Είδαμε το Καγκουρώ στο Εθνικό [αλλά όχι το άλμα του]

31.10.2015
Το Καγκουρώ, το θεατρικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, είδαμε στο Εθνικό Θέατρο, υπό τη σκηνοθετική ματιά του νέου σκηνοθέτη Δημήτρη Μυλωνά με τον Γιώργο Παπαπαύλου, τη Λένα Δροσάκη, τον Χρήστο Σαπουντζή, τον Ηλία Μελέτη και τον Θανάση Τσεκούρα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Το έργο αυτό του Βασίλη Κατσικονούρη είναι εξαιρετικά φρέσκο. Πάλλεται και δονείται στο σήμερα, σ΄αυτά που βιώνουμε τώρα, στο χθες που έζησαν οι παππούδες μας και δυστυχώς σ΄ένα μεγάλο βαθμό αναφέρεται και στο μέλλον. Είναι ένα βαθιά απαισιόδοξο έργο που σκιαγραφεί με σκληρό ρεαλισμό την παθογένεια της σύγχρονης Ελλάδας και αναζητεί απεγνωσμένα ένα όραμα. Ένα έργο χωρίς κάθαρση, με μία ελπίδα που ούτε καν αχνοφέγγει για τους ήρωές του.

Το αδιέξοδο του κεντρικού ήρωα του έργου, του Ορφέα, είναι το αδιέξοδο των περισσότερων μορφωμένων νέων αυτήν τη στιγμή στη χώρα μας, των νέων που δεν μπορούν να βρουν μέρος για τον εαυτό τους στην κοινωνία που ζούμε. Ανεργία, απελπισία, διαθεσιμότητες, μετακινήσεις, μειώσεις…. Πουθενά αξιοκρατία, ή έστω κάποια υποτυπώδης αξιολόγηση ή δικαιοσύνη. Κανένας χώρος να αναδειχθεί ή έστω να επιβιώσει κάποιος αξιοπρεπώς στη σύγχρονη Ελλάδα. Έτσι και ο Ορφέας, ο ήρωας του έργου, όταν μετατίθεται από τη δημοτική αστυνομία σε φυλακές υψίστης ασφαλείας ως δεσμοφύλακας, αποφασίζει να κάνει το άλμα (του καγκουρώ;), να μεταναστεύσει στην Αυστραλία και να δουλέψει δίπλα στον αδελφό του πατέρα του που έχει προκόψει οκονομικά εκεί. Το προτείνει και στην κοπέλα του που θέλει να γίνει ηθοποιός, αλλά εκείνη ακολουθώντας τις εγωιστικές επιταγές της σύχρονης δυτικής κοινωνίας, έχει δύναμη και όραμα μόνο για τον εαυτό της…. Ο Ορφέας, τελικά, μένει καθηλωμένος στη σκληρή ελληνική πραγματικότητα και στο απονενοημένο του διάβημα παραδίδεται στον Κέρβερο.

Ο Δημήτρης Μυλωνάς επέλεξε να μας παρουσιάσει μία αρκετά φλύαρη σκηνοθετική οπτική που, ευτυχώς, είχε μερικές εξαιρετικές κορυφώσεις. Καταρχάς το σκηνικό του Δημήτρη Λιάκουρα ήταν παραφορτωμένο με δεκάδες συμβολικά στοιχεία σε μια προσπάθεια να τα χωρέσει όλα πάνω σε μία μικρή σκηνή και να μας τα δώσει όλα έτοιμα στο χέρι. Δεν άφησε τίποτα στη φαντασία μας. Ούτε καν τις βαλίτσες της Αυστραλίας, ούτε καν τις μπριζόλες του μπάρμπεκιου, ούτε τα λούτρινα καγκουρώ… Αν ο σκηνοθέτης στηριζόταν περισσότερο πάνω στην ερμηνευτική δύναμη των ηθοποιών και λιγότερο στην εικόνα, σίγουρα δεν θα έχανε. Αυτό τουλάχιστον απέδειξαν τα ερμηνευτικά κρεσέντο του Γιώργου Παπαπαύλου, του Χρήστου Σαπουντζή και του Θανάση Τσεκούρα που ευτυχώς δεν πνίγηκαν μέσα στις πυκνές σκηνοθετικές απαιτήσεις.

Αναφορικά με τις κορυφώσεις, εξαιρετική και έντονα φορτισμένη, ήταν η στιγμή που οι δύο κεντρικοί ήρωες, ο Ορφέας και η Μαρίνα, δραματοποίησαν μία σκηνή από τον Γλάρο του Τσέχωφ και οι στίχοι αυτοί έφταναν σ΄ εμάς σαν λόγια του σήμερα… Δεν μπορούμε, επίσης, να μην παραδεχθούμε πως στο τέλος, όταν ο κεντρικός ήρωας σε έξαλλη κατάσταση αποδόμησε πλήρως το σκηνικό χωρίζοντάς το σε τέσσερα κομμάτια, δεχθήκαμε μία γερή γροθιά στο στομάχι.

Ο Γιώργος Παπαπαύλου έδωσε μία εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο του Ορφέα και έκανε ένα προσωπικό ερμηνευτικό άλμα. Μία ερμηνεία έντονα σωματικοποιήμένη και αρκούντως ρεαλιστική, που αντικατόπτρισε με τον καλύτερο τρόπο το σύγχρονο νέο στην Ελλάδα της κρίσης που αναζητά απεγνωσμένα ένα όραμα και μία ελπίδα να κρατηθεί. Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της Μαρίνας, της κοπέλας του Ορφέα, είχε κάποιες πολύ καλές στιγμές, ήταν ωστόσο υπέρ του δέοντος στυλιζαρισμένη, ιδιαίτερα από το μέσο της παράστασης και μετά. Αυτό μας στέρησε την δυνατότητα να την ψυχογραφήσουμε και –γιατί όχι- να μπορέσουμε να την καταλάβουμε και να ταυτιστούμε σ΄ένα επίπεδο μαζί της. Ο Χρήστος Σαπουντζής μαζί με τον Θανάση Τσεκούρα αποτέλεσαν ένα εκ διαμέτρου αντίθετο στιβαρό πιο ώριμο δίπολο, αυτό της μεγαλύτερης γενιάς, της γενιάς που η συντηρητική της όψη αρκείται στην παντοτινή ασφάλεια, στη μονιμότητα του δημοσίου, στο μισθουλάκο της επιβίωσης και η άλλη πιο αδηφάγα όψη, θυσιάζει τα πάντα στο βωμό των χρημάτων. Και οι δύο ήταν πολύ πειστικοί , αρχέτυπα μιας κοινωνίας που δυστυχώς ακόμη προσπαθεί να ποδηγετήσει την νέα γενιά. Τέλος, η πανταχού παρούσα κουκουλωμένη σκιά του Ηλία Μελέτη στο ρόλο του Κέρβερου ήταν λειτουργική ως προς την συμβολικότητά της.

Αξίζει τελικά να δει κάποιος το Καγκουρώ; Σίγουρα ναι. Γιατί θα δει να διαδραματίζεται μπροστά του η ιστορία της μιας ολόκληρης γενιάς – της γενιάς του- και θα θέσει τον εαυτό του σε μια διαδικασία αυτοψυχανάλυσης που μόνο ωφέλιμη μπορεί να αποβεί….

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]