειδικές για την περίσταση, πρωτότυπες, εικαστικές εικονογραφήσεις καθώς και το στήσιμο τού εντύπου έγιναν από τον nibo, κι έδεσαν με τον αρμονικότερο τρόπο κείμενο κι εικόνα, πλάθοντας την ξεχωριστή αισθητική ενός βιβλίου που μιλάει σε όλες τις αισθήσεις και αποπνέει φρεσκάδα και ταξιδιωτική διάθεση.

Το αποτέλεσμα ήταν να φτιαχτεί ένα μοναδικό, ανένταχτο, ξεχωριστό βιβλίο, που όσοι το έπιασαν στα χέρια τους το αγάπησαν, κι όσοι το διάβασαν, το αγκάλιασαν. Ή έτσι μάς είπαν τουλάχιστον...

ΤΟ ταξίδι. Το ίδιο το ταξίδι δεν ήταν ούτε πιο εύκολο ούτε πιο δύσκολο από οποιοδήποτε άλλο ταξίδι. Δεν έχει μεγαλύτερους κινδύνους, δεν έχει αξεπέραστες δυσκολίες. Το αντίθετo μάλιστα, θα έλεγα. Η διαδρομή είναι πολύ γνωστή, πολύ συγκεκριμένη και αρκετά τουριστική, έστω κι αν ο τουρισμός της αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από νοσταλγικούς road runners, κυρίως Ευρωπαίους και ιδιαίτερα Σκανδιναβούς. Ετσι, οι μετακινήσεις, η διαμονή, η διατροφή και οι επισκέψεις, που σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να αποτελούν ένα αγχωτικό άγνωστο πεδίο για τον ταξιδιώτη, στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζονται παραπάνω από έναν καλό ταξιδιωτικό οδηγό και μια στοιχειώδη οργάνωση και προσοχή.

Επειτα οι Αμερικανοί είναι άνθρωποι απλοί, εγκάρδιοι και προσιτοί. Ανοίγονται εύκολα, θέλουν να μάθουν για ταξίδια, παραξενεύονται με τους Ευρωπαίους που έρχονται από τόσο μακριά για να κάνουν διακοπές στη χώρα τους και, μ’έναν τρόπο, τους θαυμάζουν -αφού οι ίδιοι δεν είναι ένας ιδιαίτερα ταξιδιωτικός λαός και μετακινούνται μόνον όταν πρέπει και όχι για αναψυχή. Είναι πρόθυμοι λοιπόν να βοηθήσουν και να διευκολύνουν τους επισκέπτες τους ώστε να τους δημιουργήσουν τις πιο ευχάριστες εντυπώσεις.

Κατά τα άλλα, ασφαλώς, το «μια γυναίκα μόνη ταξιδεύει» είναι ένα σχήμα που έχει κανόνες τακτικής και συμπεριφοράς και καλό είναι να τους έχει υπόψη του κανείς για να μειώνει όσο γίνεται τις πιθανότητες για δυσάρεστα απρόβλεπτα. Αλλωστε κι εμένα η αρχική μου πρόθεση ήταν να κάνω το ταξίδι με συνταξιδιώτη, και μάλιστα κατά προτίμηση άντρα ώστε να μπορούμε να αλλάξουμε, αν προκύψει ανάγκη, κι ένα λάστιχο, χωρίς να χρειάζεται ακόμα και γι’αυτό να καλούμε την οδική βοήθεια...

