Άλπεις

18.10.2011
Μια νοσοκόμα, ένας τραυματιοφορέας, μια αθλήτρια ρυθμικής γυμναστικής και ο προπονητής της έχουν δημιουργήσει μια ομάδα. Αντικαθιστούν νεκρούς ανθρώπους. Προσλαμβάνονται από τους φίλους και τους συγγενείς των νεκρών. Η ομάδα ονομάζεται Άλπεις και ο αρχηγός της, ο τραυματιοφορέας, ονομάζεται Mont Blanc. Τα μέλη της ομάδας είναι υποχρεωμένα να λειτουργούν σύφωνα με κάποιους κανόνες που έχει ορίσει ο αρχηγός. Η νοσοκόμα δεν υπακούει αυτούς τους κανόνες.

Όταν τα καλά κρυμμένα μυστικά των «Άλπεων» ξεδιπλώθηκαν στην παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας στη Βενετία οι τίτλοι τέλους συνοδεύτηκαν από αρκετά δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής. Σύντομα όμως ακολούθησε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Η αμηχανία είναι απόλυτα δικαιολογημένη σε μια ταινία όπως οι «Άλπεις», μια τόσο ξεχωριστή δημιουργία που από την πρώτη κιόλας σεκάνς τους οδηγεί το θεατή σε έναν κλειστό αινιγματικό κόσμο με τους δικούς του κώδικες, απόλυτα πρωτότυπο όσο και πιστευτό υπονομεύοντας ταυτόχρονα μέχρι το τελευταίο καρέ κάθε εύκολη ερμηνεία του.

Το σίγουρο είναι ότι ο Λάνθιμος έχει φτιάξει ήδη το κοινό του τόσο στη Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αν κρίνουμε από την υποδοχή της στη Βενετία, και οι εκπληκτικές Άλπεις δεν πρόκειται να το αφήσουν παραπονεμένο έστω και αν δυσκολευτούν να προσηλυτίσουν νέους ακόλουθους.

Οι «Άλπεις» κουβαλούν φαρδιά πλατιά την υπογραφή του δημιουργού του «Κυνόδοντα», και βέβαια του σεναριογράφου του Ευθύμη Φιλίππου- τόσο μέσα από το αλλόκοτο χιούμορ τους και το μηχανικό παίξιμο των ηθοποιών, την ίδια στιγμή όμως αποτελούν ίσως και την πιο φορτισμένη συναισθηματικά δημιουργία του σκηνοθέτη. Ο Γιώργος Λάνθιμος συνεχίζει στις Άλπεις και μάλλον ολοκληρώνει μια άτυπη τριλογία που ξεκίνησε με την πρωτόλεια «Κινέττα», ωρίμασε με τον ανατρεπτικό Κυνόδοντα και οδηγείται εδώ στα πλέον ακραία φορμαλιστικά όρια της. Και εδώ είναι αλήθεια ότι μοιάζει να κλείνει ιδανικά ένας κύκλος που διαφορετικά αν συνεχιστεί κινδυνεύει να οδηγηθεί σε επαναλαμβανόμενη μανιέρα.

Κοινός παρανομαστής και των τριών ταινιών η πραγματικότητα, η αναπαράσταση και η πρόσληψή της μέσα από τη γλώσσα, την ερμηνεία και τον ίδιο τον κινηματογράφο τελικά. Αν στον Κυνόδοντα η πλήρης διαστροφή της γλώσσας και η αλλαγή του νοήματος των λέξεων ήταν το εργαλείο για τη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας όσο και για την αποδόμησή της, στις «Άλπεις» η περφόρμανς, η ερμηνεία του ηθοποιού αναλαμβάνει, όπως και στο σινεμά, να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο αμφισβητώντας διαρκώς τα όριά του. Οι τέσσερις ήρωές του που αποτελούν τα μέλη της κλειστής ομάδας με το όνομα Άλπεις, υποκαθιστούν πεθαμένους ανθρώπους, χωρίς καν απαραίτητα να μοιάζουν φυσιογνωμικά μαζί τους, ανακουφίζοντας τις οικογένειες των εκλιπόντων.

Τα μέλη της ομάδας, μοναχικοί άνθρωποι που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά, αναλαμβάνουν να ζήσουν για λίγο τις ζωές των άλλων, να χαθούν όπως ένας ηθοποιός τους ρόλους του, σε ένα παιχνίδι που αγγίζει τον εθισμό και διαλύει επικίνδυνα τα όρια ανάμεσα στο τι είναι πραγματικό και τι όχι. Οι Άλπεις μοιάζουν να αναρωτιούνται ακόμη και για το τι ακριβώς συνιστά τη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, αν οι ίδιες οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ακόμη μια περφόρμανς ανεξάρτητα από το ποιος υποδύεται το ρόλο. Δεν έχει νόημα να αποκαλύψει κανείς περισσότερα καταστρέφοντας την απόλαυση της ανακάλυψης.

Ο Λάνθιμος με τις «Άλπεις» έχει φτάσει το στάτους ενός δημιουργού διεθνούς βεληνεκούς («ο καλύτερος προπονητής» όπως λέει στην τελική σεκάνς η Αριάν Λαμπέντ κοιτώντας το φακό) οδηγώντας την κινηματογραφική του γλώσσα ένα βήμα μπροστά από τον Κυνόδοντα με τη βοήθεια της εκπληκτικής σινεμασκόπ φωτογραφίας του Χρήστου Βουδούρη και των πιστών του ηθοποιών με κορυφαία για άλλη μια φορά την Αγγελική Παπούλια, το δε βραβείο σεναρίου στη Βενετία υπήρξε ίσως η ελάχιστη επιβράβευση σε μια από τις πρωτότυπες και αυθεντικές κινηματογραφικές προτάσεις της χρονιάς.

Λευτέρης Αδαμίδης