Ο Κυνηγός

18.12.2012
Η αναζήτηση ενός εξαφανισμένου είδους ζώου στα βάθη του αυστραλέζικου δάσους γίνεται αφορμή για μια επίκαιρη και φιλόδοξη οικολογική αλληγορία. Άνισο όσο και μαγνητικό το αποτέλεσμα.

Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1936, ο τελευταίος θυλακίνος πέθανε σε έναν ζωολογικό κήπο στο Χόμπαρτ της Τασμανίας. Γνωστός περισσότερο ως τίγρης ή λύκος της Τασμανίας (αν και στην πραγματικότητα δεν συγγενεύει με κανέναν από τα παραπάνω είδη), το μαρσιποφόρο αυτό ζώο αποτελούσε το μοναδικό ιθαγενές, μεγάλο σαρκοβόρο της αυστραλιανής ηπείρου, ωστόσο η πρόωρη εξαφάνισή του κάλυψε με ένα πέπλο μυστηρίου την ύπαρξή του, μετατρέποντάς το σε ιδανικό σύμβολο της καταστροφικής ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μοναδικές αποδείξεις απομένουν πια μερικές φωτογραφίες και ένα σύντομο ασπρόμαυρο βίντεο από τον τελευταίο επιζώντα του είδους σε κατάσταση αιχμαλωσίας.

Με το συγκεκριμένο βίντεο να παίζει στους τίτλους αρχής, ξεκινά και η ταινία του Ντάνιελ Νέτχαϊμ, βασισμένη στο μυθιστόρημα της Τζούλια Λι, μιας συγγραφέα που έκανε και η ίδια το σκηνοθετικό της ντεμπούτο πέρσι με το πολυσυζητημένο «Sleeping Beauty», που διαγωνίστηκε στις Κάννες το 2011. Αν και ο θυλακίνος θεωρείται πλέον επίσημα εξαφανισμένο είδος, αυτόπτες μάρτυρες δηλώνουν κατά καιρούς ότι είδαν φευγαλέα το ακριβοθώρητο ζώο, οδηγώντας σε αποστολές αναζήτησής του ακόμα και σήμερα και εκτοξεύοντάς το στη σφαίρα του μυθικού.

Μερικές τέτοιες μαρτυρίες αποτελούν την αφετηρία του σεναρίου του «Κυνηγού», σύμφωνα με το οποίο ο Μάρτιν Ντέιβιντ (Γουίλεμ Νταφόου), ένας έμπειρος κυνηγός, προσλαμβάνεται από μια εταιρεία βιοτεχνολογίας προκειμένου να βρει το λυκόμορφο αρπακτικό στα δύσβατα δάση της Τασμανίας και να συλλέξει δείγμα του γενετικού υλικού του. Καθώς η άφιξή του γίνεται δεκτή με καχυποψία και επιθετικότητα από ακτιβιστές οικολόγους και ντόπιους υλοτόμους, ο ίδιος θα αρχίσει να εμπλέκεται συναισθηματικά με τη σύζυγο και τα παιδιά ενός άνδρα που εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας παρόμοιας έρευνας.

Με φόντο το σαγηνευτικό άγριο τοπίο της ορεινής Τασμανίας που κόβει την ανάσα, η ιστορία του «Κυνηγού» αποτελεί ένα πρώτης τάξεως υλικό για μια ταινία όπου η αναμέτρηση του πρωταγωνιστή με τα στοιχεία της φύσης και η χιμαιρική αναζήτηση ενός μυθικού σχεδόν κτήνους (με το οποίο ο μοναχικός ήρωας φτάνει στο σημείο να ταυτίζεται) μετατρέπονται σε μια ολότελα προσωπική υπόθεση. Κι αν το σενάριο δεν προσφέρει επαρκή στοιχεία για το ενδεχομένως τραυματικό παρελθόν του Μάρτιν, το σκαμμένο πρόσωπο του Νταφόου υπαινίσσεται πολλά περισσότερα για την αναπηρία / ανάγκη του αντικοινωνικού άνδρα να συγχρωτιστεί με το ανθρώπινο είδος.

Από την εκκωφαντική ηρεμία του δάσους μέχρι τη βουβή παρουσία του μικρού αγοριού που χαρίζει στον Μάρτιν τα πιο πολύτιμα στοιχεία για την επικίνδυνη παρτίδα κυνηγιού του, ο «Κυνηγός» βρίσκεται στα καλύτερά του όταν η σιωπή κυριαρχεί, αφήνοντας το τοπίο και την απροσδιόριστη παρουσία του άπιαστου πλάσματος να συμπληρώνουν την αίσθηση ενός πραγματικά υπερβατικού φιλμ για τη σύγκρουση ανθρώπου και φύσης.

Αν και η σχέση του με τη θλιμμένη οικογένεια στα σύνορα του δάσους, όπου διαμένει ο Μάρτιν, γίνεται αφορμή για μια-δυο συγκλονιστικές σκηνές απώλειας και συναισθηματικής απόγνωσης, η επαφή του με τους ανθρώπους μοιάζει να αποπροσανατολίζει την ταινία από τον πιο ουσιαστικό (και επιτυχημένο) στόχο της: τη μοναχική πορεία στην αδάμαστη απεραντοσύνη του δάσους, μια πορεία που αποκτά διαστάσεις υπαρξιακές για τον κεντρικό χαρακτήρα.

Τα ψήγματα μιας ταινίας στα πρότυπα του «Walkabout» ή του «Μυστικού του Βράχου των Κρεμασμένων» (διόλου τυχαία γυρισμένα και τα δύο στην απόκοσμη ερημιά της Αυστραλίας), υπάρχουν έντονα στον «Κυνηγό», ωστόσο ο Νέτχαϊμ χάνεται κάπου στην προσπάθειά του να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα και να παντρέψει το οικογενειακό δράμα με την οικολογική αλληγορία και το συνωμοσιολογικό θρίλερ. Η φιλοδοξία του και η μυστικιστική ατμόσφαιρα καμουφλάρουν εντούτοις αρκούντως τις όποιες αστοχίες.