Η Φόνισσα έγινε... Όπερα στα χέρια του Κουμεντάκη

10.07.2014
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε το συμπόσιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τη νέα όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη «Φόνισσα», στη Σκιάθο, γενέτειρα του κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Την Κυριακή 6 Ιουλίου στο κατάμεστο ανοιχτό θεατράκι στο Μπούρτζι, μπροστά από το "Δασκαλειό", όπως ονομάζει ο Παπαδιαμάντης το σχολείο στο οποίο φοίτησε, ακούστηκαν για πρώτη φορά αποσπάσματα από την νέα όπερα του Κουμεντάκη που βασίζεται στο αριστούργημα του Σκιαθίτη λογοτέχνη και θα κάνει πρεμιέρα στις 19 Νοέμβριου 2014 από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε λιμπρέτο Γιάννη Σβώλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη και σκηνικά Πέτρου Τουλούδη.

Το συμπόσιο πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Σύλλογο "Η Σκιάθος" και με την πολύτιμη υποστήριξη των τοπικών φορέων και επιχειρήσεων. Την εκδήλωση προλόγισε ο Πρόεδρος του Συλλόγου Θοδωρής Τζούμας, ο οποίος ανέφερε: "Σας καλοσωρίζουμε εδώ που εκτυλίσεται η ιστορία της Φόνισσας, στον τόπο που έκανε τον Οδυσσέα Ελύτη να αναρωτηθεί "πώς αυτά τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρεις χιλιάδες ψυχές έφτασαν ν’αποκτήσουν στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη τη σημασία ολόκληρης ηπείρου”".

Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Μύρωνας Μιχαηλίδης καλωσόρισε τους ομιλητές, τους καλλιτέχνες και το κοινό, σημειώνοντας: "Είναι μεγάλη η συγκίνηση όλων μας για το ταξίδι που ξεκινάει σήμερα, εδώ στη Σκιάθο. Το νησί που υπήρξε η γενέτειρα, αλλά και η δια βίου πηγή έμπνευσης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη γίνεται σημείο εκκίνησης της νέας όπερας του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη, του Γιώργου Κουμεντάκη. Η Φόνισσα, που είναι παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στον συνθέτη, οραματιζόμαστε να έχει ένα μακρύ ταξίδι τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό".

Με τίτλο "Η Φόνισσα. Ένα «ανοιχτό» εν τέλει έργο;", η κυρία Γεωργία Φαρίνου -Μαλαματάρη, καθηγήτρια φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πρόεδρος της Εταιρίας Παπαδιαμαντικών Σπουδών ανέλυσε το κορυφαίο έργο του Παπαδιαμάντη, τονίζοντας ότι "Η Φόνισσα είναι το κορυφαίο έργο του Παπαδιαμάντη που έχει διαβαστεί με πολλούς τρόπους (θεολογικά, ψυχαναλυτικά, κοινωνικά). Γράφτηκε το 1903, μετά τις μεταφράσεις από τον Παπαδιαμάντη μυθιστορημάτων όπως το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογέφσκι και Δράκουλας του Στόουκερ, την εποχή που στην Ευρώπη κυριαρχούν διάφορες επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες, όπως ο κοινωνικός δαρβινισμός, η ευγονική, ο Υπεράνθρωπος κτλ. Με αυτές ακριβώς τις θεωρίες διαλέγεται το έργο του Παπαδιαμάντη ως πολυφωνικό κείμενο μέσω της επιδέξιας μεταχείρισης των αφηγηματικών τρόπων, όπως η διαχείριση του χρόνου, η μεταιχμιακή εικόνα της Φραγκογιαννούς και η σχέση της με τους άλλους μέσα από την εξεικόνιση του λόγου της (διάλογος μονόλογος). Το ανοιχτό τέλος «μεταξύ της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης» επιβεβαιώνει ότι η Φόνισσα είναι ένα «ανοιχτό» έργο που δεν εξαντλείται στη μία και μοναδική ερμηνεία αλλά προτρέπει τον αναγνώστη να δοκιμάσει απεριόριστες ερμηνείες, ελέγχοντάς τον ταυτοχρόνως ως προς την εγκυρότητά τους".

Την ομιλία του κυρίου Δημήτρη Πολυχρονάκη, Επίκουρου Καθηγητή του Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με τίτλο «Ο αναποδογυρισμένος κόσμος της Φραγκογιαννούς στην Φόνισσα του Παπαδιαμάντη», ανάγνωσε ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, σκηνοθέτης της νέας όπερας καθώς ο συγγραφέας δεν μπόρεσε να παραβρεθεί. Ο Πολυχρονάκης επιχείρησε "να αναδείξει το αναποδογύρισμα των κοινωνικών και θρησκευτικών αξιών που τελείται στον ψυχισμό της βασικής ηρωίδας της Φόνισσας, της Φραγκογιαννούς, και την ωθεί στους φόνους μικρών κοριτσιών. Κατά κυριολεξία, η Φραγκογιαννού εκλαμβάνει καθετί σε αυτόν τον κόσμο ως το ανάποδό του, έτσι ώστε τα πάντα να συγχύζονται και να συγχέονται μέσα της. Αυτή ωστόσο η σύγχυση που προκαλεί η αντιστροφή των πραγμάτων δεν καθορίζει μόνον την πρωταγωνίστρια του έργου αλλά και όλο το κείμενο, καθώς τα πάντα μέσα του τελούνται σε έναν ενδιάμεσο χώρο που συμπλέκει τα αντίθετα, με αποτέλεσμα τίποτα να μην είναι αυτό που δείχνει".

