Rufus Wainwright στο Λυκαβηττό 5 Ιουνίου 2010 (Βαθιά υπόκλιση)

06.06.2010
Δε θέλω να πω πολλά, γιατί δε θέλω να χάσω από μέσα μου τη γαλήνη, την κατάνυξη και το φως. Καμιά φορά, λέω, μία φωνή, ένα πιάνο, ένα ποτήρι νερό και δυο τρια φώτα, αρκούν. Α, ναι... Κι η νύχτα... Μια φωνή, ένα πιάνο κι η νύχτα. Τη νύχτα την έβαλε η Αθήνα. Τη φωνή και το πιάνο ο Ρούφους Ουέινράιτ. Ο μοναδικός.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ:
Δε θέλω να πω πολλά, γιατί δε θέλω να χάσω από μέσα μου τη γαλήνη, την κατάνυξη και το φως. Καμιά φορά, λέω, μία φωνή, ένα πιάνο, ένα ποτήρι νερό και δυο τρια φώτα, αρκούν. Α, ναι... Κι η νύχτα... Μια φωνή, ένα πιάνο κι η νύχτα. Τη νύχτα την έβαλε η Αθήνα. Τη φωνή και το πιάνο ο Ρούφους Ουέινράιτ. Ο μοναδικός.
Ήμουν κι εγώ εκεί...
Ο Ρούφους, φαίνεται ότι έχει κληρονομήσει όλο το ταλέντο τόσο της μητέρας του (Κέιτ Μακγκάριγκλ) όσο και του πατέρα του (Λάουντον Ουέινράιτ ΙΙΙ). Πολύ ταλέντο δηλαδή, αν υπολογίσει κανείς ότι και οι δύο γονείς υπήρξαν πολύ σημαντικοί καλλιτέχνες στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Για την ακρίβεια η πολύπλοκη οικογένεια Ουέινράιτ, είναι μάλλον η βασιλική οικογένεια της Βόρειας Αμερικής στη μουσική folk, indie, ροκ, και όποιον άλλο όρο σκεφτείς, που μπορεί να περιγράψει τη μεγάλη μουσική ευαισθησία και την ακόμη μεγαλύτερη συγκίνηση.
(Να μην ξεχάσεις σ’ αυτά να προσθέσεις το χιούμορ).
Ανεβαίνοντας, τα σκεφτόμουν όλα αυτά όπως και τον θάνατο της Κέιτ Μακγκάριγκλ, της μητέρας του Ρούφους και της Μάρθα Ουέινράιτ, που έφυγε τον φετινό Ιανουάριο, στα 63 της χρόνια.
Η γυναίκα αυτή που έχει γράψει (μαζί με την αδελφή της, Αννα) μια σημαντική σελίδα στην Καναδέζικη μουσική υπήρξε η κινητήριος καλλιτεχνική και όχι μόνο δύναμη πίσω από τα δύο ταλαντούχα παιδιά της. Με το τραγούδι της ?The Walking song? ο Ρούφους κλείνει τις περισσότερες συναυλίες του.

«Wouldn’t it be nice to walk together
Baring our souls while wearing out the leather
We could talk shop, harmonize a song
Wouldn’t it be nice to walk along

I’ll show you houses of architectural renown
Some are still standing, some have fallen down
Farm houses buried under Canada’s snow
Spanish villas on the Boulevards of Mexico

And I’ll learn to tell the ash from the oak
And if you don’t know I won’t make no joke
We’ll climb to the top to view the world from above
Or carve our initials in the trunk like teenagers in love

And when we get hungry we’ll stop to eat
Gotta think of our stomachs and rest our feet
If we get thirsty we’ll have a drink or two
In a mountain top bar with a mountain top view

And when we get tired we’ll stop to rest
And if you still want to talk you can bare your breast
If it’s Winter and cold we’ll take a rooming-house room
If it’s Summer and warm we’ll sleep under the moon

And we’ll talk about the sports we played
‘Bout the time you got busted or the time I got laid
We’ll talk blood and how we were bred
Talk about the folks both living and dead

This song like this walk I find hard to end
Be my lover or be my friend
In sneakers or boots or regulation shoes
Walking beside you I’ll never get the walking blues»
[Συγκλονιστικό τραγούδι, τέλειο μεσ’ στην λιτότητά του, και εξαίσια ερμηνευμένο από τον Ρούφους (και) στο Λυκαβηττό. Με τα φώτα σχεδόν σβηστά, ακούσαμε τον γιο να θυμάται τη μητέρα του κι αν δεν ήταν κάποιες τρεμάμενες νότες στο πιάνο τίποτα δεν θα πρόδιδε το πόσο του στοίχισε ο θάνατός της]

Τέλος πάντων, στο λόφο δεν ανέβηκε κανείς για να μάθει τα οικογενειακά πάθη του Ρούφους, αλλά για να ακούσει από κοντά έναν από τους πιο συναρπαστικούς καλλιτέχνες της γενιάς του.
Λίγοι ήμασταν, αλλά και πότε δεν είμαστε λίγοι κάθε φορά που παίζει κάποιος μεγάλος καλλιτέχνης;
Το έχω συνηθίσει πια αυτό το «λίγοι» και καλοί.
Ξεκίνησα αυτό το κείμενο, λέγοντας ότι δε θέλω να πω πολλά και το εννοώ. Διότι όποιος δεν ήταν εκεί, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει ίσως πως μια φωνή (τι φωνή, Θεέ μου!) μπορεί να σε πάει και να σε φέρει στα πέρατα της γης του πάνω και του κάτω κόσμου και να σε ξετινάξει κανονικά, όση αντίσταση κι αν προβάλεις.
Το μόνο(!) που χρειάζεται αυτή η φωνή είναι έναν ιδιοφυή καλλιτέχνη που να την παράγει.
Κάποιον που να ξέρει πότε να τη ρίξει τόσο χαμηλά που να νομίζεις ότι την έχασες στα βάθη των γκρεμών της ψυχής και πότε να την κρατήσει ψηλά, τεντωμένη και ‘στεγνή’ από κάθε ίχνος επιδειξιμανία ή ανοησία.
Πέρασα όλη την ώρα να ακούω τη φωνή και το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου και να σκέφτομαι ότι και τις ανάσες του μόνο να είχε ανεβάσει στο Λυκαβηττό, θα αρκούσαν. Το ότι κουβάλησε και όλες του τις νότες, ειλικρινά κάποιες στιγμές περίσσευε.
Απίστευτο.


Η καλύτερη στιγμή:
Το Agnus Dei, θα πω. Γιατί ποτέ δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στις προσευχές. Ειδικά από φωνές που μπορούν να με κάνουν να γονατίσω.
«Lamb of God
You who take away the sins of the world
Lamb of God
You who take away the sins of the world

Give Us Peace
Give Us Peace»

[«Αμνέ του Θεού, εσύ που απίρνεις τις αμαρτίες του κόσμου, Δώσε μας ειρήνη». Απλά τα πράγματα.]

Τελικά;
Τελικά πρέπει κάποτε να μάθεις να μην λείπεις συνέχεια από τα υπέροχα.

Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]