Είδαμε τον Γάμο του Φίγκαρο [και πήραμε δόση... αισιοδοξίας]

30.10.2015
Τον πολυαναμενόμενο «Γάμο του Φίγκαρο» είδαμε στο Μέγαρο Μουσικής, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. «Ο Γάμος του Φίγκαρο» γράφτηκε από τον Μπωμαρσαί στα 1778 και είναι ένα από τα πιο εμβληματικά έργα του κλασικού γαλλικού ρεπερτορίου, καθώς θεωρείται προάγγελος της Γαλλικής Επανάστασης.

Aποτελεί μέρος της περίφημης τριλογίας του Μπωμαρσαί, στην οποία βασίστηκαν δύο από τις διασημότερες όπερες, Οι γάμοι του Φίγκαρο του Μότσαρτ και Ο Κουρέας της Σεβίλλης του Ροσσίνι.

Η υπόθεση του έργου περιστρέφεται γύρω από τον Φίγκαρο υπηρέτη και επιστάτη του πύργου του Κόμη Αλμαβίβα και τον γάμο του με την υπηρέτρια Σουζάνα, υπηρέτρια της Κόμισσας Αλμαβίβα. Όταν όμως ο Κόμης εκδηλώνει το ερωτικό του ενδιαφέρον για τη Σουζάνα και μια άλλη γυναίκα, η Μαρσελίνα, είναι ερωτευμένη με τον Φίγκαρο, τότε όλα περιπλέκονται και εξελίσσονται σε μία φρενήρη κωμωδία με απρόβλεπτες συνέπειες…

Η αλήθεια είναι πως πήγαμε στην παράσταση αυτή με απορία, καθώς η επιλογή αυτού του έργου από την ομάδα του Λιβαθινού αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για εμάς. Το να επιλέγει μία τέτοια ομάδα να περάσει από την τετράωρη στιβαρή Ιλιάδα του Ομήρου, σε μία κλασική γαλλική κωμωδία του 18ου αιώνα, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένο και σίγουρα δεν θα το έκανε αν δεν ήθελε κάτι να πει.

Και όντως, μετά το πρώτο μισάωρο, όταν πλέον είχαμε μπει για τα καλά στο νόημα του έργου, συνειδητοποιήσαμε πως ο Στάθης Λιβαθινός δεν επέλεξε τυχαία το έργο αυτό. Το επέλεξε λόγω της διαχρονικότητάς του, του χιούμορ και της καυστικότητάς του πάνω στα πράγματα. Γιατί ο Γάμος του Φίγκαρο, πέρα από την κωμική του διάσταση, έχει και μια βαθιά πολιτική, την οποία ο Λιβαθινός, στηριζόμενος πάνω στην εξαιρετική μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, κατάφερε να αποδομήσει σε τέτοιο βαθμό που πραγματικά μας ξάφνιασε με τις αντιστοιχίες του τότε και του σήμερα.

Η σκηνοθεσία του ήταν ονειρική, καθώς έβαλε τους ηθοποιούς του να κινούνται αέρινα μέσα στο πανέμορφο, σχεδόν σουρεαλιστικό και απόλυτα λειτουργικό σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Μια σκηνοθεσία παιχνιδιάρικη, υπαινικτική, αρκούντως στιλιζαρισμένη, απόλυτα ισορροπημένη στα κρεσέντο της, πολυεπίπεδη, αλλά και ετερογενής, διάχυτη με ποικίλα πολυπολιτισμικά στοιχεία (η παράσταση έχει έντονο άρωμα Βαλκανίων), που έδινε έναν αρμονικό ρυθμό στην εξιστόρηση της πλοκής και συντηρούσε αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού παρά την τρίωρη περίπου διάρκεια της παράστασης.

Πέρα, όμως, από τη σκηνοθετική δεινότητα του Λιβαθινού, αυτό που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, είναι η ξεχωριστή χημεία που δένει όλη αυτή τη θεατρική ομάδα. Όλοι ανεξαιρέτως οι ηθοποιοί, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο, τον πιο μικρό ρόλο, μας χάρισαν εξαιρετικές ερμηνείες και μας μετέδωσαν μία ξεχωριστή αίσθηση ομαδικότητας. Αυτή ακριβώς νιώσαμε πως ήταν και η μαγιά της παράστασης αυτής, ότι ο ένας στηρίζεται πάνω στον άλλον, χωρίς καμία προσπάθεια να αναδειχθεί ατομικά, με μοναδικό σκοπό να συνεισφέρει στο συνολικό αποτέλεσμα.
Ο Δημήτρης Ήμελλος, στη συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει με αφορμή τον Φίγκαρο, μας είχε πει πως θέλει πολύ να δει το κοινό αυτήν την παράσταση, προκειμένου να συνειδητοποιήσει πως το επάγγελμα του ηθοποιού είναι το ωραιότερο επάγγελμα στον κόσμο. Πραγματικά βγαίνοντας από την παράσταση αυτή, νιώθεις έναν απεριόριστο σεβασμό και ένα μεγάλο δέος απέναντι στο επάγγελμα αυτών των ανθρώπων. Και τι να πει κανείς για την ερμηνεία του στο ρόλο του Φίγκαρο. Με αφοπλιστικό και άκρως συγκινητικό λόγο, ξεδίπλωσε όλες τι πτυχές του πολυεπίπεδου χαρακτήρα του και μάς κέρδισε ολοκληρωτικά με τους διαρκείς αυτοσχεδιασμούς του, το μπρίο και την ενέργειά του.

Ο Αρης Τρουπάκης στο ρόλο του Κόμη, ήταν εύθραυστα επιβλητικός και άκρως απολαυστικός, το μήλον της έριδος, η Αμαλία Τσεκούρα στο ρόλο της Σουζάνας και μέλλουσας γυναίκας του Φίγκαρο μας εξέπληξε στις αναδιπλώσεις της. Εξαιρετική η Αντιγόνη Φρυδά στο ρόλο της Κόμισσας, ενώ η Μαρία Σαββίδου στο ρόλο της Μαρσελίνας μας χάρισε στο μονόλογό της μίας από τις δυνατότερες συγκινήσεις της βραδιάς.

Τέλος, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην εξαιρετική, ζωντανά εκτελεσμένη, μουσική του Χαράλαμπου Γώγιου, καθώς με τις ποικίλες χωροχρονικές αποχρώσεις της έδωσε ένα ακόμη πιο ιδιαίτερο στίγμα στην παράσταση.

Αξίζει να δει κάποιος αυτήν την παράσταση τελικά; Εννοείται. Η δουλειά που έχει γίνει στο έργο αυτό του Μπωμαρσαί είναι τόσο βαθιά και ουσιαστική που θα καταφέρει όχι μόνο να σας συγκινήσει και να βρείτε κομμάτια του εαυτού σας μέσα σ΄αυτή, αλλά θα εγχύσει μέσα σας ισχυρές δόσεις αισιοδοξίας και ψυχικής ευτυχίας!

Γεωργια Οικονόμου

[email protected]