This Sporting Life (1963)

15.06.2012
Στην ταξικά άκαμπτη Μεγάλη Βρετανία που περιμένει την έκρηξη των Beatles και της νέας μεσοαστικής κουλτούρας, ο Λίντσεϊ Άντερσον βλέπει τη ζωή σαν έναν αγώνα ράγκμπι και αφήνει τις εξεγέρσεις τύπου “If...” να περιμένουν.

Αντρική φιγούρα που μοιάζει να ακολουθεί τα χνάρια ενός Μάρλον Μπράντο ή να ετοιμάζει το έδαφος του “Οργισμένου Ειδώλου”, ο Φρανκ (που υποδύεται ηλεκτρισμένα ο Ρίτσαρντ Χάρις) βρίσκεται στο κενό αέρος ανάμεσα σε δύο κοινωνικές τάξεις: ούτε τυπικό μέλος της εργατικής τάξης ούτε βεντέτα του ράγκμπι, αλλά σε κάθε περίπτωση υποχείριο των ίδιων αφεντικών. Ικανός να ασκήσει έλεγχο μόνο μέσα στην οριοθετημένη ζούγκλα του γηπέδου, θα προσπαθήσει να ενωθεί με τη χήρα σπιτονοικοκυρά του (Ρέιτσελ Ρόμπερτς), που σέρνει πίσω της το παρελθόν.

Μόνο που ο Λίντσεϊ Άντερσον τους έχει τοποθετήσει ανεπιστρεπτί στον αστερισμό της τραγωδίας, κι ας γυρίζει την πρώτη του μεγάλου μήκους μυθοπλασία με εμφανείς τις καταβολές από το ντοκιμαντέρ. Πένθιμο όσο κάθε αδιέξοδο δράμα, ζωώδες όσο και η ερμηνεία του Μπράντο στο “Λεωφορείο Ο Πόθος”, αισθητικά ελεύθερο όσο και οι καλύτερες στιγμές του βρετανικού free σινεμά στο οποίο ανήκει, το “This Sporting Life” κινηματογραφεί μια ζωή όπου καθετί γίνεται αντιληπτό με τους όρους ενός αθλητικού παιχνιδιού: εξουσία, πρόκληση πόνου, καθυπόταξη του “αντιπάλου”.

Όσο κι αν ο Ρίτσαρντ Χάρις προφέρει με σπαρακτική αμηχανία “μπορώ να δώσω αγάπη”, ο Άντερσον τον απεικονίζει συνεχώς ως “ένα μεγάλο πίθηκο σε ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο”, το οποίο τελικά είναι η ίδια του η ζωή. Ένα χρόνο μετά τη “Μοναξιά Του Δρομέα Μακρινών Αποστάσεων” του Τόνι Ρίτσαρντσον, ο Άντερσον θα τοποθετούσε τη δική του αλληγορία της μοναξιάς σε ένα ακόμα πιο βάρβαρο, αναπόδραστο πλαίσιο.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