Ετσι, πριν ξεκινήσω, έκανα την πρόσκληση σε αρκετούς πιθανούς υποψήφιους και υποψήφιες, αλλά δεν βρήκα ανταπόκριση. Περίμενα ένα χρόνο, μήπως και κάποιος αλλάξει γνώμη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μετά απ’αυτό, η απόφαση να κάνω το ταξίδι παρέα με τον εαυτό μου ήταν πια σχεδόν αυτονόητη, αν ήθελα να κάνω το ταξίδι. Ηξερα ότι αν δεν γινόταν τότε που είχα την ευκαιρία, η ευκαιρία πιθανότατα δεν θα μού παρουσιαζόταν ποτέ ξανά. Και στην πραγματικότητα, άλλο από την έλλειψη ενός «φυσικού» συνταξιδιώτη, δεν υπήρξε εμπόδιο κανένα ούτε και χρειάστηκε να ξεπεράσω τον εαυτό μου για να βρω το τρομερό θάρρος. Αρκούσε να πηγαίνω βήμα-βήμα και όπου με έφτανε, στην κυριολεξία, ο δρόμος. Οσο για τη «μοναξιά της ασφάλτου», όπως πολύ ποιητικά την ονομάζει στο ομώνυμο βιβλίο του ο συγγραφέας Δημήτρης Μαμαλούκας, αυτήν την είχα ήδη τακτοποιήσει, χάρη στο ...ημερολόγιο.

Η πολεοδομική ματιά. Στη διάρκεια της διαδρομής, εκτός από τα απέραντα τοπία που ενώνουν και ταυτόχρονα χωρίζουν τις 9 πολιτείες που αυτή διασχίζει, συνάντησα και πολλές πόλεις, μεγάλες, μικρές, ζωντανές ή ξεχασμένες, και καθεμιά τους είχε και κάτι διαφορετικό να μού πει. Ωστόσο κάποια χαρακτηριστικά ήταν σε όλες τους κοινά, και αυτά ήταν που σύνθεσαν τελικά στα μάτια μου τον αστικό χάρτη της Route 66. Οι αμερικανικές πόλεις, και ειδικά αυτές που βρίσκονται κατά μήκος αυτού του δρόμου είναι πόλεις σχετικά νέες, του 19ου ή του 20ου αιώνα, που είτε δημιουργήθηκαν χάρη στη χάραξη του δρόμου (και της σιδηροδρομικής γραμμής του Σάντα Φε που έκανε περίπου την ίδια διαδρομή), είτε προϋπήρχαν του δρόμου αλλά αναπτύχθηκαν σημαντικά χάρη στο πέρασμά του από αυτές. Και στις δύο περιπτώσεις πάντως, ήταν πόλεις καινούργιες και χτισμένες με βάση τις πολιτικές αστικής ανάπτυξης που επικράτησαν για πολλές δεκαετίες προπολεμικά στις Η.Π.Α.

Με βάση αυτές, οι πόλεις που δημιουργήθηκαν είχαν και έχουν σαν κύρια κοινά χαρακτηριστικά μια γενική διευθέτηση που δίνει την προτεραιότητα στη μηχανοκίνητη κυκλοφορία και τη διαίρεση του αστικού χώρου σε ξεχωριστούς λειτουργικούς τομείς (εμπορικό, πολιτιστικό, εκπαιδευτικό, επιχειρήσεων, αναψυχής, κατοικίας...) χωροθετημένους δίπλα τον ένα στον άλλον, χωρίς ανάμειξη των αστικών τους δραστηριοτήτων παρά μόνον την ελάχιστη. Η δόμηση είναι τακτοποιημένη και σχετικά αραιή, και αυξάνεται, τόσο σε πυκνότητα όσο και σε ύψος, όσο προχωράει κανείς από τα προάστια προς το εσωτερικό των πόλεων. Το σχήμα βρίσκει την κορύφωσή του στις ζώνες των επιχειρήσεων με τους ψηλούς ουρανοξύστες (γνωστές ως «downtown»), που είναι και οι βασικοί υπεύθυνοι για την εικόνα που έχουν σήμερα οι περισσότεροι στο νου, σαν τυπική και χαρακτηριστική των αμερικανικών πόλεων. Οι δρόμοι μεγάλοι, φαρδείς, διασχίζουν με άνεση και αερίζουν τις πόλεις. Ρυμοτομικά, αν δεν υπάρχει φυσικό εμπόδιο, οι χαράξεις τους γίνονται με την απλούστερη και πρακτικότερη λογική της αστικής εξυπηρέτησης, πάνω σε έναν ορθογωνικό κάνναβο δηλαδή, με οριζόντιους δρόμους που τέμνονται από κάθετους, συνήθως ονοματισμένους για ευκολία με γράμματα ή αριθμούς. Ολα καθαρά και τακτοποιημένα...

Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτού του τόσο μελετημένου και ορθολογιστικού αστικού (προ)σχεδιασμού, αν και σαφές, λειτουργικό και εύκολο στην ανάγνωση και την οικειοποίηση από τον κάτοικο αλλά και τον επισκέπτη, αποδεικνύεται τελικά τις περισσότερες φορές εκτός ανθρώπινης κλίμακας : οι αποστάσεις ξεχειλώνουν και δεν μπορούν να γίνουν πια με τα πόδια, οι γειτονιές διασπώνται, κέντρο της πόλης με την έννοια της ανθρώπινης συγκέντρωσης δεν φαίνεται να υπάρχει και η γενική αίσθηση που αποπνέει το αστικό σύνολο, είναι αυτή μιάς άδειας από κατοίκους πόλης ή/και μιάς αποδομημένης αστικής κοινωνίας. Στην Ευρώπη το φαινόμενο αυτό μάς είναι σχετικά άγνωστο.

ΟΙ μεγάλες στιγμές. Το αποκορύφωμα του ταξιδιού, οφείλω να ομολογήσω, δεν ανήκει στον ίδιο τον ιστορικό δρόμο, τη Route 66, αλλά σε μία από τις παρακάμψεις που έκανα, όταν διασχίζοντας την Αριζόνα αποφάσισα να επισκεφθώ το Grand Canyon. Ηταν η στιγμή που στάθηκα μπροστά στην απεραντοσύνη αυτού τού μοναδικού φυσικού πάρκου. Οι κατακόκκινοι κατακόρυφοι βράχοι, το δυνατό φως του καλοκαιριού που τονίζει τις σκιές και εντείνει τις χρωματικές αντιθέσεις, οι μυρουδιές της άγριας φύσης που από τη ζέστη αναδύονται με διπλάσια, με τριπλάσια δύναμη, μεθούν στην κυριολεξία τον επισκέπτη, σχεδόν τον ζαλίζουν... Ταυτόχρονα, οι ασύλληπτες διαστάσεις του κενού που ανοίγεται, σα βάραθρο, κάτω απ’τα πόδια σου και μαζί η επιβλητικότητα των θεώρατων πέτρινων όγκων, σε κάνουν να νιώθεις τόσο δα μικρός, αδύναμος κι ασήμαντος αλλά -παράξενο πολύ- και τόσο ενταγμένος στο τοπίο, σχεδόν ενσωματωμένος, σα να γεννήθηκες εκεί ή μάλλον σα να ανήκεις εκεί. Γρήγορα πολύ, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς παρά να τού παραδοθείς. Και τότε γίνεται αυτό που δεν ξεχνάς ποτέ : για μια στιγμή, γίνεσαι ένα με το σύμπαν ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις...

Ωστόσο και η ίδια η Route είχε πολλές μοναδικές στιγμές, εκπλήξεις που παραμόνευαν σε κάθε γωνία κι έδιναν χίλιες διαφορετικές γεύσεις στην περιπέτεια. Νέες εικόνες, νέοι ήχοι, άλλα πρόσωπα με άλλες καθημερινότητες, καινούργια πολιτισμικά στοιχεία, ένας κόσμος σε συνεχή εξέλιξη καθώς πέρναγες από τη μία πολιτεία στην άλλη, το άγνωστο που γινόταν σιγά-σιγά γνωστό, κάτι που πήγαινε στραβά κι άλλαζε τη ροή των πραγμάτων, μια ξαφνική ανακάλυψη που εμπλούτιζε με φαντασία το ταξίδι... Απ’όλες αυτές τις στιγμές, αν πρέπει να διαλέξω μία, θα είναι σίγουρα η νυχτερινή μου διαδρομή μέσα από την έρημο, στο τελευταίο κομμάτι του δρόμου, από το Κίνγκμαν -στην Αριζόνα- προς το Λος Αντζελες -στην Καλιφόρνια. Η απόλυτη ησυχία της νύχτας, η έρημη κατάμαυρη άσφαλτος, η γνώριμη βραδινή μυρουδιά της καλοκαιρινής υγρασίας, η (ψευδ)αίσθηση της ασφάλειας που προκαλεί ο έναστρος ουρανός, ιδιαίτερα όταν μετά από ένα μήνα αισθάνεται κανείς ότι έχει οικειοποιηθεί τον τόπο και η αρχική αγωνία για το άγνωστο έχει καταλαγιάσει, σύνθεσαν εκείνο το τελευταίο βράδυ που πέρασα πάνω στη Route 66, την πιο γλυκειά, την πιο ζεστή και τρυφερή μου ανάμνηση από αυτόν το δρόμο. Αυτός με είχε συντροφέψει τελικά παντού. Αυτός ήταν ο συνταξιδιώτης μου.

