Επιχείρηση: Argo

21.12.2012
Καλοδουλεμένο κατασκοπικό-πολιτικό θρίλερ, βασισμένο σε απίστευτη αληθινή ιστορία, το οποίο όμως γίνεται, στο δεύτερο μέρος του, εξόφθαλμη απολογία των επεμβάσεων της CIA, ενώ συνεχώς προσποιείται το αντίθετο.

Ας το γράψω από την αρχή. Η «Επιχείρηση: Argo» είναι μια ταινία που θα αρέσει στο κοινό. Είναι θεαματική και σκηνοθετημένη με γούστο. Αναπαριστά άψογα την δεκαετία του 70, έχει καλό ρυθμό, έξυπνες ανατροπές, αγωνία αλλά και χιούμορ εκεί ακριβώς που χρειάζεται.

Όσο για την αληθινή ιστορία της, υπερβαίνει το γνωστό μότο «αυτά μόνο στο σινεμά συμβαίνουν» και ταυτόχρονα το επιβεβαιώνει με τρόπο εξόχως σινεφίλ: το 1979 ένας πράκτορας της CIA, μεταμφιέστηκε σε κινηματογραφικό παραγωγό και, με το πρόσχημα ότι γυρίζει την επιστημονική φαντασία «Argo», πήγε στο Ιράν για να φυγαδεύσει έξι εγκλωβισμένους συμπατριώτες του- που κι αυτοί με την σειρά τους μεταμφιέστηκαν σε μέλη του, υποτιθέμενου, συνεργείου του.

Από την ταινία όμως λείπουν δυο βασικά πράγματα: οι χαρακτήρες (όλοι οι ήρωές της είναι ασπόνδυλες φιγούρες χωρίς βάθος) και η πολιτική θέση (γίνεται όμως «πολιτικό θρίλερ» χωρίς πολιτική θέση;).

Στις 4 Νοεμβρίου του 1979 εξαγριωμένοι ισλαμιστές κατέλαβαν την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Τεχεράνη και κράτησαν ομήρους τους 52 διπλωμάτες της. Ήταν λίγο μετά το ξέσπασμα της «ισλαμικής επανάστασης» και την εγκατάσταση του Χομεϊνί.
Έξι από αυτούς τους διπλωμάτες όμως κατάφεραν να διαφύγουν την τελευταία στιγμή και κρύφτηκαν στο σπίτι του Καναδού πρέσβη.

Η λεγόμενη «Κρίση των ομήρων» διήρκεσε 444 ημέρες. Ελάχιστοι όμως γνώριζαν για τους έξι έγκλειστους της Καναδικής πρεσβείας, οι οποίοι βρίσκονταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο από τους «επίσημους ομήρους», διότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν κατάσκοποι.

Τότε ένας πράκτορας της CIA σκέφτηκε να οργανώσει αυτή την απίστευτη επιχείρηση, η οποία, μετά το 1997, διαφημίστηκε ευρέως για να αποδείξει ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες οργανώνουν άψογες, αναίμακτες και ευφάνταστες σωστικές επιχειρήσεις.

Ήταν ένα τέλειο «πλυντήριο» για τις αμέτρητες πολιτικές δολοφονίες, πραξικοπήματα και επεμβάσεις τις οποίες έχει σχεδιάσει και εκτελέσει η CIA.

Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που βρίσκεται, υπερβολικά κατά την γνώμη μου, στον πυρήνα της ταινίας του Μπεν Άφλεκ. Ο ουσιαστικός σχολιασμός των δύσκολων πολιτικών και ιστορικών συγκυριών δίνει την θέση του σε μια, θεαματικότατη, αλλά επιφανειακή, παράταξη γεγονότων.

Κι ενώ στην αρχή, σε μια εξαιρετική σαν κόμικ εισαγωγική, υπονοείται ο αρνητικός ρόλος που έπαιξαν οι μυστικές υπηρεσίες στην ιστορία του Ιράν, στην συνέχεια αυτές αθωώνονται και παρουσιάζονται, λίγο ή πολύ, σαν φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ικανός σκηνοθέτης ο Άφλεκ («The Town») αρχίζει πολύ έξυπνα την ταινία του, ισορροπεί την δράση με το χιούμορ και παίζει με το παράλογο αυτής της υπόθεσης. Χρησιμοποιεί επίσης πολύ καλά το παράλληλο μοντάζ, τον διάλογο, την κλιμάκωση της πλοκής και κινεί γρήγορα την κάμερά του.

Κι όταν πια εισάγει και το σινεφίλ θέμα, περιμένει κανείς μια κριτική, ή ακόμη και μια αλληγορία, για την ιστορία και την κινηματογραφική της αναπαράσταση, για την αλήθεια και το ψέμα, την απάτη και ηθική της. Κι όμως ο Άφλεκ τα αφήνει όλα αυτά στην άκρη.

Παίζοντας ο ίδιος τον αληθινό πράκτορα Τόνι Μέντεζ πάει στο Χόλιγουντ για να βρει παραγωγούς που θα τον βοηθήσουν να οργανώσει την ψεύτικη ταινία του. Εκεί μια εξαιρετική ατάκα σε κάνει να ελπίσεις πρόσκαιρα: «Ήρθες στο Χόλιγουντ για να εξαπατήσεις τον κόσμο; Εδώ η δουλειά μας είναι να εξαπατάμε ο ένας τον άλλο». Το θέμα όμως της εικόνας που γίνεται όπλο πολιτικής εξαπάτησης (όπως το είδαμε, για παράδειγμα στο «Wag The Dog»- «Ο Πρόεδρος, ένα Ροζ Σκάνδαλο κι ένας Πόλεμος») μοιάζει να μην το ενδιαφέρει.

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι η ταινία πήρε εξαιρετικές κριτικές, ο Πρόεδρος Ομπάμα την λάτρεψε, έχει ξεπεράσει τα 100.000.000 δολάρια σε εισπράξεις, προτάθηκε για πέντε Χρυσές Σφαίρες και μάλλον θα ακουστεί και την βραδιά των Όσκαρ.

Πολλοί καλοί είναι τέλος οι δυο χολιγουντιανοί συνεργάτες του Μέντεζ: ο Αλαν Αρκιν παίζει, με δεικτικό χιούμορ, ένα φανταστικό παραγωγό και ο Τζον Γκούντμαν τον, αληθινό και βραβευμένο με Όσκαρ μακιγιέρ των ταινιών «Ο Πλανήτης των Πιθήκων» και «Star Trek», Τζον Τσέιμπερς.