Είδαμε το «Post Inferno, Προς Δαμασκόν» της Ρούλας Πατεράκη [και «ταξιδέψαμε» στο μυαλό του Στρίντμπεργκ]

13.05.2016
Δεν ήταν εύκολο το στοίχημα που έβαλε η Ρούλα Πατεράκη όταν αποφάσισε να αναμετρηθεί με την επική τριλογία του Στρίντμπεργκ «Post Inferno, Προς Δαμασκόν». Και αυτό γιατί πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο, σχεδόν απρόσιτο έργο που βρίθει θεολογικών, υπαρξιακών και φιλοσοφικών αναζητήσεων, ένα βαθιά εσωτερικό έργο που δεν διακρίνεται από μία βατή γραμμική αφήγηση και που σίγουρα δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από έναν άνδρα χωρίς όνομα, τον Άγνωστο, ένα ουσιαστικά alter ego του ίδιου του Στρίντμπεργκ. Γιος δούλας, έχει περάσει πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια και έχει βιώσει τη μητρική απόρριψη στο έπακρο. Εμείς τον βλέπουμε στη σκηνή, πρόσφατα χωρισμένο, αφού πρώτα έχει αποκτήσει τρία παιδιά με την πρώτη του γυναίκα, να ρίχνει στα δίχτυα του έρωτά του μια περαστική, την Κυρία, υποσχόμενός της τα πάντα. Η Κυρία τον ακολουθεί, μένει έγκυος στο παιδί του, όμως αυτός βυθισμένος σε μία αέναη εσωτερική αναζήτηση, αναλώνεται σε μία αλλόκοτη, αφαιρετική, σχεδόν σουρεαλιστική περιπλάνηση ανάμεσα στο μυστικισμό και τον χριστιανισμό, ακροβατεί στα όρια της τρέλας και της λογικής, της ασυνειδησίας και της συνείδησης, της αλχημείας και της επιστήμης, της ενοχής και της ελευθερίας, του σαδομαζοχισμού και της αγάπης. Στα αφτιά του ηχούν διαρκώς ρέκβιεμ, τίποτα δε φαίνεται να του είναι αρκετό, τίποτα δεν τον συγκινεί. Εγκλωβισμένος στα απόκρυφα μονοπάτια του μυαλού του άγεται και φέρεται από σκέψεις και «καίγεται» από τις ίδιες τις πνευματικές του φλόγες.

Σ΄αυτό ακριβώς το «ταξίδι» του μυαλού του Αγνώστου μάς προσκαλεί να βυθιστούμε η Ρούλα Πατεράκη. Ένα τετράωρο, σχεδόν εξαντλητικό στη θέασή του «ταξίδι», που μολονότι παρουσιάζει αντικειμενικές δυσκολίες και αδυναμίες στη θεατρική του αναπαράσταση (δεν ήταν λίγες οι φορές -ιδιαίτερα το τελευταίο μισάωρο- που χάσαμε τον ειρμό και τη ροή των γεγονότων), τελικά καταλήγει να είναι ένα εύστοχο ψυχογράφημα της πορείας του ίδιου του συγγραφέα προς τη δική του Ιθάκη, την… Δαμασκό. Κλειδί σ' όλη αυτήν την προσέγγιση αποτέλεσε το ευρηματικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, ένα σκηνικό βγαλμένο μέσα από το δαιδαλώδες μυαλό του ίδιου του Αγνώστου πρωταγωνιστή. Ανώμαλοι διάδρομοι σε άνισα επίπεδα, ανηφορικοί και κατηφορικοί, με κενά- γκρεμούς δεξιά και αριστερά. Σ΄αυτούς περπατούσαν οι ήρωες της παράστασης σαν αναμνησιακά φαντάσματα του Αγνώστου που ακροβατούσαν ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα. Σ΄αυτούς δήλωνε πάντα παρών ο Αγνωστος αποζητώντας σαν άλλος Σαούλ την αιώνια γαλήνη και το αναβάπτισμά του μέσω της θρησκευτικής πίστης (σημειώστε πως και ο ίδιος ο τίτλος αναφέρεται στη μεταστροφή του Αποστόλου Παύλου από απηνή διώκτη των χριστιανών -ως Σαούλ- σε Απόστολο των Εθνών, ύστερα από θαύμα που συνέβη ενώ βρισκόταν καθ' οδόν προς τη Δαμασκό).
Έξοχα εναρμονισμένη με την αισθητική της παράστασης η μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη, της οποίας η αυξομειούμενη ένταση ακολουθούσε στις ανάσες τους τις ψυχικές εξάρσεις των ηρώων.

Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος έδωσε μία ερμηνεία ζωής στο ρόλο του Αγνώστου αναδεικνύοντας με ξεχωριστή εσωτερική δυναμική τις σκοτεινές πτυχές της ψυχοσύνθεσης του μεγάλου δραματουργού, τα συμπλέγματα, τα απωθημένα του, την προβληματική σχέση με τη μητέρα του, τα αντιφατικά συναισθήματά του απέναντι στο γυναικείο φύλο, αλλά και το ξεχωριστό του πνεύμα. Εξαιρετική, η συμπρωταγωνίστριά του Λουκία Μιχαλοπούλου ως Κυρία, καθώς κατάφερε να ανταποκριθεί και με το παραπάνω στο δύσκολο ρόλο που επωμίστηκε, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως διαθέτει ένα μεγάλο υποκριτικό και κινησιολογικό βάθος. Εξαιρετικός ο Γιώργος Παπαπαύλου ως alter ego του Στρίντμπεργκ, μας χάρισε μία ολοκληρωμένη και στιβαρή σε όλα τα επίπεδα ερμηνεία. Λίγο πιο μονοδιάστατη η Κωνσταντίνα Τάκαλου στο ρόλο της μητέρας. Αμήχανος ο Ανδρέας Αντωνιάδης, στο ρόλο του γιατρού και πρώτου συζύγου της, δεν μπόρεσε να «σηκώσει» το βάρος του έργου. Πολύ καλός ο Αλέκος Συσσοβίτης ως Αγγελος, λίγο πιο αδύναμος ο Ομηρος Πουλάκης ως Πειρασμός.

Ενσταση έχουμε ως προς τον ρόλο της αφηγήτριας που επέλεξε να κρατήσει η ίδια η Ρούλα Πατεράκη. Αφενός μεν το γεγονός πως ήταν επί τέσσερις ώρες όρθια μπροστά στη σκηνή ξεφυλλίζοντας το κείμενο του έργου αποσυντόνιζε το κοινό, αφετέρου δε η αφήγησή της ελάχιστες φορές «φώτισε» επιπλέον το κείμενο, τις περισσότερες το βάρυνε ακόμη περισσότερο.

Αξίζει να δει κάποιος το «Post Inferno, Προς Δαμασκόν»; Ναι, γιατί πρόκειται για μία πολύ αξιόλογη προσέγγιση. Αρκεί ωστόσο να είναι έτοιμος να «υπερβεί» τον εαυτό του παρακολουθώντας μία μεστή νοημάτων τετράωρη παράσταση και να είναι σ΄έναν ικανοποιητικό βαθμό μυημένος στο έργο και την προσωπικότητα του Στρίντμπερτγκ.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]