Η γεύση του δρόμου. Η διαδρομή έφτασε στο τέλος της. Κι εγώ αισθάνθηκα γεμάτη, χορτασμένη, πλουσιότερη. Μεγαλύτερη απ’τον εαυτό μου και σοφότερη... Περήφανη, νικήτρια που είχα κατακτήσει το δρόμο και το όνειρο... Λυπήθηκα για κείνους που αρνήθηκαν να κάνουν τη διαδρομή μαζί μου, είχαν χάσει μια εμπειρία ζωής. Γέλασα κιόλας λίγο με την ίδια τη ζωή που μισές μάς δίνει τις χαρές ό,τι κι αν κάνουμε. Κι ύστερα είπα ότι το ταξίδι είχε τελειώσει. Μπορούσα να περάσω στο επόμενο...

Εκείνο όμως που δεν ήξερα ακόμη, ήταν ότι το πραγματικό ταξίδι, δεν ήταν αυτό. Ηταν εκείνο που με περίμενε ένα χρόνο αργότερα, όταν μπήκε μπροστά η ιδέα του βιβλίου, μια επιχείρηση για δύο πια, με έναν πραγματικό συνταξιδιώτη, που ήξερε να πει το «ναι» στη συνοδήγηση και να οδηγήσει το όχημα μαζί μου και με όλα τα απρόβλεπτά του, μέχρι το τέλος. Μαέστρος, καλλιτέχνης, τεχνικός, ο Νίκος Μπόγδανος, χώθηκε μέσ’ στην ουσία της δικής μου εμπειρίας και την έκανε δική του με τον τρόπο του, μέσα από την εικόνα και τη λεπτή του αισθητική κι ευαισθησία, όχι μονάχα αναδεικνύοντας τις δικές μου τις γραφές με τον καλύτερο τρόπο, αλλά κι αποκαλύπτοντας μια άλλη άποψη για την οπτικοποίηση της έννοιας του ταξιδιού. Τότε είναι που ολοκληρώθηκε και το ταξίδι, όταν δηλαδή αξιοποιήθηκε η εμπειρία. Το ίδιο κι ένα ακόμα κομμάτι από τους εαυτούς μας.

Τώρα δε μένει παρά και το βιβλίο μας να πάρει το δικό του δρόμο και να γίνει δική σας εμπειρία... Κι από κει αλλού πάλι... Αλλωστε, όπως λέει ο Γιώργος Γλυκοφρύδης στο Hotel Chelsea, «δεν υπάρχει τέλος σ’αυτούς τους δρόμους (...) σαν πίνακας που κινείται είναι...».

Τίτλος: Ο Ταξιδιώτης, το όχημα, ο δρόμος, το βιβλίο ή χαϊδευτικά "ΜΥ66"
Κείμενα / Φωτογραφίες: Μαρούσκα Τριαντάρη
Καλλιτεχνική Επιμέλεια / Εικονογράφηση: nibo
Εκδόσεις: Withink* (www.facebook.com/Withink)
Διάθεση (με ηλεκτρονική παραγγελία): www.welovebooks.gr