Ο Γιώργος Κουμεντάκης, συνθέτης του έργου, στην ομιλία του με τίτλο «Έλλειψη αγάπης» μίλησε για την σύνθεση της νέας όπερας και για την σχέση με το έργο του Παπαδιαμάντη, αναφέροντας χαρακτηριστικά: "Άφησα τη μουσική να περιπλανηθεί και να εκφράσει αβίαστα και ελεύθερα τον ψυχισμό της Φραγκογιαννούς, φτάνοντας εκεί που δεν μπορεί να φτάσει η λογική. Προσπάθησα, λοιπόν, να πλησιάσω τις κρυφές πτυχές μιας ψυχοπαθολογικής; ψυχονευρωτικής; δυναμικής; αυταρχικής; σίγουρα σύνθετης προσωπικότητας που παίρνει μορφή μέσα από την συγκλονιστική λογοτεχνική προσέγγιση του μέγιστου Παπαδιαμάντη. Πολύ συχνά μάλιστα, σβήνει η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πρωταγωνίστριας και συγγραφέα και γίνονται μέσα μου ένα και μόνο πρόσωπο. Όσο καιρό έγραφα τη Φόνισσα, προσπάθησα να ξεχάσω την εξωτερική της εμφάνιση, την ηλικία, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της και να στραφώ, να φτάσω το νου που, όπως λέει ο Παπαδιαμάντης, «ψηλώνει»".

Ο Γιάννης Σβώλος, που έγραψε το λιμπρέτο της νέας όπερας, στην ομιλία του με τίτλο "Η Φόνισσα: από τη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στην όπερα του Γιώργου Κουμεντάκη", μίλησε για την μετουσίωση του λογοτεχνικού κειμένου σε λιμπρέτο, σημειώνοντας: "Όταν γύρω στο 2009, πρότεινα στο Γιώργο Κουμεντάκη τη σύνθεση μιας όπερας επάνω στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, δικό μου κίνητρο ήταν το ενδιαφέρον για τον θερμό ψυχολογικό πυρήνα της νουβέλας, η αναμέτρηση με τις συσσωρευμένες φορτίσεις του εμβληματικού αυτού έργου στη διαχρονία και η περιέργεια να το δω και να το ακούσω μελοποιημένο σε μια σύγχρονη μουσική γλώσσα. Όλ’ αυτά ξεκίνησαν από το συναγερμό που προκάλεσε μέσα μου η παρακολούθηση της Γενούφας του Γιάνατσεκ στο Φεστιβάλ του Γκλάινμπορν στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αυτό που επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε, ο καθένας στο δικό του πεδίο, ήταν μια σύγχρονη Literaturoper. Δηλαδή μια όπερα απ’ ευθείας βασισμένη σε ένα λογοτεχνικό έργο. Βεβαίως, δεν πρόκειται για καινοφανές εγχείρημα. Εγγράφεται στον πυρήνα της λυρικής τέχνης από τις απαρχές της, στον πρώιμο 17ο αιώνα, και πολύ πιο έντονα κατά τον 180, 19ο και 20ο. Και πάντα συντελείται σε σαφώς αναγνωρίσιμη συνάφεια προς το πρωτότυπο".

Τέλος ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης, μίλησε για τις προκλήσεις που προκύπτουν από την σκηνοθεσία ενός νέου έργου όπερας, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι "για έναν σκηνοθέτη όπερας είναι εξαιρετικά σπάνιο να δουλεύει πάνω σε ένα έργο του οποίου ο συνθέτης βρίσκεται εν ζωή. Από την άλλη ένα νέο έργο που δεν έχει ποτέ ξανά παρουσιαστεί, ούτε ηχογραφηθεί, ούτε έχει πάρει μια συγκεκριμένη μορφή, ενέχει μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους για τον σκηνοθέτη που επιχειρεί να το φέρει επί σκηνής".

Αμέσως μετά τις τοποθετήσεις των θεωρητικών και των συντελεστών της όπερας, παρουσιάστηκαν σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση αποσπάσματα από την Φόνισσα, διάρκειας 25 λεπτών. Τη Φραγκογιαννού ερμήνευσε η μέτζοσοπράνο Ειρήνη Τσιρακίδου, τον ρόλου του Αστυνόμου ο Νίκος Στεφάνου, της Κρινιώς η Νίκη Χαζιράκη, του Ειρηνοδίκη ο Βαγγέλης Μανιάτης. Συμμετείχε παραδοσιακό πολυφωνικό σύνολο αποτελούμενο από τις Ειρήνη Δερέμπεη, Μαρία Μελαχροινού, Μάρθα Μαυροειδή και Μαρία Κώττη. Το ενόργανο σύνολο διεύθυνε ο Αρχιμουσικός Νίκος Βασιλείου και αποτελούνταν από τους Νίκο Νικόπουλο (Φλάουτο), Γιάννη Σαμπροβαλάκη (Κλαρινέτο), Κώστα Ράπτη (Μπαγιάν).

Η συνύπαρξη των παραδοσιακών στοιχείων με την κλασική φόρμα, συνάντησαν δημιουργικά τη δύναμη του κειμένου, το οποίο επεξεργάστηκε εξαιρετικά η μουσική σύνθεση. Η μουσική δημιουργία και η ιστορία του τόπου ενώθηκαν άρρηκτα με το λογοτεχνικό έργο, προκαλώντας το θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα των εκατοντάδων κατοίκων και επισκεπτών του νησιού, οι οποίοι γέμισαν το θέατρο και συμμετείχαν στην σπάνια εμπειρία με ιδιαίτερη συγκίνηση.